Πολλές πόλεις μοιάζουν με πολλές γυναίκες: καλές και όμορφες όταν έχεις λεφτά, κακές, σκληρές και άσχημες όταν δεν έχεις. Μια τέτοια πόλη είναι κι η Φραγκφούρτη· προπάντων όταν έχει καμιά γιορτή, όπως τώρα που πλησιάζουν Χριστούγεννα. Στολίζεται, φωτίζεται, γεμίζει τις βιτρίνες της με ό,τι πιο λαμπερό διαθέτει και περιμένει από σένα… κι εγώ δεν ξέρω τι. Ευτυχώς η γυναίκα μου δε μοιάζει με τη Φραγκφούρτη. Περισσότερο μοιάζει με ένα ήσυχο, ειρηνικό χωριό την άνοιξη, όπου μπορεί κανείς να επιβιώσει και να χαρεί τη ζωή, έστω και χωρίς λεφτά. Κι επομένως δεν έχει λόγο να περιφέρεται σκοτεινός και βαρύθυμος, όπως καληώρα εγώ. Ομως εδώ και βδομάδες έχανα, έχανα συνέχεια. Στη γυναίκα μου δεν έλεγα τίποτα, αυτή όμως έδειχνε να καταλαβαίνει τα πάντα. Κάθε μεσημέρι που με συνόδευε μέχρι το λεωφορείο του καζίνου, βάδιζε πλάι μου υποστηρίζοντάς με σαν να συνόδευε το φέρετρο του άντρα της. Κοιτούσε αμίλητη κάτω, και φαινόταν να μην την ενδιαφέρει τίποτα εκτός από τα βήματά της, που όταν θα συμπλήρωναν έναν ορισμένο αριθμό έως τη στάση, θα χωρίζαμε. Μια φορά μόνο σταμάτησε μπρος σε μια βιτρίνα με δερμάτινα είδη και μου έδειξε μια γυναικεία τσάντα.


­ Ομως είναι πολύ ακριβή, συμπλήρωσε γρήγορα και με απομάκρυνε μόνη της.


Από τη μέρα που με είχε πάρει ο κατήφορος, θα έχασα τουλάχιστον εκατό τέτοιες τσάντες. Φοβόμουν ότι σε λίγο θα με σταματούσε μπρος σε βιτρίνες με ψωμιά και δε θα ήμουν σε θέση να της αγοράσω ένα. Ηταν κάτι που είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν, όμως δεν της είχε κάνει εντύπωση και δεν ξέρω ούτε αν το ‘χε παρατηρήσει. Οπως δεν της έκανε εντύπωση η έλλειψη χρημάτων, έτσι δεν της έκανε εντύπωση και η ύπαρξη χρημάτων. Στα πρώτα χρόνια του βίου μας, τέτοιες μέρες φεύγαμε από την Αθήνα και πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Είχα μπλέξει σ’ ένα καρέ από εργολάβους, μηχανικούς, ανθρώπους της οικοδομής τέλος πάντων, και παίζαμε συνέχεια μέχρι τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη. Η γυναίκα μου τις πρώτες μέρες ερχόταν μαζί μου και, καθισμένη σε μια πολυθρόνα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, περίμενε υπομονετικά ένα και δυο μερόνυχτα διαβάζοντας. Οταν τελείωναν τα βιβλία ή όταν βαριόταν, παρέμενε στο ξενοδοχείο και κοιμόταν. Σχεδόν πάντα επέστρεφα κερδισμένος. Στόλιζα το κρεβάτι με λογής λογής χαρτονομίσματα κι έπειτα την ξυπνούσα φιλώντας την. Κοιτούσε γύρω της σαν να την είχαν διακοσμήσει με παλιόχαρτα, και είμαι βέβαιος πως θα προτιμούσε, αντί γι’ αυτά, να βρίσκονταν εκεί πάνω λουλούδια. Ομως εγώ με χιλιάρικα έπαιζα, δεν έπαιζα με άνθη. Γι’ αυτά ιδροκοπούσα όλη νύχτα και αγωνιούσα, ώσπου να τα αποθέσω το ξημέρωμα στα πόδια της και να τα κάνει ό,τι εκείνη ήθελε. Δε φταίω εγώ αν δεν τα ‘κανε τίποτα· όπως δε φταίω και τώρα που δεν έχω λεφτά να της αγοράσω μια τσάντα. Ας την αγόραζε τότε. Στο καζίνο όλοι ξέρανε πια πως δε διαθέτω χρήμα, παρόλο που εξακολουθούσα να πίνω τα ουίσκι που έπινα πάντα και να αποφεύγω να βάζω τα χέρια στις τσέπες. Οι καθημερινοί παίκτες με έβλεπαν σαν το πρώτο κρούσμα κάποιας μεταδοτικής ασθένειας που την είχαν ακουστά και τώρα είχε πλησιάσει απειλώντας τους.


Το μεσημέρι της παραμονής των Χριστουγέννων η γυναίκα μου με συνόδεψε ­ όπως κάθε μέρα ­ στη στάση του λεωφορείου. Επεφτε ένα χοντρό, απαλό χιόνι και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από χαρούμενες οικογένειες, φορτωμένες με τα δώρα που θα χάριζαν το βράδυ ο ένας στον άλλο. Χαιρόταν που βρισκόμασταν ανάμεσά τους· ήταν σαν να βρισκόμασταν ανάμεσα στους χαμένους μας συγγενείς. Εστω και για τόσο λίγο. Είχαμε ζήσει κι εμείς μια δυο φορές τέτοια ανέμελα Χριστούγεννα, και κάθε χρόνο ήλπιζε πως θα τα ξαναζούσαμε. Μαζί της κι εγώ. Περάσαμε και πάλι μπροστά από τη βιτρίνα με την τσάντα χωρίς να σταματήσουμε και μετά εγώ έφυγα με το λεωφορείο κι εκείνη γύρισε σπίτι περνώντας ίσως από τη γνωστή βιτρίνα. Δεν ήξερα πια γιατί πάω στο καζίνο, αφού δεν είχα λεφτά να παίξω. Ή μάλλον ήξερα, αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω. Βαθιά μέσα μου πίστευα ότι αφού εδώ, σ’ αυτό το μέρος, έχασα τα λεφτά μου, εδώ, σ’ αυτό το μέρος, θα τα ξανάβρισκα. Ηπια ένα ουίσκι βλέποντας άσχετους παίκτες να κερδίζουν και να χοροπηδάνε, κι αυτό μ’ έκανε να παραγγείλω άλλο ένα.


­ Να το κεράσω εγώ;


Ηταν το ωραιότερο πράγμα που είχα ακούσει στο καζίνο εδώ και καιρό, κι ούτε μ’ ενδιέφερε ποιος το ‘πε. Το να με κεράσει κάποιος εκείνη τη στιγμή ένα ουίσκι ήταν σα να με κερνούσε ένα διαμέρισμα. Εμεινα λοιπόν λίγο έτσι, για να χαρώ αυτό που είχε ειπωθεί, όπως έκανα κι όταν έβγαινε το νούμερο που είχα ποντάρει. Επειτα γύρισα κι είδα να στέκεται δίπλα μου ο Κλάους. Ο Κλάους ήταν ένας τύπος που του ταίριαζε πολύ να στέκεται τέτοια μέρα δίπλα σ’ ανθρώπους σαν κι εμένα, και όχι δίπλα στην οικογένειά του. Στα δέκα χρόνια που τον γνώριζα, ζήτημα είναι αν είχαμε ανταλλάξει δέκα κουβέντες. Σίγουρα θα ήξερε πως τον αντιπαθούσα επειδή κι εγώ ήξερα πως με αντιπαθούσε. Κάθε που αντάμωναν τα βλέμματά μας, συντηρούσαν αυτή την αντιπάθεια και την έτρεφαν. Μπορεί, αν καθόμασταν να μιλήσουμε, να γινόμασταν και φίλοι, όμως αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ, αφού ο Κλάους έπαιζε μεγάλα ποσά και συνήθως κέρδιζε, ενώ εγώ έπαιζα μικρά ποσά και συνήθως έχανα. Υπήρχε λοιπόν αυτή η ταξική διαφορά. Οι κοινωνίες των καζίνων μπορεί να είναι δημοκρατικότατες, αφού όλες οι φυλές εκεί μέσα αγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό, μπορεί όμως να γίνουν και οι πιο ρατσιστικές, όταν η κατάσταση της ανισότητας διαιωνίζεται κι αφού ο καθένας νοιάζεται μόνο για την πάρτη του και για το ατομικό του συμφέρον.


­ Θα πιεις άλλο ένα; ρώτησε πάλι ο Κλάους, αφού ήπια το πρώτο στη μακροημέρευση της κωλοφαρδίας του.


Περίμενε ν’ αδειάσω το ποτήρι και τότε έσκυψε μπροστά σαν να ήθελε να μου μυρίσει το χνότο.


­ Θέλω να μου κάνεις μια χάρη.


Αυτό ειδικά που έπρεπε να το ρωτήσει δεν το ρώτησε.


Στράφηκα και τον κοίταξα μ’ εκείνο το βλέμμα που το καταλάβαινε και εξαιτίας του με είχε αντιπαθήσει, ώσπου συμπλήρωσε γρήγορα:


­ Αν θέλεις, βέβαια…


Δε μίλησα και συνέχισε:


­ Θα πληρωθείς καλά.


Είχε έρθει η στιγμή να μιλήσω.


­ Τι χάρη;


­ Ν’ αλλάξεις είκοσι χιλιάδες στο ταμείο. Θα σου δώσω ένα πεντακοσάρικο. Ξέρεις ότι εγώ μόνο τριάντα χιλιάδες μπορώ να σηκώσω και ήδη τις σήκωσα.


Το ήξερα, όπως το ήξεραν και όλοι εδώ μέσα. Ο Κλάους ήταν πρώτος στο να κλείνει συμφωνίες ­ απόδειξη ότι το καζίνο τού είχε επιτρέψει μετά από μήνες πάλι την είσοδο, με τη συμφωνία, μόλις κερδίζει τριάντα χιλιάδες, να σταματάει. Κι ένα χιλιάρικο παραπάνω να έπαιρνε, όφειλε να το επιστρέψει. Οχι παραδίνοντάς το στο ταμείο, αλλά χάνοντάς το στο τραπέζι. Δεν υπάρχει πιο δύσκολος τρόπος να πετάξεις τα λεφτά σου. Είναι σαν να θέλεις να απαλλαγείς από γυναίκα: όσο τη διώχνεις τόσο εκείνη κρέμεται από το λαιμό σου. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που ο Κλάους είχε κερδίσει πάλι είκοσι χιλιάρικα επιπλέον, και κάτω από το βλέμμα της διεύθυνσης επιχείρησε να τα δώσει πίσω. Τα έβαλε λοιπόν όλα στο οχτώ, κι ό,τι είχε σχέση με το οχτώ. Πλαν και σεβάλ, καρέ, μαύρο, μικρά νούμερα, μεσαία δωδεκάδα ­ όλα στο ανώτατο όριο. Ηταν ένας αριθμός που μισούσε, και τον μίσησε περισσότερο όταν τον είδε να έρχεται. Επαιξε το είκοσι και ό,τι είχε σχέση με το είκοσι ­ πάλι στο μάξιμουμ. Ηρθε το είκοσι και ο Κλάους άρχισε να τρελαίνεται. Τη μέρα εκείνη κέρδισε ένα εκατομμύριο, και μια ολόκληρη εβδομάδα παιδευόταν προσπαθώντας να το χάσει. Θα μπορούσε να το πάρει και να φύγει, όμως δεν είχε πού αλλού να πάει. Ισως είναι και ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που βγήκε από καζίνο τόσο ανακουφισμένος επειδή έχασε ένα εκατομμύριο μάρκα.


­ Το πεντακοσάρικο δεν είναι ούτε ένα πέντε τα εκατό, του λέω.


­ Μπορώ να τα δώσω και σε άλλον να τ’ αλλάξει.


­ Δώσ’ τα τότε.


Είχα καιρό να παίξω, όμως έστω κι έτσι χαιρόμουν την μπλόφα μου. Δεν ήταν τυχαίο που ήρθε σ’ εμένα για τη δουλειά. Μπορεί να είχα χάσει όλα μου τα λεφτά, αλλά δεν είχα χάσει τη φερεγγυότητά μου. Και δεν είχα σκοπό να χάσω ούτε την αξιοπρέπειά μου.


­ Καλά, πάρε ένα χιλιάρικο, μου λέει.


Πήγα με τα κόκαλα μέχρι το ταμείο και γύρισα με τα χαρτιά. Δέκα βήματα ένα χιλιάρικο. Εκατό μάρκα το βήμα. Μόνο τα μανεκέν στην πασαρέλα και οι σκοινοβάτες στο τσίρκο βγάζουν τέτοια λεφτά. Ηταν αρκετά για να περάσουμε καλά Χριστούγεννα και ν’ αγοράσω κι εκείνη την τσάντα στη γυναίκα μου. Μπορούσα όμως και να παίξω, και με λίγη τύχη να περάσουμε ακόμα καλύτερη Πρωτοχρονιά. Οχι όμως σήμερα. Ισως αύριο ή μεθαύριο. Ηθελα πρώτα ν’ αποκτήσω σχέσεις μ’ αυτό το χιλιάρικο, να γνωριστούμε, να το κάνω να μ’ αγαπήσει και να μη θέλει να φύγει ποτέ από κοντά μου.


Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς το καζίνο πρόσφερε ένα ρεβεγιόν για τους καλούς του πελάτες, και αργά το απόγευμα μπήκαμε στο λεωφορείο οι τρεις μας: εγώ, η γυναίκα μου και το χιλιάρικο. Είχα καταφέρει να το διατηρήσω σώο μέχρι αυτή τη μέρα, μεταφέροντάς το από παντελόνι σε παντελόνι σαν να φυγάδευα απόρρητο έγγραφο.


Μας έβαλαν να κάτσουμε σ’ ένα τραπέζι πλάι στις ρουλέτες. Πρώτη φορά έβλεπα τις γυναίκες των ανθρώπων που τόσα χρόνια συναντούσα στο καζίνο, και μου φαινόταν παράξενο που όλοι αυτοί διέθεταν και σύζυγο όπως εγώ. Από μια άποψη έμοιαζε να είχαμε έρθει στη γιορτή του σχολείου με τις μανάδες μας. Πάντως, μπορεί να μην ήμουν εγώ ο καλύτερος παίκτης, είχα όμως την καλύτερη γυναίκα ­ δυο τρεις, μάλιστα, τόλμησαν να σκύψουν πάνω από το τραπέζι μας και να μου το πουν.


Αδειάσαμε το πρώτο μπουκάλι σαμπάνιας πίνοντας ο ένας στην υγειά του άλλου, και με τα ορεκτικά παραγγείλαμε ένα δεύτερο. Πίσω από την πλάτη μου άκουγα ολοκάθαρα την πορεία της μπίλιας και την ψυχρή φωνή του κρουπιέρη, καθώς ανήγγελλε τα νούμερα σαν να είχε να κάνει με σταθμούς αμαξοστοιχίας.


­ Είκοσι ένα κόκκινο, είκοσι εφτά κόκκινο, τέσσερα μαύρο.


­ Ενα κόκκινο, λέω στη γυναίκα μου υψώνοντας το ποτήρι.


­ Τι πράγμα;


­ Θα έρθει το ένα, εξηγώ και της δείχνω πίσω.


­ Ενα κόκκινο, ακούγεται από τη ρουλέτα.


Δε φάνηκε να της έκανε και μεγάλη εντύπωση ούτε αυτό που είπα εγώ ούτε αυτό που είπε ο κρουπιέρης.


­ Στην υγειά σου, μου λέει και πλησίασε το ποτήρι της προς το μέρος μου, σαν να περιείχε εκεί μέσα όλες τις χάρες της και όλα όσα ένιωθε για μένα.


Ακουσα την μπίλια να φεύγει κι έκανα να πω «Το τρία», αλλά σώπασα.


­ Τρία κόκκινο, ακούω πίσω μου.


­ Τι έχεις; ρωτάει ανήσυχη.


Προσπαθούσα να δείχνω ήρεμος, παρόλο που εδώ και ώρα τα πάντα μέσα μου βρίσκονταν σε αναταραχή.


­ Μισό λεπτό… της λέω και σηκώνομαι. Πάω μέχρι την τουαλέτα.


Είχε βγει ήδη το έξι και πόνταρα στο εννιά και στα δυο διπλανά του.


­ Εννιά κόκκινο, ακούω.


Το ‘ξερα. Ενιωθα μια πρωτοφανή διαύγεια, τέτοια που ίσως νιώθουν κι οι προφήτες έπειτα από μακρόχρονη νηστεία, κι ήμουν σε θέση να δω τα νούμερα προτού αυτά έρθουν. Κι εγώ από νηστεία έβγαινα ­ από μακρόχρονη νηστεία παιχνιδιού.


­ Πέντε, ένα ένα, λέω στον κρουπιέρη αφήνοντας μπρος του τρία εικοσόμαρκα.


­ Πέντε κόκκινο, λέει σε λίγο.


Δοκίμασα την τύχη μου στο διπλανό τραπέζι με πενηντάρικα, και μετά στο παραδιπλανό με κατοστάρικα. Επαιζα σε τέσσερα πέντε τραπέζια και κέρδιζα σε τέσσερα πέντε τραπέζια. Πηγαίνοντας από ρουλέτα σε ρουλέτα, είχα συμπληρώσει το ένα ημικύκλιο της σάλας, αλλά ξαφνικά μου φάνηκε πως είχα συμπληρώσει το ένα ημικύκλιο της γης από το σημείο που είχα αφήσει τη γυναίκα μου να με περιμένει. Ποτέ μου δεν είχα βρεθεί σε τέτοια έξαψη σε κανένα καζίνο και ποτέ μου δεν είχα κουβεντιάσει μεγαλόφωνα με τις ρουλέτες. Ημουν σαν υπνωτισμένος, σαν μαγεμένος μάλλον. Η γυναίκα μου με τον ερχομό της είχε μαγέψει τις ρουλέτες ή εμένα τον ίδιο, που ήταν άλλωστε και πιο εύκολο. Οπου και να ‘βαζα, ό,τι και να ‘βαζα, το έπαιρνα πίσω τριάντα πέντε φορές.


Δεν ξέρω πόσες ώρες κράτησαν τα μάγια. Κατάλαβα πως λύνονται όταν λύθηκαν τα γόνατά μου. Δεν υπήρχε πια δύναμη μέσα μου, ούτε μυαλό ούτε αισθήματα. Μόνο μια γλυκιά χαύνωση σε ένα κουφάρι παραγεμισμένο με κοκάλινες μάρκες.


Πήρα το δρόμο του γυρισμού, λες και επέστρεφα από νικηφόρο πόλεμο. Κουρασμένος αλλά τροπαιούχος, γεμάτος λάφυρα και δώρα. Αύριο θα της αγόραζα δέκα τσάντες και δέκα ζευγάρια παπούτσια και δέκα ό,τι άλλο ήθελε. Για την ώρα όμως χρειαζόμουν μια παγωμένη σαμπάνια. Να την πίνω κοιτώντας τα μάτια της και το χαμόγελό της, μέχρι να τη δω να ξεκαρδίζεται στα γέλια.


Ελειπε από το τραπέζι και κάθισα να την περιμένω. Ηπια το υπόλοιπο που υπήρχε στο μπουκάλι και παρήγγειλα στο σερβιτόρο ένα καινούριο. Τα κυρίως πιάτα είχαν ήδη σερβιριστεί και παρέμεναν σκεπασμένα με τα μεταλλικά καλύμματα. Ολα τα καλά του κόσμου βρίσκονταν εδώ, η μόνη που απουσίαζε ήταν η γυναίκα μου. Ξεσκέπασα το πιάτο της και αντίκρισα το μισοψημένο τίμπον στέικ που με τόση χαρά είχε παραγγείλει, να παγώνει και να συρρικνώνεται. Οσο το ‘βλεπα τόσο νόμιζα πως αντίκριζα μπρος στα μάτια μου αφάγωτη και κρύα την καρδιά μου.


Δυο μήνες τώρα κερδίζω συνέχεια. Πολλοί με ρωτούν γιατί, αφού έχω τόσα λεφτά, δεν πάω κάπου να ξεκουραστώ και να γιορτάσω. Δεν ξέρω γιατί. Ή μάλλον ξέρω, αλλά δεν το ομολογώ. Βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι, αφού εδώ, σ’ αυτό το μέρος, έχασα τη γυναίκα μου, εδώ, σ’ αυτό το μέρος, θα την ξανάβρω.