Για ποιους σκοπούς θα πρέπει η Αμερική να τιθασεύει την εκπληκτική οικονομική, στρατιωτική, πολιτική και πολιτιστική ισχύ που έχει συσσωρεύσει; Εκφραζόμενο το ερώτημα με άλλον τρόπο, γιατί η χώρα αυτή ταλαιπωρείται τόσο πολύ για να καθορίσει τις διεθνείς προτεραιότητές της; Η αλήθεια είναι ότι ο όρος «ηγεμονία» δεν είναι αυτό που υποτίθεται ότι σημαίνει. Η ερμηνεία φαινόταν ευκολότερη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά τη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο και προτού η αμερικανική οικονομία αρχίσει να πετάει στη στρατόσφαιρα. Από τότε προέκυψαν 20 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, ο κόσμος έγινε πιο ασφαλής για τις αμερικανικές εξαγωγές, το εμπόριο πιο ελεύθερο και με δικαιότερο νομικό πλαίσιο, κατακτήσεις που δεν έχουν επιπτώσεις μόνο εντός των τειχών του Εμπορικού Επιμελητηρίου.


Αλλά όσο η αμερικανική οικονομική ισχύς ενδυναμώνεται τόσο εντείνεται η σύγχυση γύρω από το πώς αυτή θα πρέπει να επηρεάζει την εξωτερική πολιτική. Τη μία ημέρα η αμερικανική ισχύς έχει να κάνει με την επέκταση της δημοκρατίας και την επομένη με το (βραχύβιο) «Δόγμα Κλίντον» για ανθρωπιστική επέμβαση, ακόμη και σε μέρη που είναι μακρινά για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Τα δύο τελευταία χρόνια η έμφαση δόθηκε σε νέες πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση παλιών απειλών, από την πυρηνική εξάπλωση ως τη ναρκωτρομοκρατία και τις νέες απειλές του κυβερνοεγκλήματος, της παγκόσμιας οικονομικής απορρύθμισης και του AIDS.


Από όλες όμως τις υπό εκκαθάριση απειλές καμία δεν θα γίνει σαν τον κομμουνισμό, η καταπολέμηση του οποίου ήταν ο μέγας εθνικός σκοπός για περίπου μισόν αιώνα, αμέσως μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Ο Σάμιουελ Ρ. Μπέργκερ, προεδρικός σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, έχει πει: «Σήμερα μπορεί να νοσταλγούμε τη λέξη «ανάσχεση» (σ.σ.: του κομμουνισμού). Η λέξη ανήκει όμως σε μια άλλη εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν είναι πια εύκολο να οικοδομήσεις μια εξωτερική πολιτική που να αφορά τον πλανήτη».


Οι προεδρικοί υποψήφιοι, ο κυβερνήτης Τζορτζ Μπους ο νεότερος και ο αντιπρόεδρος Αλ Γκορ, δεν έχουν επιδείξει ιδιαίτερη έφεση στο να ανακοινώσουν νέους άξονες εξωτερικής πολιτικής, στο να καθορίσουν τις προτεραιότητες της αμερικανικής ηγεμονικής παρουσίας. Η αλήθεια είναι ότι οι δύο άνδρες έχουν ίσως ορθώς υπολογίσει πως δεν θα έχουν πολιτικά πλεονεκτήματα ανακοινώνοντας κάποια μεγαλειώδη νέα αρχιτεκτονική εξωτερικής πολιτικής. Παρόμοιες διακηρύξεις προκαλούν σήμερα τη χλεύη και αργότερα προβλήματα, όταν ο ρεαλισμός της πολιτικής πραγματικότητας συγκρούεται με τα καθαρά συνθήματα της προεκλογικής εκστρατείας.


Αλλά αν οι υποψήφιοι επιθυμούν να αποφύγουν το θέμα, η Ιστορία είναι σίγουρο ότι θα το επαναφέρει. Οπως μας δείχνει το παλιό ρωμαϊκό παράδειγμα αλλά και το σύγχρονο βρετανικό, η συγκέντρωση ισχύος σε ένα και μοναδικό έθνος δημιουργεί μια αντίδραση ισορροπίας δυνάμεων.


Ο προεδρικός ιστορικός Μάικλ Μπέσλος λέει ότι αυτό «αποτελεί νόμο της πολιτικής φυσικής» και θυμίζει την «έντονη αμερικανική αντίδραση κατά της βρετανικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος» που διήρκεσε από τον εποχή της Αμερικανικής Επανάστασης ως τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Παρ’ όλα αυτά οι Αμερικανοί μοιάζουν να μη σκέφτονται ότι πολλοί λαοί αντιδρούν σήμερα απέναντί τους με τον ίδιο τρόπο που οι πρόγονοί τους αντιδρούσαν έναντι των Αγγλων και ότι η οικονομική ισχύς τους προκαλεί έχθρα. Τόσο πολύ, λέει ο Μπέσλος, ώστε «ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα που οι Αμερικανοί θα πρέπει να υποβάλουν στους προεδρικούς υποψηφίους είναι: Πώς σχεδιάζετε να αντιδράσετε αν η Ρωσία, η Ιαπωνία, η Κίνα και η Ευρώπη βρουν τρόπους να ματαιώσουν την αμερικανική ισχύ;».


Τι είδους πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής έχει λοιπόν νόημα αυτή τη στιγμή όταν η αμερικανική ισχύς είναι αναντίρρητη, όχι όμως και η εξουσία της; Το πρώτο βήμα ίσως είναι να γίνει συνείδηση ότι μια χώρα-παγκόσμια δύναμη δεν μπορεί να δρα μονομερώς.


Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η αντίσταση στην αμερικανική ισχύ έχει τις αντιφάσεις της. Κινέζοι φοιτητές γιορτάζουν με τον Μάικλ Τζόρνταν ενώ καταγγέλλουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τα Windows της Microsoft (ή τα McDonald’s) και οι ρώσοι ηγέτες λαμβάνουν μετά χαράς την αμερικανική βοήθεια ενώ τα βάζουν με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διότι «χώνει στον λαιμό τους» τον καπιταλισμό αμερικανικού τύπου.


Το πώς αντιδρούν όμως οι άλλοι είναι δική τους δουλειά. Οπως είπε πρόσφατα ο Ρίτσαρντ Ν. Χάας, μελετητής του Ιδρύματος Μπρούκιγκς και πρώην στέλεχος στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του πρεσβυτέρου, «οποιαδήποτε προσπάθεια να επιβληθεί ή να επεκταθεί η αμερικανική ηγεμονία θα αποτύχει. Μια τέτοια ενέργεια θα στερείται εσωτερικής υποστήριξης και θα προκαλέσει διεθνή αντίδραση, που με τη σειρά της θα μεγιστοποιήσει το κόστος της ηγεμονίας και θα ελαχιστοποιήσει τα οφέλη της».


Ενα δεύτερο βήμα είναι η αναγνώριση ότι ακόμη και μια υπερδύναμη θα πρέπει να ιεραρχήσει τους πόρους της. Για παράδειγμα, αν το AIDS και η παγκόσμια υπερθέρμανση ή το φαινόμενο του θερμοκηπίου αντιμετωπίζονται ως κρίσεις εθνικής ασφάλειας, ισοδύναμες με τη μείωση των πυρηνικών όπλων ή τη σταθεροποίηση της Ρωσίας, τότε η αμερικανική διπλωματία θα δει την επιρροή της να μειώνεται.


Το τρίτο βήμα είναι να αναγνωριστεί ότι θα παραμείνει το αδιαίρετο της οικονομικής και της εξωτερικής πολιτικής, ακόμη και αν τα παραδοσιακά στελέχη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και οι μυστικοί πράκτορες της CIA συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν το εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση ως «χαμηλή διπλωματία» συγκρινόμενη με τον αγώνα ζωής και θανάτου της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.


Η ανεξίτηλη σφραγίδα του προέδρου Μπιλ Κλίντον στην αμερικανική διπλωματία ίσως είναι η αναγνώρισή του ότι η διατήρηση της ειρήνης και η δημιουργία ενός σταθερού παγκόσμιου οικονομικού συστήματος είναι οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος.


Ακόμη και οι σκληρότεροι επικριτές του Κλίντον λέγουν ότι η πρώτη σημαντική διεθνής πρωτοβουλία της κυβέρνησής του, δηλαδή η Συμφωνία του Βορειοαμερικανικού Ελευθέρου Εμπορίου, ήταν η δημιουργία μιας πολιτικής συμμαχίας υπό τον μανδύα μιας εμπορικής συμφωνίας.


Από την άλλη πλευρά, η διαμάχη γύρω από το εμπόριο εντός του Δημοκρατικού Κόμματος έγινε τόσο έντονη ώστε ο Λευκός Οίκος εγκατέλειψε την προσπάθεια να επεκτείνει την εμπορική συμφωνία με το Μεξικό για να συμπεριλάβει το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Λατινικής Αμερικής. Η κυβέρνηση επέτρεψε, χάριν της ανάγκης να εξευμενιστούν τα εργατικά συνδικάτα, την παρεμπόδιση των Ηνωμένων Πολιτειών να ασκήσουν την επιρροή τους.


Ο Ρόμπερτ Ζόλικ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος της προεδρίας Μπους και σήμερα σύμβουλος του Μπους του νεότερου, έχει πει: «Αν οι ΗΠΑ πρόκειται να ασκήσουν την ισχύ τους επί μακρόν, θα πρέπει να είναι δεσμευμένες και συνεπείς. Η στρατηγική που οι ΗΠΑ εφήρμοσαν στο Μεξικό θα πρέπει να επεκταθεί στο Δυτικό Ημισφαίριο γενικότερα».


Δέσμευση επίσης σημαίνει να δίνεται συνέχεια σε ένα πληκτικό θέμα ακόμη και όταν φεύγει από την πρώτη σελίδα. Ο Κλίντον δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει για την ανάγκη μιας «νέας οικονομικής αρχιτεκτονικής» στη διάρκεια της ασιατικής κρίσης. Αλλά όταν ατόνησαν οι επιπτώσεις της κρίσης, έσβησαν και τα λόγια του για μόνιμες λύσεις.


Μια τελευταία αξίωση έναντι όσων επεξεργάζονται την εξωτερική πολιτική είναι να αντιμετωπιστεί η διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας στην Αμερική και όπου αλλού. Οταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ορίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να επιδοτούν τους εξαγωγείς ή να μπλοκάρουν τα ψάρια από χώρες που δεν προστατεύουν τις θαλάσσιες χελώνες, τότε κάποιος κραυγάζει: «Ποιος εξέλεξε αυτούς τους τύπους;». Η απάντηση είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που πίεσαν σκληρότερα από κάθε άλλη χώρα για να οριστούν παγκόσμιοι κανόνες συμπεριφοράς σε όλα, από το παγκόσμιο εμπόριο ως τα εγκλήματα πολέμου.


Το παράδοξο είναι ότι, ενώ η Ουάσιγκτον εκνευρίζεται όταν βγαίνει χαμένη από μια διεθνή διένεξη, ο υπόλοιπος κόσμος πιστεύει ότι το σύστημα είναι νοθευμένο προς όφελος της Αμερικής. Και μόνο γι’ αυτό, προκειμένου οι ΗΠΑ να διατηρήσουν την επιρροή τους, πρέπει να δείξουν ότι μοιράζονται την ισχύ τους και δεν την κρατούν για τον εαυτό τους.