Η καθιέρωση κρατικού μονοπωλίου το 1884 δεν άλλαξε ριζικά μόνο τις συνθήκες εμπορίας των παιγνιοχάρτων· υπήρξε επίσης ευεργετική για την εγχώρια παραγωγή, αφού το ελληνικό Δημόσιο είχε πλέον την ευχέρεια να υπογράψει σύμβαση προμηθείας και μάλιστα μακράς διαρκείας με όποιο εργοστάσιο έκρινε καταλληλότερο.


Ετσι τον ίδιο χρόνο που καθιερώνεται το κρατικό μονοπώλιο συνάπτεται και σύμβαση προμηθείας παιγνιοχάρτων για ποσότητα 125.000 δεσμίδων με το εργοστάσιο «Η Ελπίς» του Γεράσιμου Ασπιώτη, που λειτουργούσε στην Κέρκυρα ήδη από το 1873.


Αξίζει να αναφερθεί ότι το εργοστάσιο αυτό δεν ήταν το μόνο που λειτουργούσε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα. Υπήρχε τουλάχιστον άλλο ένα, το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Ν. Αμπερόπουλο στον Πειραιά.


Οι πληροφορίες που έχουν διασωθεί για το πειραιωτικό αυτό εργοστάσιο είναι ελάχιστες και αόριστες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι υπήρξε βραχύβιο, αφού το 1888 είχε ήδη διακόψει τη λειτουργία του (το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι έπαυσε να λειτουργεί και πριν από το 1884).


Αντίθετα η κερκυραϊκή επιχείρηση του Γεράσιμου Ασπιώτη κατόρθωσε να ξεπεράσει τις δυσχέρειες των πρώτων ετών και μετά την ψήφιση του νόμου ΑΡΞΖ’/1884, βάσει του οποίου υπέγραψε σύμβαση με το Δημόσιο, αναπτύχθηκε με εντυπωσιακή ταχύτητα.


Υπήρξε όμως πραγματικά ο Ασπιώτης ιδρυτής του εργοστασίου «Η Ελπίς», όπως γίνεται σήμερα γενικά παραδεκτό, ή μήπως κάποιος άλλος που, όπως συμβαίνει συνήθως με τους πρωτοπόρους (ιδιαίτερα μάλιστα στη χώρα μας), λησμονήθηκε στη συνέχεια;


Το ερώτημα αυτό μού δημιουργήθηκε όταν στον Οδηγό Εμπορικό, Γεωγραφικό και Ιστορικό των πλείστων κυριοτέρων πόλεων της Ελλάδος του Μιλτιάδη Μπούκα, που είχε κυκλοφορήσει το 1875, εντόπισα μια πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία. Αναφερόμενος ο Μπούκας στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις της Κέρκυρας μνημονεύει την ύπαρξη του εργοστασίου παιγνιοχάρτων «Η Ελπίς», «κατασκευάζον παιγνιόχαρτα εφάμιλλα των ευρωπαϊκών» (σελ. 206), που όμως φέρεται να ανήκει στην εταιρεία «Λήτσος Α. & Σία».


Η αυθεντικότητα και η ακρίβεια της πληροφορίας αυτής δεν είναι βεβαίως δυνατόν να αμφισβητηθούν. Ετσι η μόνη εύλογη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι το εργοστάσιο παιγνιοχάρτων «Η Ελπίς» ιδρύθηκε μεν το 1873 από τον Α. Λήτσο, αλλά έπειτα από μάλλον βραχύ χρονικό διάστημα περιήλθε στην κυριότητα του Ασπιώτη, ο οποίος πιθανώς να μετείχε με κάποιο ποσοστό ήδη από της ιδρύσεως της επιχειρήσεως. Ετσι άλλωστε θα μπορούσε να εξηγηθεί και το συνήθως αναφερόμενο ότι ο Ασπιώτης ξεκίνησε το εργοστάσιο με αρχικό κεφάλαιο έξι μόνο λιρών!


Η ίδρυση μιας εγχώριας βιομηχανίας εκείνα τα χρόνια ήταν σημαντικό γεγονός για την καχεκτική εθνική οικονομία της χώρας. Η «Εφημερίς» του Κορομηλά καθώς αναγγέλλει την ευχάριστη είδηση στο φύλλο της 22ας Ιανουαρίου 1874 εκφράζει και μιαν ευχή, που είναι πολύ χαρακτηριστική των τεραστίων προβλημάτων προς τα οποία είχε να αντιπαλαίσει η νεοσύστατη βιομηχανία:


«Εν Κερκύρα συνεστήθη εργοστάσιον προς κατασκευήν παιγνιοχάρτων. Είθε τοιούτοι και τοσούτοι να ώσιν οι καρποί του εργοστασίου ώστε να παύσωσιν έξωθεν εισαγόμενα τα παιγνιόχαρτα, τα οποία ουδέν μέχρι τούδε μέσον κατώρθωσε να εμποδίση εισαγόμενα· και ενώ επεβλήθη αυτοίς βαρύς φόρος, αυτά εισέρχονται και πωλούνται εις τιμήν κατωτέραν και του φόρου διά μαγικής αληθώς ικανότητος».


Αξίζει να παρατηρηθεί ότι η διατύπωση της αγγελίας ενισχύει την εντύπωση πως και άλλες ανάλογες προσπάθειες είχαν αναλυθεί παλαιότερα, που όμως απέτυχαν εξαιτίας του ανταγωνισμού των ξένων εργοστασίων και της εκτεταμένης λαθραίας εισαγωγής παιγνιοχάρτων. Η περίπτωση άλλωστε του πειραϊκού εργοστασίου Αμπεροπούλου, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, επιβεβαιώνει την εκδοχή αυτή.


Ο Γεράσιμος Ασπιώτης, επιχειρηματίας δυναμικός και δημιουργικός, κατόρθωσε πράγματι μέσα σε ελάχιστο χρόνο όχι μόνο να εκπληρώσει την ευχή που διατύπωσε η «Εφημερίς», καθιστώντας την επιχείρησή του βιώσιμη, αλλά και να την αναδείξει σε πρότυπο βιομηχανικής μονάδας. Περίοδος ακμής


Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα το εργοστάσιο παιγνιοχάρτων «Η Ελπίς» αναπτύχθηκε με εντυπωσιακούς ρυθμούς και έγινε πρότυπο επιχείρησης. Δημιουργός αυτής της εκπληκτικής αναπτυξιακής πορείας ήταν αρχικά μεν ο Γεράσιμος Ασπιώτης και αργότερα ο γιος του Κωνσταντίνος, που είχε αρχίσει την επαγγελματική σταδιοδρομία του στο Λονδίνο. Τον Απρίλιο του 1900, λίγους μόλις μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Γεράσιμος Ασπιώτης εγκαινίασε το νέο, τελειοποιημένο εργοστάσιό του, που είχε εξοπλισθεί με τον τελειότερο τεχνικό εξοπλισμό της εποχής.


Φυσικά η ταχύτατη ανάπτυξη και πρόοδος της επιχείρησης, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις πρωτοποριακές δημιουργικές προσπάθειες, δεν ήταν απαλλαγμένη προβλημάτων και δυσκολιών. Μερικές φορές μάλιστα τα προβλήματα αυτά κλόνιζαν συθέμελα την επιχείρηση, που κατόρθωνε όμως να τα ξεπερνά και να συνεχίζει τον δρόμο της χάρη στις ικανότητες και στη θέληση του Κ. Ασπιώτη.


Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι με την επιτυχή για τη χώρα μας έκβαση αποτέλεσαν τη «χρυσή ευκαιρία» για την επιχείρηση Ασπιώτη. Η ελληνική αγορά υπερδιπλασιάστηκε με την απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Κρήτης και των άλλων νησιών του Αιγαίου. Και φυσικά οι ανάγκες σε τράπουλες πολλαπλασιάστηκαν.


Η νέα αυτή ευτυχής εξέλιξη αποτυπώθηκε στα παιγνιόχαρτα με την κυκλοφορία ειδικών δεσμίδων που έφεραν τη χαρακτηριστική ένδειξη «Νέαι Χώραι».


Ενα παλαιό λαϊκό γνωμικό όμως λέει ότι «η μεγάλη ευτυχία κουβαλά μαζί της και τη δυστυχία». Για να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες παραγωγής το εργοστάσιο «Η Ελπίς» χρειάζεται επέκταση και κυρίως νέο τεχνικό εξοπλισμό. Ο Ασπιώτης δεν διστάζει. Δανείζεται από τον εφοπλιστή Εμπειρίκο, που ζούσε στο Λονδίνο, 10.000 λίρες. Και το δάνειο αυτό γίνεται η αφετηρία πολλών περιπετειών. Γιατί όταν είχε συναφθεί, λίγο πριν από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ισοτιμία της δραχμής προς τη λίρα ήταν 40 προς 1. Αλλά όταν έφθασε η ώρα της αποπληρωμής η αξία του εθνικού νομίσματός μας, λόγω των δραματικών εθνικών περιπετειών οι οποίες στο μεταξύ είχαν μεσολαβήσει, βρισκόταν στο ναδίρ: η σχέση δραχμής προς λίρα είχε φθάσει 400 προς 1! Δηλαδή το ποσόν του δανείου είχε ουσιαστικά δεκαπλασιαστεί. Ο εσωτερικός ανταγωνισμός



Μαζί με όλα τα άλλα προβλήματα η βιομηχανία του Ασπιώτη έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον ανταγωνισμό, διεθνή και εγχώριο. Το 1916 οι σιγαρεττοβιομήχανοι Γ. Πανάς και Μιχάλης Γιαννουκάκης (1868-1944), σε συνεργασία με τον ικανότατο και πολύ γνωστό λιθογράφο της εποχής Οθωνα Περιβολαράκη, ίδρυσαν την Εταιρεία Λιθογραφίας και Κυτιοποιίας Αθηνών (ΕΛΚΑ). Κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της η ΕΛΚΑ επικέντρωσε τη δραστηριότητά της στην παραγωγή κουτιών για τσιγάρα. Αλλά οι φιλοδοξίες των δημιουργών της δεν περιορίζονταν μόνο σε αυτό. Στόχευαν και στην παραγωγή παιγνιοχάρτων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ασπιώτη και ΕΛΚΑ ήταν πια αναπόφευκτος. Ετσι το 1928 οι διοικήσεις των δύο επιχειρήσεων αποφάσισαν την ενοποίησή τους. Και με την απόφαση αυτή δημιουργήθηκε η Ασπιώτη – ΕΛΚΑ, η οποία αμέσως ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα όχι μόνο στους τομείς των παιγνιοχάρτων και των κουτιών για τσιγάρα αλλά επίσης και στην εκτύπωση μετοχών, γραμματοσήμων κτλ.


Από το 1934, όταν τη γενική διεύθυνση της ενοποιημένης επιχειρήσεως αναλαμβάνει ο Λιάκος Ηλιόπουλος, η Ασπιώτη – ΕΛΚΑ απηλλαγμένη από τον εσωτερικό ανταγωνισμό αλλά και τα επαχθή οικονομικά βάρη φθάνει στην κορύφωση της επιτυχούς πορείας της, που θα διαρκέσει ως το 1940. Η πτώση και το τέλος


Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί βομβάρδιζαν την Κέρκυρα. Και το εργοστάσιο της Ασπιώτη – ΕΛΚΑ σωριαζόταν σε σωρούς ερειπίων. Μάταια επί μήνες οι υπεύθυνοι της εταιρείας είχαν προσπαθήσει να λάβουν την άδεια από το κράτος για τη μεταφορά του μηχανικού εξοπλισμού του κερκυραϊκού εργοστασίου στο νέο σύγχρονο εργοστάσιο της Αθήνας στην οδό Φιλαδελφείας. Οι αρμόδιες αρχές είχαν πεισματικά αρνηθεί να επιτρέψουν τη μεταφορά. Και όταν τέλος η άρνησή τους εκάμφθη, ήταν πολύ αργά. Η άδεια χορηγήθηκε την 28η Οκτωβρίου, την ημέρα που άρχιζε ο πόλεμος και το εργοστάσιο καταστρεφόταν από τις φασιστικές αεροπορικές επιδρομές.


Ακολούθησαν οι περιπέτειες της Κατοχής αλλά και της πρώτης μετακατοχικής περιόδου. Οι δημιουργοί της πρότυπης αυτής ελληνικής βιομηχανίας ματαίως αγωνίστηκαν να της ξαναδώσουν την παλαιά δυναμικότητά της. Οσο κι αν φαίνεται απίστευτο, το κυριότερο εμπόδιο για τη δημιουργική επαναδραστηριοποίηση της Ασπιώτη – ΕΛΚΑ στάθηκε το ίδιο το κράτος. Με τη στενόκαρδη και συχνά κακόπιστη τακτική του οδήγησε τελικά τη δυναμική αυτή επιχείρηση στην πτώση και στην καταστροφή.


Οποιος έχει την ψυχική αντοχή να μελετήσει το αρχείο της άτυχης αυτής επιχείρησης μένει άναυδος με τις τρικλοποδιές και τα σοφίσματα του ελληνικού Δημοσίου ή πάντως των εντεταλμένων οργάνων του σε βάρος της Ασπιώτη – ΕΛΚΑ. Θα περιορισθώ σε μία μόνο χαρακτηριστική περίπτωση που φθάνει στα όρια του παραλόγου, αν δεν πρόκειται για κάτι άλλο πολύ χειρότερο.


Το 1948 η Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την προμήθεια παιγνιοχάρτων. Αλλά ενώ ως τότε οι μετέχοντες στους σχετικούς διαγωνισμούς υποχρεώνονταν να προσφέρουν τράπουλες που στο οπισθότυπο έφεραν το μονόγραμμα του Ελληνικού Μονοπωλίου και οι διαστάσεις τους ήταν υποχρεωτικά 56 Χ 88 εκ., στον διαγωνισμό της 13ης Μαρτίου 1948 οι προδιαγραφές αυτές αγνοήθηκαν, προκειμένου να δοθεί η ευχέρεια σε αμερικανικές επιχειρήσεις να μετάσχουν (προφανώς κατόπιν πιέσεως της εδώ αμερικανικής αποστολής, που ενδιαφερόταν βέβαια για την καλύτερη αξιοποίηση του Σχεδίου Μάρσαλ)! Και σαν να μην έφθανε αυτό, οι ξένοι οίκοι μπορούσαν να προσφέρουν τιμές CIF σε συνάλλαγμα (με όλα τα δυσμενή για το Δημόσιο επακόλουθα) ενώ από την ελληνική βιομηχανία απαιτούσε προσφορές σε δραχμές! Ουσιαστικά δηλαδή αντί το ελληνικό Δημόσιο να προσπαθήσει να ενθαρρύνει και να ενισχύσει την προσπάθεια ανορθώσεως που κατέβαλλε μια αξιόλογη εγχώριος βιομηχανία, με αυτόν τον διεθνή διαγωνισμό απέκλειε τη συμμετοχή της Ασπιώτη – ΕΛΚΑ!


Με τέτοια αντιμετώπιση από την πλευρά της πολιτείας η Ασπιώτη – ΕΛΚΑ δεν άντεξε για πολύ. Η πτώση της υπήρξε ραγδαία και επισφραγίστηκε με την κατάργηση του μονοπωλίου των παιγνιοχάρτων, όταν η ελληνική αγορά πλημμύρισε με εισαγόμενες από το εξωτερικό τράπουλες, πολλές από τις οποίες έφεραν στο οπισθότυπό τους διαφημιστικά μηνύματα.


Μια περιγραφή του Μιχαήλ Μητσάκη


Στο περιοδικό «Εστία» του έτους 1887 ο Μιχαήλ Μητσάκης είχε δημοσιεύσει τις εντυπώσεις του από μια επίσκεψή του στην Κέρκυρα. Κεντρικό θέμα του άρθρου ήταν το εργοστάσιο του Ασπιώτη, το οποίο ο Μητσάκης περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια.


Εγραφε συγκεκριμένα:


«Το μάλλον αξιόλογον μεταξύ αυτών (δηλαδή μεταξύ των βιομηχανιών της Κέρκυρας) είναι το από δεκαετίας περίπου ιδρυμένον και εργαζόμενον εν αυτή εργοστάσιον κατασκευής παιγνιοχάρτων «Η Ελπίς». Και το είδος δε της βιομηχανίας ην διεξάγει και ο τρόπος της μεταφοράς αυτής εις τον τόπον ημών είναι εξίσου περίεργα… Οι κερκυραίοι βιομήχανοι κ.κ. Ασπιώται, πατήρ και υιός, είχον συλλάβει από πολλού και εκτελέση την ιδέαν της ιδρύσεως τοιούτου εργοστασίου εν τη πατρίδι αυτών κατά το υπόδειγμα των εν τη Ευρώπη αναλόγων, άτινα είχαν επισκεφθή και μελετήση. Ιδρυσαν δε πράγματι το εργοστάσιον τούτο, όπερ όμως εννοείται ότι δεν είχεν ούτε τον ευρύν των εργασιών αυτού κύκλον ούτε πάντα τα κατάλληλα προς κανονικήν και επιτυχή λειτουργία μέσα». Στη συνέχεια ο Μιχαήλ Μητσάκης περιγράφει με πολλές γλαφυρές λεπτομέρειες τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου, τον τρόπο παραγωγής αλλά και τις τεράστιες δυσκολίες ανταγωνισμού που αντιμετώπισε κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του.


Ενδιαφέρουσα θέση η επισήμανση του Μητσάκη για τον τρόπο με τον οποίο ο Ασπιώτης επέτυχε τον «εξελληνισμόν» των παιγνιοχάρτων που κατασκευάζονταν στο εργοστάσιό του. «Τη συνδρομή» γράφει «του διακεκριμένου εν Κερκύρα γυμνασιάρχου και εφόρου του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης κ. Ρωμανού, ο έτερος των διευθυντών του καταστήματος συνέταξε σχέδια νέων παιγνιοχάρτων, εν οις απεικονίζοντο, αντί των ξενικών, αρχαία ελληνικά σύμβολα και εικόνες. Πάντα τα απεικάσματα, πάσαι αι μορφαί, πάντα τα ρητά τα ξένα μετεβλήθησαν. Και όμως, η εν γένει όψις έμεινεν η αυτή, απαράλλακτος. Ούτως, εν τοις λεγομένοις δηναρίοις (Denari) τα παριστάμενα ξένα νομίσματα αντικατεστάθησαν δι’ αρχαίων αθηναϊκών εντός ψηφωτού δίσκου. Αντί των διαφόρων πρότερων ξενικών και ασημάντων ως επί το πλείστον συμβόλων, ευρίσκομεν εν ταις διαφόροις ομοταξίαις καλλιτεχνικώτατα επεξειργασμένα παλαιά σύμβολα, σπάθην ή λόγχην αρχαίαν, πελέκυν, μυθολογούμενους γρύπας, κεφαλάς Αθηνάς ή προτομάς Αφροδίτης».


Τη λεπτομερή και τόσο γλαφυρή περιγραφή του εργοστασίου Ασπιώτη ο Μιχαήλ Μητσάκης ολοκληρώνει με τη σημείωση ότι «ο πρωθυπουργός κ.κ. Τρικούπης επεσκέφθη άλλοτε το κερκυραϊκόν κατάστημα και επί μακρόν παρέμεινεν εξετάζων τα κατ’ αυτό, μεγάλως ευαρεστηθείς».