ΗΑθήνα γοητεύει. Εδώ και αιώνες την επισκέπτονται, τη ζωγραφίζουν, την περιγράφουν ενθουσιώδεις ταξιδιώτες. Το όνομά της ­ ακόμη και σήμερα ­ εκπέμπει από μόνο του μιαν απαράμιλλη λάμψη. Είναι πολλά τα σημεία απ’ όπου μπορεί κανείς να τη θαυμάσει. Λίγες μεγαλουπόλεις προσφέρονται τόσο φιλάρεσκα στο βλέμμα του επισκέπτη χάρη στη μεσολάβηση μιας συνεργάσιμης τοπογραφίας. Μέσα στη βελούδινη αγκαλιά ορεινών όγκων αρμονικά διατεταγμένων, η Αθήνα, όπως και η Ρώμη, γεννήθηκε πάνω σε μια πεδιάδα διάσπαρτη από επτά λόφους. Η Ακρόπολη, το πολύτιμο πετράδι της, υπήρξε στο παρελθόν φρούριο και τέμενός της. Η θάλασσα απλώνεται στα πόδια της. Υπάρχει μια μαγεία διάχυτη στον χώρο. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο ουρανός μεταξύ φωτός και σκότους.


Μολονότι δεν έπαψε ποτέ να φέρει το ίδιο ένδοξο όνομα, τούτο το προνόμιο της γέννησης δεν θα μετρήσει για την Αθήνα παρά μόνο σε περιόδους πολιτικής ακμής, όταν είναι πρωτεύουσα κράτους.


Την πρώτη φορά ήταν πριν από 3.000 χρόνια, όταν ο Θησέας, γιος του Αιγαία, θριαμβευτής του Μινώταυρου, μάζεψε γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης, όπου κατοικούσε ο ίδιος, όλες τις μικρές φυλές της περιοχής. Ηταν την εποχή που ο Ομηρος πρόσφερε στη Δύση την Οδύσσεια, την αφήγηση που θα θεμελίωνε τη γέννησή της, και με την Ιλιάδα διηγούνταν την εποποιία του Τρωικού Πολέμου. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός βρισκόταν τότε στο απόγειό του. Χρειάστηκε η σαρωτική κάθοδος των τρομερών Δωριέων (οι μελλοντικοί Σπαρτιάτες) για να τον αφανίσουν, βυθίζοντας τη χώρα στο σκότος, προκαλώντας ακόμη και την απώλεια της γραφής αλλά αφήνοντας παραδόξως ανέπαφη την Αθήνα, ίσως γιατί ήταν πολύ φτωχή.


Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, η Αθήνα θα φιλοξενήσει, ανάμεσα στις αρχαίες θεότητές της, όλους τους νέους θεούς στο Ερεχθείο, αυτή την κιβωτό της αθηναϊκής συμμαχίας. Ας σταματήσουμε όμως για λίγο σ’ αυτό το γεγονός διότι είναι χαρακτηριστικό αυτού του λαού που είναι πάντα πρόθυμος να ζήσει νέες εμπειρίες. Με αυτή την έννοια ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης μπόρεσε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον να εκφράσει πόσο ουσιαστικό είναι να διαχωρίσει κανείς το ιδεώδες από κάθε είδους προκατάληψη και να αναζητήσει την πραγματική αξία ακόμη και στην αντιξοότητα που την αναιρεί. Το 1958 η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ μετέφρασε σε πεζό λόγο αυτό το θαυμαστό μάθημα διαλλακτικότητας, αλλά ο γάλλος αναγνώστης μπορεί να γνωρίσει τον Αλεξανδρινό Καβάφη και από την έμμετρη μετάφραση του ποιητή Dominique Grandmont (Gallimard 1999). Αντίθετα διαπιστώνουμε με λύπη ότι το έργο του ιστορικού Παπαρηγόπουλου, του Ελληνα Μισελέ, ο οποίος λέει τα ίδια πράγματα για όποιον θέλει να κατανοήσει τον συνεχή χαρακτήρα της ελληνικής ιστορίας, δεν έχει επανεκδοθεί (Histoire de la civilisation hellenique, Παρίσι 1878).


Η νίκη επί των Περσών τον 5ο αιώνα θα είναι καθοριστική για την πολιτική ακμή της Αθήνας, για τη ναυτική της δύναμη, την πρώτη στον μεσογειακό κόσμο, και για την εκπληκτική πνευματική της άνθηση. Θα της εξασφαλίσει τον τίτλο της αρχαίας μεγαλούπολης. Ο Περικλής θα στηρίξει τη φήμη του σε μια μεγαλεπήβολη πολιτική οικοδόμησης που σε τέτοια έκταση δεν επαναλήφθηκε ποτέ. Ενα σπάνιο βιβλίο για την Αθήνα και τα μνημεία της, γραμμένο από τη Lya και τον Raymond Matton, από το οποίο θα βρει κανείς ορισμένα δάνεια εδώ, μπορεί να αποτελέσει ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Είναι ο ωραιότερος ιστορικός περίπατος μέσα στην πόλη, καθώς καταγράφει τις μεταμορφώσεις της, όσες συνέβησαν την εποχή του Περικλή, τότε που ο Σοφοκλής επινοούσε την τραγωδία, ο Αριστοφάνης την κωμωδία, ο Σωκράτης τη φιλοσοφία, αλλά και αυτές που έγιναν στη διάρκεια των επόμενων αιώνων: στην Αθήνα των γεμάτων θαυμασμό Ρωμαίων γι’ αυτό που θεωρούν σχολή τους, την Αθήνα των Βυζαντινών που τοποθετούν τρούλους πάνω στους αρχαίους ναούς, την Αθήνα των Φράγκων που μετατρέπουν την Ακρόπολη σε φρούριο, αυτή των Τούρκων που της προσθέτουν μιναρέδες, των Ενετών που την κάνουν πυριτιδαποθήκη. Ολα είναι γραμμένα στην πέτρα. Οσο για την Αθήνα της ανεξαρτησίας, φιλοδοξώντας να αποδείξει τον συνεχή χαρακτήρα της ιστορίας της, γίνεται ο θρίαμβος της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Παρακάμπτει παραδόξως το Βυζάντιο, υιοθετώντας ως προς αυτόν τον τρόπο που βλέπουν την Ελλάδα οι ξένοι, για τους οποίους η Αθήνα δεν υπάρχει παρά μέσα από τον αιώνα του Περικλή.


Δυστυχώς για την Αθήνα η εγκαθίδρυση της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής στο Βυζάντιο και τα διατάγματα του Ιουστινιανού το 529, που έκλεισαν τις φιλοσοφικές σχολές, σήμαναν τον τελικό αφανισμό των αρχαίων δοξασιών. Η λαμπρή πρωτεύουσα μετατρέπεται τότε σε χωριουδάκι. Το 1395 ένας περιηγητής από τη Δύση, ο Nicolo di Martoni, μιλάει γι’ αυτήν σαν να είναι μια κωμόπολη που δεν αριθμεί πάνω από χίλια σπίτια. Η ιστορία της Αθήνας στον Μεσαίωνα δεν είναι γνωστή, τα λίγα που γνωρίζουμε σχηματίζουν μια θολή εικόνα, κατάστικτη κυρίως από επιδρομές, λεηλασίες, επιδημίες, λιμούς, πολέμους και καταστροφές, με μερικές σπάνιες περιόδους ευημερίας. Πόλη πολιορκημένη, κατεστραμμένη, η Αθήνα λεηλατείται. Η Ρώμη και το Βυζάντιο είχαν ήδη διαμοιράσει τα ιμάτιά της. Στη Γαλλία ο Μαζαρίνος, ο Κολμπέρ και ο Λουδοβίκος ΙΔ’ δεν έμειναν άπρακτοι. Εστειλαν ανθρώπους τους για να αναζητήσουν τα ωραιότερα έργα τέχνης που θα κοσμούσαν τα προσωπικά γραφεία τους.


Οι Ενετοί θέλησαν να πάρουν τα γλυπτά από το αέτωμα του Παρθενώνα αλλά οι αδέξιοι απεσταλμένοι του Δόγη Μοροζίνι αφού έριξαν στο έδαφος και θρυμμάτισαν τα ωραιότερα κομμάτια, ρίχτηκαν στα λιοντάρια που κοσμούσαν τον δρόμο προς τον Πειραιά και το λιμάνι, τα περίφημα «λιοντάρια της Βενετίας» που πάνω τους άφησαν επιγραφές σε ρονική γραφή οι Βίκινγκς. (Γι’ αυτή την εποχή Le voyage d’Italie, de Dalmatie, de Grece et du Levant των Spon και Wheler είναι από τα πιο καλά πληροφορημένα περιηγητικά κείμενα.)


Είναι ευνόητο λοιπόν ότι οι περιηγητές που είχαν μεγαλώσει διαβάζοντας τον Παυσανία και τον Πλάτωνα ή την Ιστορία του Θουκυδίδη (στις εκδόσεις Belles Lettres), δεν μπορούσαν παρά να θρηνούν βλέποντας τα φτωχόσπιτα που στριμώχνονταν γύρω από την Ακρόπολη και θύμιζαν περισσότερο χωριό παρά πόλη. Ο Εντμόν Αμπού θα θρηνήσει ασυγκράτητα αλλά γράφοντας σελίδες θαυμαστής πρόζας [La Grece contemporaine (1854)], όπως το είχε κάνει πριν από αυτόν, όμως χωρίς κακεντρέχεια, και ο Σατωβριάνδος, στην επιστροφή του από την Ανατολή, με το Itineraire de Paris a Jerusalem.


Το 1834 η Αθήνα ανακηρύσσεται πρωτεύουσα από νοσταλγία για το παρελθόν. Μετά τις αιματηρές πολιορκίες του πολέμου για την Ανεξαρτησία, ένα χωριό, ζαρωμένο πάνω στα ερείπιά του, ανακηρύσσεται σε πόλη με βασιλιά. Γιατί η Αθήνα δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το φαντασιακό πεδίο των Ελλήνων, ούτε οι Ελληνες έπαψαν ποτέ να αντλούν από τον μύθο της, κατασκευάζοντας μνημεία και κατοικίες αντίγραφα των αρχαίων. Θα επανέλθουν ακόμη και σε μια γλώσσα που αμβλύνει τις γωνίες της ιστορίας της παρασύροντας τους Ελληνες, για πάνω από έναν αιώνα, σε γλωσσική διαμάχη.


Η Αθήνα λοιπόν, που τόσο απολαυστικά θα περιγράψει ένας συγγραφέας της εποχής, ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1831-1904) στους Αθηναϊκούς περιπάτους του, είναι μια πόλη με εξαιρετική μακροβιότητα. Το έργο θα εκδοθεί το 1896 ενώ η Αθήνα θα φιλοξενεί τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο μαγεμένος από το καυστικό και πνευματώδες ύφος του συγγραφέα της διάσημης Πάπισσας Ιωάννας, η οποία στην αρχή του αιώνα μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Alfred Jarry και αργότερα στα αγγλικά από τον Laurence Durell, ένα ύφος που θυμίζει Βολταίρο. Για να παρατείνει την ευχαρίστηση μπορεί να διαβάσει κανείς δύο άλλα διηγήματά του, Το παράπονο του νεκροθάπτου και την Ψυχολογία Συριανού συζύγου, πραγματικά μικρά αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ας προλάβουμε όμως τον Maurice Barres καθώς ξεκινά για το Voyage de Sparte (Ταξίδι στη Σπάρτη), στο οποίο, παρά τον τίτλο, ο συγγραφέας ανεβαίνει στην Ακρόπολη και περιγράφει την Αθήνα, όπως επίσης και ο Edouard Herriot στο βιβλίο του Sous l’ Olivier (Κάτω από την ελιά, Hachette, 1930).


Τον 20ό αιώνα η πόλη μεγαλώνει, εκρήγνυται μετά τη συρροή πάνω από ένα εκατομμύριο προσφύγων από τη Μικρά Ασία, από τους οποίους οι 250.000 εγκαθίστανται στην Αθήνα, σε μια πόλη που ως τότε αριθμούσε μόλις 450.000 κατοίκους. Με τους πρόσφυγες η Αθήνα θα υποδεχθεί την Ανατολή. Πολύ γρήγορα όμως η πόλη θα υποβληθεί σε νέα δοκιμασία. Η ιταλογερμανική Κατοχή θα προκαλέσει τέτοιον λιμό στην Αθήνα ώστε οι αρχές μαζεύουν καθημερινά χιλιάδες νεκρούς μέσα από τους δρόμους. Κάτω από αυτές τις δραματικές συνθήκες η ελληνική αντίσταση, μολονότι ηρωική, θα διχαστεί. Τα διάφορα πολιτικά ρεύματα συγκρούστηκαν, ξέσπασε ο Εμφύλιος πόλεμος, ένα ιστορικό γεγονός που έξω από τα σύνορα της χώρας πολύ συχνά αγνοείται, σε αντίθεση με τον ισπανικό εμφύλιο που προκάλεσε τόσες συμπάθειες. Μόλις γύρισε τη σελίδα, η Αθήνα άρχισε να ξαναζεί και να αποτελεί το όνειρο όλων των Ελλήνων της υπαίθρου. Είναι η εποχή της μαζικής αστυφιλίας. Ο Θανάσης Βαλτινός, που υπήρξε για πολλά χρόνια σεναριογράφος του Αγγελόπουλου, μυθιστοριογραφεί αυτή την περίοδο στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, με το πολύ προσωπικό ύφος του, περιγράφοντας αυτή την Αθήνα, την πανταχού παρούσα στο φαντασιακό των Ελλήνων. Η αθηναϊκή αστική τάξη που συγκροτείται εκείνη την εποχή θα γίνει βορά της ανελέητης πένας του Κώστα Ταχτσή στο Τρίτο Στεφάνι, ένα μυθιστόρημα που θυμίζει την ατμόσφαιρα του Genet και του Celine. Με τη Χαμένη Ανοιξη του Στρατή Τσίρκα βρισκόμαστε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1965, αμέσως μετά το ανακτορικό πραξικόπημα, που θα προετοίμαζε την άνοδο των συνταγματαρχών. Επειτα από 18 χρόνια εξορίας γεμάτα πόνο και απογοήτευση, ο ήρωάς του, ο Αντρέας, φτάνει σε μια πόλη σε πλήρη πολιτικό αναβρασμό. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα βρίσκουμε ξανά τη ρωμαλέα γραφή και την πνοή του αριστουργήματός του, Ακυβέρνητες Πολιτείες, βραβείο καλύτερου ξένου βιβλίου στη Γαλλία το 1971 και μεταφρασμένο σε σχεδόν όλες τις γλώσσες. Ας διαβάσουμε τώρα το Παρίσι – Αθήνα του Βασίλη Αλεξάκη, ένα ταξίδι που αξίζει τον κόπο αλλά επίσης την Αυλή μας, της Μαρίας Ιορδανίδου, συγγραφέα της γραφικής και εγκάρδιας Λωξάντρας. Ας αφήσουμε για το τέλος τον Χρήστο Χωμενίδη, έναν από τους νεότερους συγγραφείς της γενιάς του να μας εισαγάγει με το Σοφό Παιδί του στο Αμερικανικό Κολέγιο Αθηνών, σχολείο με κύρος, έμβλημα για ένα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης νεολαίας για την οποία η Αμερική αποτελεί το νέο όνειρο.


Ωστόσο η Ακρόπολη παραμένει πάντα πάνω στον βράχο της. Εχουν δει πολλά τα μάτια της. Μπορούμε μάλιστα να τη διακρίνουμε, δίχως να την περιβάλλουν στέγες ή κεραίες τηλεοράσεως, ανάμεσα από δύο κυπαρίσσια, καθώς κατεβαίνουμε από τον Υμηττό, φεύγοντας από το Μοναστήρι της Καισαριανής. Αχ! αυτό το πνεύμα που κατοικεί τον χώρο, και του οποίου τη μαγεία γεύεται μέσα σε Εξι νύχτες στην Ακρόπολη ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, βραβείο Νομπέλ για το 1963. Στα πόδια μας η σύγχρονη πόλη. Μια μεγαλούπολη με πάνω από τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους που αντιστέκεται στην επιπόλαιη ανάγνωση του βιαστικού τουρίστα. Δεν πρέπει όμως να μας εξαπατήσουν τα φαινόμενα. Συμβαίνουν πολλά εκεί, μερικές φορές παράδοξα. Από τις ταράτσες της πόλης διαρρέουν συνταγές μαγειρικής, καρπός ερωτικών τεχνασμάτων που ο θεατρικός συγγραφέας Αντρέας Στάικος ανεβάζει στη σκηνή με τις Επικίνδυνες μαγειρικές. Με τα 17 κεφάλαια του βιβλίου του μας καλεί να δούμε τη γαστρονομία όχι μόνο ως μια τέχνη και μια καθαυτή ηδονή των αισθήσεων, αλλά ως ένα προοίμιο, μια προαναγγελία άλλων ηδονών. Αυτή είναι η σημερινή Αθήνα η οποία δεν αποκαλύπτει τα θέλγητρά της παρά μόνο σε όσους αποφασίζουν να ανοίξουν τις αποσκευές τους και να ξεχάσουν για λίγο τα ωράρια αναχωρήσεων.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη γεννήθηκε στο Μαρόκο από γάλλους γονείς, έζησε στο Αλγέρι και στο Παρίσι και σήμερα είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα. Μαζί με τον φιλόσοφο Μισέλ Γκερέν είναι συνιδρύτρια του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και της ελληνικής σειράς των εκδόσεων Actes Sud. Διευθύνει το Γραφείο Θεμάτων Βιβλίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.