Ο πρωταγωνιστής των δεύτερων ρόλων



Στην προηγούμενη συνάντησή μας, πριν από έναν χρόνο, ο Γιώργος Μοσχίδης δήλωνε αποφασισμένος να εγκαταλείψει το θέατρο. Σήμερα, και ενώ «Το ημερολόγιο της άμμου» παίζεται στο «Εμπρός» με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο του πατέρα, αισθάνεται την ανάγκη να «δικαιολογηθεί» με… δύο παροιμίες: «Δεν μ’ αφήνουν ν’ αγιάσω» ή «τράβα με κι ας κλαίω». «Δεν κράτησα τον λόγο μου. Ισως γιατί δεν μπορούσα ή γιατί δεν ήθελα. Οχι μόνο δουλεύω τώρα αλλά θα παίξω και το καλοκαίρι τον Σωκράτη στις «Νεφέλες» του Εθνικού ενώ έχω σχέδια και για τον προσεχή χειμώνα», για τα οποία δεν θέλει να μιλήσει ακόμη.


«Γεννήθηκα καρατερίστας»


Θέλει όμως να μιλήσει για τα 50 χρόνια που κλείνει εφέτος στο θέατρο. «Γεννήθηκα καρατερίστας» μου λέει. «Από μικρή ηλικία έπαιζα τους καρατερίστες. Φορούσα περούκες, έκανα μακιγιάζ, μου έβαζαν ρυτίδες και έλεγα, θυμάμαι, τότε: «Δεν θα μεγαλώσω να γίνω καρατερίστας πραγματικός;». Πέρασαν τα χρόνια και οι ρυτίδες έγιναν φυσικές και τώρα λέω: «Δεν θα μπορούσα να γυρίσω πίσω και να ξαναγίνω 20 ετών;». Αυτά είναι τα 50 χρόνια που πέρασαν». Δεν μελαγχολεί όμως. Τα χάρηκε όλα στη ζωή του. «Είναι μια ονειρική δουλειά το θέατρο, μια δουλειά που όταν την κάνεις με πάθος και με ήθος πληρώνει αυτά που δεν μπόρεσες να βρεις στη ζωή σου. Η δουλειά μάς κάνει να ισορροπούμε με αυτά που στη ζωή δεν κρατήσαμε στα χέρια μας». Σαν υποκατάστατο; «Ναι, έχει πολύ υποκατάστατο μέσα της. Ξέρεις, εγώ στη ζωή μου πιστεύω σε δύο πράγματα: στον έρωτα και στο θέατρο. Και τα δύο με έκαναν να χαρώ και να πληγωθώ».


Η οικογένειά του πάντως δεν τον προόριζε για την τέχνη. Ούτε εκείνον ούτε τον αδελφό του, τον Παύλο, που έγινε ζωγράφος. Τους ήθελαν μηχανικούς, γιατρούς. Οταν όμως κατάλαβαν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε από αυτά, τον έβαλαν με μέσο στην Εθνική Τράπεζα. Εφυγε μέσα σε έξι μήνες για να ακολουθήσει το όνειρό του. Οταν έπειτα από χρόνια η οικογένειά του χαιρόταν με όσα πέτυχε, δεν παρέλειπε να του υπενθυμίζει: «Αν είχες συνεχίσει στην τράπεζα, τώρα θα ήσουν διευθυντής» θυμάται γελώντας. «Μετά την Κατοχή, στον Εμφύλιο, ήμουν στη Θεσσαλονίκη και έβλεπα τα μπουλούκια να δίνουν παραστάσεις πάνω σε κάτι βαρέλια και μετά να φεύγουν. Μου άρεσε που έφευγαν και τους ακολούθησα για ενάμιση χρόνο. Δεν ξαναγύρισα σπίτι. Δεν είχα τελειώσει ούτε το γυμνάσιο. Εμαθα ένα θέατρο που δεν θέλω να ξεχάσω. Είναι ένας γόνιμος σπόρος για να τον βάζω κάθε φορά σε ό,τι καινούργιο κάνω» λέει γυρνώντας πίσω.


Ο «ναυαγός» έγινε Μακεδονομάχος


Στην Αθήνα τον έφερε ο θίασος του Χατζίσκου. «Ημουν ναυαγισμένος από κάποιο μπουλούκι, με βρήκαν και με έβαλαν να κάνω τον Μακεδονομάχο. Ημουν 20 χρόνων και επειδή από τότε ήμουν καρατερίστας ήμουν απαίσιος στον ρόλο. Λόγω μιας στρατιωτικής άσκησης ένας από τους ηθοποιούς έπρεπε να παρουσιασθεί και έμεινε ο ρόλος ενός γερμανού καθηγητή. Με έβαλαν να τα πω. Με βοήθησε ο Χατζίσκος και έπειτα από δύο ημέρες βγήκα και τα είπα. Φαίνεται ότι τα είπα τόσο καλά που με πήρε μαζί του στην Αθήνα». Το ίδιο καλοκαίρι τον είδε ο Μουσούρης και τον πήρε για να παίξει στις «Σκηνές δρόμου». Στη μακρά πορεία του δούλεψε με την Αρώνη, τη Μανωλίδου, τη Λαμπέτη, τον Χορν, την Κατερίνα. Γνώρισε τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Μινωτή, τον Βολανάκη. Επαιξε με την Τζένη Καρέζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Γιάννη Φέρτη. Με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο συνεργάστηκε πολλές φορές και μαζί του μοιράζεται και μια στενή φιλία.


«Κατάλαβα τις διαφορές Κουν – Ροντήρη. Αλλά κατάλαβα ότι και οι δύο, αν και ξεκινούσαν από διαφορετικούς δρόμους, είχαν τον ίδιο στόχο: την αλήθεια» εξηγεί. «Αυτή την αλήθεια βρήκα και στον Βολανάκη, έναν σκηνοθέτη με τον οποίο έκανα σημαντικά πράγματα». Πιστεύει ότι σήμερα διαθέτουμε περισσότερους και καλύτερους ηθοποιούς από ό,τι σκηνοθέτες. «Προσωπικά μετά τον Βολανάκη δεν έχω να προτείνω κανέναν άλλον» λέει. Και ο Τάσος Μπαντής με τον οποίο συνεργάζεται ξανά εφέτος; «Ο Τάσος είναι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και αυτό είναι βασικό για τη σκηνοθεσία. Θέλει να ακούσει, ακούει, αλλά τελικά κάνει αυτό που θέλει».


Οι σπουδαίοι «πρωτοδεύτεροι»


Καρατερίστας: αυτό είναι το χαρακτηριστικό του. «Για τον καρατερίστα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα όταν είναι νέος. Οταν αποδείξει με τα χρόνια ότι κάνει γι’ αυτό, τότε γίνεται τελείως απαραίτητος. Είναι γνωστό ότι εμάς που κρατάγαμε τους δεύτερους ρόλους ενώ ήμασταν πρώτοι μας ονόμαζαν «πρωτοδεύτερους». Δεν μου έλειψε ποτέ το «πρώτος». Θυμάμαι με τι σεμνότητα και τι σεβασμό ο Φέρτης μού ζήτησε να παίξω έναν μικρό ρόλο στο «Μπεντ». Τον έπαιξα χωρίς κανέναν ενδοιασμό και ήταν ο ρόλος της παράστασης. Οπως και ο Κουν που με είδε να παίζω τον ευνούχο σε ένα ρωσικό έργο και με πήρε στο Υπόγειο. Κάποτε στο ελληνικό θέατρο ήταν μαζεμένοι ­ τους μάζευε ο Φώτος Πολίτης στην αρχή, μετά ο Χουρμούζιος, ο Μινωτής ­ μεγάλοι ηθοποιοί, ο Γαλανός, ο Αρώνης, ο Μαλλιαγρός, η Καλογερίκου, η Μουστάκα, οι οποίοι έπαιζαν μικρούς, μεγαλύτερους ή μεσαίους ρόλους. Δεν ήταν όπως τώρα που τα μετράνε όλα με τον πήχη». Εκείνα τα πρώτα χρόνια στα μπουλούκια ο Γιώργος Μοσχίδης δεν έβγαζε λεφτά αλλά δεν προβληματιζόταν για τη ζωή που έκανε. «Είχα τον σπόρο της αλλαγής και της επαναστατικότητας από τον πατέρα μου» λέει «αλλά είχα την αγωγή από το σπίτι της μητέρας μου. Συνηθίζω να λέω ότι δεν είμαι γνήσιος αλλά μπάσταρδος. Δεν είμαι ούτε αστός ούτε επαναστάτης. Είμαι με τους επαναστάτες ως πνεύμα. Η ύλη μου όμως είναι με τους αστούς. Μόνο που στη ζωή πρέπει κάπου να ανήκεις γιατί αλλιώς δεν σε θέλει κανείς. Και εγώ ακόμη το βιώνω αυτό. Κανένας δεν με θέλει».


Κατά βάθος όμως είναι αναρχικός: «Με την έννοια του αυτοελέγχου, με τη φιλοσοφική διάσταση της αναρχίας» μου εξηγεί. Και έκανε τις δικές του επαναστάσεις, στη ζωή και στην τέχνη. «Στο θέατρο, παρά το γεγονός ότι μου δίνονταν οι ευκαιρίες να βγάλω περισσότερα λεφτά, δεν ενέδωσα. Κράτησα μια πορεία πλεύσης. Θα ακουστεί λίγο σνομπ αλλά θα το πω: Είμαι ηθοποιός του θεάτρου και αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο. Εζησα καλά από τη δουλειά μου. Και είμαστε λίγοι αυτοί που τα καταφέραμε». Δεν έκανε ούτε πολλές ταινίες ούτε πολλά σίριαλ. Κάνει όμως πολλά όνειρα: «Αλίμονό μου αν πάψω να ονειρεύομαι. Αλλά αμέσως μετά το όνειρο έρχεται η γνώση. Η γνώση είναι τέτοια που για μια στιγμή με κάνει να μην ονειρεύομαι. Αλλά μετά πετάω τη γνώση για να ξαναονειρευτώ. Την έχω όμως τη γνώση. Εχω μάθει να κρατάω καλά την ασπίδα» καταλήγει.


«Το ημερολόγιο της άμμου» του Δημήτρη Κορδάτου παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή στο θέατρο «Εμπρός» (Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή, τηλέφωνο 3238.990).


«Δεν μου έλειψε η αγάπη»


­ Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;


«Μεγάλωσα σε πολλά σπίτια, της γιαγιάς, των θείων μου, γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν κοντά μας. «Παραθέριζε» στην εξορία. Μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια τον είχα δει μόνο δύο φορές».


­ Και η μητέρα σας;


«Η μητέρα μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν με τον τρόπο της κοντά σε μένα και τον αδελφό μου. Αργότερα έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η απουσία του πατέρα τής είχε κοστίσει πολύ. Ηταν και η ντροπή που ένιωθε για την εξορία. Η αγάπη όμως δεν μου έλειψε ποτέ».


­ Δεν μεγαλώσατε δηλαδή σε μια κλασική οικογένεια…


«Οχι, αλλά η έννοια της οικογένειας είναι έντονη μέσα μου. Μπορεί να άλλαζα συχνά σπίτια, αλλά όλους αυτούς τους ανθρώπους τους αισθανόμουν δικούς μου».


­ Ισως όμως αυτό το περιβάλλον να σας καλλιέργησε μια τάση φυγής…


«Είναι αλήθεια. Είχα μάθει να φεύγω».


Είπαν για αυτόν


» Τάσος Μπαντής


«Με τον Γιώργο συνεργάστηκα για πρώτη φορά στην «Αγριόπαπια», το 1994-1995. Από τότε είμαστε «φίλοι»… Χρησιμοποιώ τα εισαγωγικά ­ και να με συμπαθάει ­ γιατί, παρά το ότι γνωριζόμαστε πολύ, νιώθω συχνά πως δεν χωράει σε «προσδιορισμούς». Απροσδόκητος… Γενναιόδωρος, ανθρώπινος, ζεστός, τρυφερός και την άλλη στιγμή εκρηκτικός, επιθετικός, κακομαθημένος. Μια μείξη μοναδική που παράγει ­ πρέπει να πω ­ γοητεία. Στη γοητεία αυτή ενδίδω και τον αισθάνομαι φίλο ­ χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά…


Φέτος συμπληρώνει πενήντα χρόνια ζωής στο θέατρο. Θεώρησα ­ ίσως και σε συνάρτηση με τον ρόλο του Πατέρα που ενσαρκώνει στο «Ημερολόγιο» ­ ότι το θέατρό μας οφείλει να τον τιμήσει. Είναι ο μοναδικός ίσως εν ενεργεία ηθοποιός της γενιάς του που πέρασε από τα μπουλούκια στον Ροντήρη, τον Κουν, τον Βολανάκη, σταθμεύοντας ενδιαμέσως στη Μανωλίδου, την Κατερίνα, τη Λαμπέτη, τον Χορν, τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη και τόσους άλλους. Μια γνωστή στους πάντες φάτσα, ένας δικός μας άνθρωπος».


Γιώργος Μιχαλακόπουλος


«Νομίζω ότι με τον Γιώργο μας συνδέει η τρέλα· διαφορετική τρέλα έχει εκείνος, διαφορετική εγώ. Κι ακόμα μας συνδέει το πάθος για τη δουλειά. Οταν παίζουμε μαζί αυτά που μας απασχολούν είναι ποιος ξέρει καλύτερα τον ρόλο, ποιος τον έμαθε πρώτα. Κι επειδή έχουμε παίξει πολλές φορές μαζί, γνωρίζουμε καλά ο ένας τον κώδικα του άλλου. Ο Γιώργος είναι ένα δείγμα εργάτη θεάτρου. Είναι μαχητής. Εχει κατακτήσει τα μέσα του, έχει μέτρο σαν ηθοποιός και άπειρες τεχνικές. Είναι από τους δυσεύρετους «ρολιστοκαρατερίστες». Γνωριστήκαμε στο Θέατρο Τέχνης, όταν παίξαμε μαζί στους ιστορικούς «Ορνιθες». Εχουμε συνεργαστεί, εκτός Τέχνης, και στο Εθνικό και στο ελεύθερο θέατρο. Νομίζω ότι είναι φίλος μου. Εγώ πάντως είμαι φίλος του». »