Προτιμά να σκηνοθετεί από το να μιλάει. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανήκει στην κατηγορία των σκηνοθετών που χωρίς να κάνουν σκόντο παραμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους πιστοί στο προσωπικό τους όραμα. Και προσπαθούν, όποιο κι αν είναι το κόστος, να μετουσιώσουν το όραμά τους σε παράσταση, αγνοώντας επιδεικτικά τις παγίδες της εύκολης δημοσιότητας και δημοτικότητας. Ανθρωπος που δεν φοβάται τη σκληρή δουλειά, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος αυτή τη φορά σχεδόν… το παράκανε. Ο «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη που θα παρουσιάσει την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο στηνόταν σκηνή σκηνή, λέξη λέξη, βήμα βήμα με εντατικές πρόβες εδώ και αρκετούς μήνες. Η τελειομανία του σκηνοθέτη έφθασε στο απόγειό της ακριβώς επειδή με τη συγκεκριμένη παράσταση ολοκληρώνει έναν ευρύτατο κύκλο δουλειάς: με την τραγωδία του Ευριπίδη βάζει τελεία ­ ή μήπως άνω τελεία; ­ στην πολυετή ενασχόλησή του με τον μύθο του Ηρακλή στο θέατρο. Στη συγκεκριμένη παράσταση καταθέτει όλη την πείρα και χρησιμοποιεί όλη την τέχνη και την τεχνική που κατέκτησε μετά από σκληρή δουλειά και έρευνα με τη θεατρική ομάδα «Αττις». Τον συνάντησα στο σπίτι του. Θαυμαστής της ιδιαίτερης δουλειάς του, αλλά και γνώστης της απέχθειάς του προς κάθε είδος δημοσιότητας που δεν αφορά αποκλειστικά μια νέα θεατρική παραγωγή του, πήγα προετοιμασμένος για μια μάλλον… δύσκολη συνέντευξη. Και όμως τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι τα περίμενα. Ερωτευμένος με τον «Ηρακλή Μαινόμενο» ­ αν και πολύ κουρασμένος από τις πρόβες ­ ο Θεόδωρος Τερζόπουλος με παρέσυρε στη μαγεία μιας συζήτησης αποκαλύπτοντάς μου το όραμα του σκηνοθέτη όχι πίσω από τη συγκεκριμένη παράσταση αλλά στο σύνολο της δουλειάς του με τον θίασό του, με τους ηθοποιούς του, από τα πρώτα του βήματα ως σήμερα. Η θεατρική ομάδα «Αττις» με τον «Ηρακλή Μαινόμενο» συμπληρώνει 25 ολόκληρα χρόνια στην πρώτη γραμμή του θεατρικού πειραματισμού και της αναζήτησης. Είκοσι πέντε χρόνια που θα γιορταστούν και με την κυκλοφορία ενός υπέροχου λευκώματος από τις εκδόσεις Αγρα. Αυτό το λεύκωμα ξεφύλλισε με τη μνήμη του ο σκηνοθέτης στην πολύωρη συνάντησή μας. Τις αναμνήσεις του, τα όνειρα που πραγματοποίησε, αλλά και εκείνα που τώρα ξεκινάει να κατακτήσει, σας παρουσιάζω μέσα από αυτή τη συζήτηση.





­ Υστερα από 25 χρόνια δουλειάς
βλέποντας ένα βιβλίο που περιλαμβάνει το σύνολο της δουλειάς σας ­ το οποίο επιμελήθηκαν και εξέδωσαν οι εκδόσεις Αγρα ­ νιώθετε δικαιωμένος; Πιστεύετε ότι έχει ολοκληρωθεί μια σημαντική φάση του αρχικού σας ονείρου;


«Κοιτάξτε, εγώ επειδή τα πάντα τα κάνω από κεκτημένη ταχύτητα δεν καταλαβαίνω πώς έγιναν όλα αυτά. Ούτε είχα ποτέ στο μυαλό μου να ολοκληρώσω ένα αρχικό όνειρο. Για να καταλάβετε, κάνοντας αυτό το βιβλίο συνειδητοποίησα και εγώ ότι δουλεύω ως σκηνοθέτης 24 χρόνια χωρίς να έχω σταματήσει καθόλου. Αυτό όμως συμβαίνει ως σήμερα από μια κεκτημένη ταχύτητα, αλλά πολλές φορές και μέσα από μια μανία καταδίωξης».


­ Οταν λέτε μανία καταδίωξης…


«Εννοώ ότι ενώ απλώνομαι προς όλο τον κόσμο, έχω συγχρόνως και ένα αγοραφοβικό ένστικτο».


­ Περίεργο… Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο;


«Απορώ και εγώ με τον εαυτό μου… Συχνά με αιφνιδιάζει και εμένα η συμπεριφορά μου. Ας πούμε η κίνησή μου να ανοιχτώ προς όλο τον κόσμο με βοήθησε να κάνω ως σήμερα πάνω από 1.000 παραστάσεις και να συνεργαστώ με πάρα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου. Κατά διαστήματα είμαι πολύ ανοιχτός, πολύ λυμένος, πολύ χαλαρός, μπορώ να αντεπεξέλθω σε πάρα πολύ δύσκολες περιστάσεις, όπως πριν από οκτώ χρόνια που έπρεπε να μιλήσω στην Ιαπωνία στους χορηγούς της θεατρικής Ολυμπιάδας ­ μεταξύ των οποίων ήταν εκπρόσωποι των εταιρειών Suzuki, Kawasaki… ­ και απορώ ειλικρινά πού βρήκα το θάρρος ­ να φανταστείτε ότι έχω κρατήσει το βίντεο ­ να χειριστώ μια τόσο δύσκολη και σύνθετη κατάσταση ως πολιτικός. Βλέποντας μετά το βίντεο τρόμαξα με τον εαυτό μου, τρόμαξα με αυτή την άλλη φύση που κρύβω μέσα μου. Χρειάστηκε για τις ανάγκες του ρόλου μου να κάνω συνδυασμούς που να μη θίγουν συμφέροντα μεταξύ των κομμάτων, να σχεδιάσω ο ίδιος ένα πειστικό πρόγραμμα των εκδηλώσεων ώστε να προκαλέσω αυτό το ενδιαφέρον που θα έκανε τους χορηγούς να βάλουν τα χρήματά τους, να συμμετέχω σε παρουσιάσεις ως κεντρικός ομιλητής, να δημιουργήσω ο ίδιος ενώσεις, όπως οι διάφορες επιτροπές της θεατρικής Ολυμπιάδας… Πιστέψτε με αυτά δεν πίστευα ότι μπορώ εγώ να τα βγάλω πέρα… Να όμως που ακόμη και ο εαυτός μας μάς αιφνιδιάζει. Αυτό σημαίνει ότι μια ζωή προσπαθούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας… Αυτό είναι το ζητούμενο. Και μόλις πιστέψουμε ότι τον γνωρίζουμε κάπως, μας αιφνιδιάζει πάλι και μας ξανασυστήνεται».


­ Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα σας αγνοούσατε και ανακαλύψατε μέσω αυτών των διαπραγματεύσεων για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα; Ποια λειτουργία του εαυτού σας σάς εξέπληξε περισσότερο;


«Ολα αυτά με έκαναν να ανακαλύψω μέσα μου τη διάσταση του πολιτικού. Βέβαια αυτή η διάσταση έχει να κάνει με μια λογική που θεωρώ ότι πρέπει να διαπνέει όλες αυτές τις προσπάθειες… Εγώ θέλω, για παράδειγμα, αυτές οι προσπάθειες να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση, επομένως εξυπακούεται η ανάγκη του διαλόγου… Θέλω τον διάλογο να εντάσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο κάπως ευρύτερο όταν πρόκειται να οριστούν κάποια ζητήματα πολιτιστικής πολιτικής. Η Πολιτιστική Ολυμπιάδα πρέπει να μην είναι μια ορφανή δουλειά για ένα κοινό πέντε ατόμων».


­ Αλλωστε για να πετύχουν κάποια πράγματα πρέπει να γίνουν γεγονότα καθολικά…


«Ισως και αυτό. Κοιτάξτε, εγώ μέσα από τις επιρροές και από τις σπουδές που είχα στο Βερολίνο μπήκα στη διαδικασία της πόνησης ενός γεγονότος. Δηλαδή από πολύ νωρίς έμαθα να επιμένω στη δημιουργία γεγονότων. Ετσι έμαθα να τα συγκροτώ. Είχα αυτή την ανάγκη, η οποία σιγά σιγά άρχισε να δημιουργεί ένα συγκεκριμένο προσωπικό στυλ, το οποίο μπορούσε κανείς να το ορίσει. Ηταν σαν να είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η υπογραφή μου. Μου αρέσει να είμαι ο υπογράφων μεγάλα γεγονότα».


­ Πώς το καταφέρνει αυτό κανείς;


«Νομίζω ότι έχει σχέση όχι μόνο με την παιδεία ­ γιατί πολλά έχουν επηρεασθεί και διαμορφωθεί από παράγοντες που άπτονται της παιδείας. Πέρα από την παιδεία όμως ένα γεγονός είναι και θέμα πολλές φορές αριθμητικό ­ εξασφάλιση πολλών χρημάτων, συμμετοχή πολλών ικανών ανθρώπων… Πάντως η δημιουργία και η επιτυχία ενός γεγονότος έχει να κάνει πάνω από όλα με τους χαρακτήρες των ανθρώπων που το συλλαμβάνουν και το φέρουν εις πέρας…».


­ Οταν λέτε εξαρτάται από τον χαρακτήρα;


«Ξέρετε, οι πολύ επίμονοι άνθρωποι, αυτοί που θέλουν ντε και καλά να καθορίσουν ένα ζήτημα και να το καθορίσουν και στην τέχνη και στη ζωή, σημαίνει ότι έχουν ένα απόλυτο στοιχείο στον χαρακτήρα τους που έχει να κάνει ίσως και μ’ έναν εκκεντρισμό, έχει να κάνει μ’ αυτό που λέμε επιβολή. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να γίνεται το δικό τους. Εμένα με διακρίνει αυτό το στοιχείο… Αυτό βέβαια είναι κάτι που το πληρώνω πολύ ακριβά στην προσωπική μου ζωή. Συνήθως θέλω να γίνεται το δικό μου και στη ζωή μου, στις προσωπικές μου σχέσεις… (γέλια) Οπως καταλαβαίνετε αυτό στο τερέν που ορίζω ­ που είναι η τέχνη μου ­ γίνεται, αλλά σε άλλες περιπτώσεις στην προσωπική μου ζωή είναι τις περισσότερες φορές αδύνατον. Ολοι οι άνθρωποι γύρω μου αγανακτούν και δηλώνουν αργά ή γρήγορα μη διαθέσιμοι να υποστούν αυτή την επιβολή… Ομολογώ ότι στη ζωή μου, την προσωπική, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μπορώ να κάνω το δικό μου κι αυτό με στενοχωρεί». (γέλια)


­ Πώς εξηγείτε το ότι στην προσωπική σας ζωή δεν μπορείτε να κάνετε το δικό σας και όταν πρόκειται για τη δουλειά σας καταφέρνετε πάντα να το κάνετε;


«Κοιτάξτε, στην τέχνη έχω τον χώρο μου, τα πρόσωπα με τα οποία συνεργάζομαι, συνομιλώ μαζί τους καιρό… Χρησιμοποιώντας τον εγκέφαλό μου και όλες τις λειτουργικές ζώνες του σώματός μου ­ οι οποίες λέγεται ότι είναι επτά ­ μπορώ και ορίζω το παιχνίδι. Στη δουλειά μου είμαι ο σκηνοθέτης, ο δάσκαλος που μπορεί να στήσει το παιχνίδι με τους όρους που εκείνος θα θέσει. Μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι βάζω και τους άλλους, οι οποίοι για να μπουν πείθονται και μετά με ακολουθούν. Στον ψυχισμό όμως που αναπτύσσεται σε μια προσωπική σχέση, τον ψυχισμό του «εγώ και εσύ», αρχίζουν και μπαίνουν διάφοροι άλλοι όροι, διεκδικεί ο καθένας πράγματα για τον εαυτό του. Στη συνεργασία και οι δύο αναζητούμε το ίδιο πράγμα, διεκδικούμε κάτι. Και μάλιστα στο δικό μου το θέατρο, που έχει και μια θρησκευτικότητα ­ δηλαδή πάντα υπάρχει η έννοια του Θεού γύρω από τα κεφάλια μας ­, συνεργάζομαι με κάποιον ο οποίος μπορεί να με χρησιμοποιεί πολλές φορές για να δει λιγάκι από κοντά τον Θεό, για να τον ακουμπήσει. Και εγώ το ίδιο. Τον χρησιμοποιώ για να ακουμπήσω λίγο τον Θεό. Υπάρχει αυτό το ανοιχτό πεδίο που μας χαλαρώνει και μας απελευθερώνει. Αντίθετα όταν μπαίνουμε στο «εγώ» και στο «εσύ» στη διαπροσωπική σχέση, είτε αυτή είναι με τη μητέρα σου είτε με τη φίλη σου, γενικώς με ένα τρίτο άτομο, ε… εκεί αρχίζουν οι άγριες διεκδικήσεις. Και εκεί το πράγμα δεν προχωράει. Δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ένας ορίζοντας, δεν υπάρχει ακόμη κι ένα οποιοδήποτε άλλοθι. Και εκεί τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Γι’ αυτό συχνά σκέφτομαι ότι η ζωή είναι πολύ πιο δύσκολη από την τέχνη».


­ Γιατί οι άνθρωποι να θέλουν να επικοινωνήσουν δημιουργώντας διαπροσωπικές σχέσεις αφού μπορούν και συναντιούνται μέσω της τέχνης; Γιατί να θέλουν να συναντηθούν και στη ζωή, αν πρέπει γι’ αυτό να χαλάσουν τις καρδιές τους; Αυτή η διεκδίκηση που λέτε ουσιαστικά αφορά πράγματα τα οποία δεν μας ανήκουν. Αφού ο άλλος είναι έτσι όπως είναι, για ποιον λόγο να διεκδικήσεις την αλλαγή του;


«Κοιτάξτε, εγώ νομίζω ότι ακόμη και στην εποχή μας εξακολουθούμε να μεγαλώνουμε με κάποιες «αρχές»: να επικοινωνούμε με τον άλλον, να νοιαζόμαστε για τον πλησίον μας, να είμαστε καλοί… Εγώ, ας πούμε, μεγάλωσα με τον εφιάλτη να πρέπει να λέω σε άγνωστους ανθρώπους καλημέρα. (γέλια) Το έκανα και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι οι άλλοι με αγριοκοιτούσαν και το σταμάτησα».


­ Εννοείτε ότι εν ονόματι κάποιων αρχών επιδιώκουμε την επαφή μεταξύ μας;


«Οχι βέβαια… Ο φόβος είναι που μας δημιουργεί αυτή την ανάγκη. Μπορεί μέσω των διαπροσωπικών σχέσεων να μην ξεπερνάμε τους φόβους μας, αλλά η απόγνωση του φόβου μάς κάνει να στήνουμε σχέσεις με τους γύρω για να αντέξουμε τον φόβο. Οι άνθρωποι φοβούνται λιγότερο όταν είναι μαζί με άλλους και ας μην καταργείται έτσι η αιτία που προκαλεί τον φόβο… Βλέπετε άλλωστε πολλές φορές, ιδιαίτερα στα αδιέξοδα ή στους μεγάλους πόνους, χρειαζόμαστε τον άλλον για να πιαστούμε από πάνω του. Το ίδιο βέβαια και ο άλλος. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει αυτή η αλληλεγγύη. Είναι αναγκαία για να υπάρξουμε και ας μας βασανίζει».


­ Οταν ομολογούμε τα αδιέξοδα των διαπροσωπικών μας σχέσεων, μεταμορφώνουμε τη ζωή μας σε τέχνη;


«Οχι… Αυτό όμως μπορεί να κάνει τη ζωή καλύτερη για μας και τους ανθρώπους γύρω μας, αλλά ταυτοχρόνως μπορεί να κάνει καλύτερη και την τέχνη. Οι Ασιάτες, για παράδειγμα, διεκδικούν από τη μια το δικαίωμα να παρουσιάζουν προς τα έξω την κουλτούρα και την ταυτότητά τους, απαιτούν όμως από τον άλλον να κάνει και εκείνος το ίδιο. Αυτό διευκολύνει πολύ τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλά ταυτοχρόνως λύνει πάρα πολλά προβλήματα και στο θέατρο. Δηλαδή οι ηθοποιοί μπορεί να σου θέσουν κάποια ζητήματα, τα οποία ακόμη και αν δεν είσαι έτοιμος πρέπει να ετοιμαστείς κατεπειγόντως για να τα αντιμετωπίσεις. Να σας αναφέρω την Ντεμίντοβα. Οταν την πρωτοείδα μου έθεσε από την αρχή τα ζητήματά της».


­ Δηλαδή;


«Γνωρίζει πολύ καλά τον Στανισλάφσκι, και αμέσως μου το έθεσε, ότι «ξέρεις, εγώ γνωρίζω αυτόν!». Γνωρίζει το σώμα της και επίσης μου το έθεσε: «Ξέρεις, Θόδωρε, εγώ λειτουργώ από το μυαλό προς τα κάτω, ενώ εσύ λειτουργείς ανάποδα». Μου έθεσε πάρα πολλούς όρους. Δηλαδή αμέσως, από την πρώτη μέρα, μου έκανε εκπληκτικές αναφορές στον τρόπο που σκέπτεται και ενεργεί. Δηλαδή αυτόματα, με το που αποφασίσαμε να συνεργαστούμε, μου άνοιξε τα χαρτιά της. Εγώ από τη μεριά μου της είπα ότι ξέρω πιο καλά τη γερμανική τέχνη. Αυτό επιταχύνει την οποιαδήποτε επικοινωνία και από εκεί και πέρα ξέραμε ότι εκεί θα πατήσουμε για να πάμε μαζί παρακάτω ακόμη και στα πιο αφηρημένα τοπία. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Εμείς, οι Ελληνες, δεν το ‘χουμε αυτό ή το ‘χουν πολύ λίγοι. Το συναντάς πολύ έντονα στην Κίνα και γενικά σε λαούς με μεγάλες παραδόσεις. Γιατί είναι κάτι που εμπεριέχεται στην παιδεία τους. Εμείς απλά έχουμε αυτό το ταμπεραμέντο, το μεσογειακό, το οποίο πολλές φορές ως οδοστρωτήρας σαρώνει ακόμη και κάποια ίχνη παιδείας που μπορεί να έχουν απομείνει μέσα μας από το μεγάλο παρελθόν μας και την παράδοσή μας. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εκδήλωση φόβου που για να αντιμετωπιστεί θέλει μέθοδο. Διά της μεθόδου ξεπερνάμε πολλές από τις φοβίες μας, λέω στους ηθοποιούς μου. Τα πράγματα, ξέρετε, δεν κινούνται έτσι γενικά και αφηρημένα σ’ έναν αφηρημένο κόσμο συναισθημάτων, όπου ο ηθοποιός θέλει να αισθανθεί καλά, να αισθανθεί τι συμβαίνει μέσα του και τι έξω του. Για να πετύχει ο ηθοποιός να αισθανθεί δεν περιμένει τη στιγμή που θα αισθανθεί… Προκαλεί αυτή τη στιγμή διά της μεθόδου… Μέθοδος χρειάζεται και ο Στανισλάφσκι έχει μια πολύ συγκεκριμένη, χειροπιαστή και πολύ χρήσιμη μέθοδο».


­ Εσείς πώς βρεθήκατε να κάνετε αυτή τη δουλειά; Γιατί δηλαδή δεν κάνατε κάτι άλλο;


«Θα μπορούσα να είχα γίνει καθηγητής φιλολογίας, ας πούμε. Αυτό που έκανα ­ και μάλιστα το ακολούθησα πολύ νωρίς ­ το έκανα επειδή μεγάλωσα μέσα σ’ ένα κλίμα ελευθερίας».


­ Εδώ, στην Αθήνα, μεγαλώσατε;


«Οχι, στον Μακρύγιαλο. Οι γονείς μου καλλιεργούσαν χωράφια και εγώ από πολύ μικρός τους βοήθαγα. Μεγάλωσα λοιπόν σ’ ένα κλίμα ελευθερίας, αλλά και σε μια οικογένεια που ήταν στο περιθώριο μιας κοινωνίας λόγω τον πολιτικών φρονημάτων της. Γι’ αυτό και από παιδί ήμουν θεατής και σπάνια συμμετέχων στην κοινωνική ζωή του χωριού. Ο περιθωριακός είναι πάντα θεατής, ποτέ μέρος της δράσης. Εγώ από πέντε χρονών λοιπόν περισσότερο παρακολουθούσα παρά ζούσα τα γεγονότα. Ετσι αυτόματα έμαθα να λειτουργώ σ’ έναν χώρο που ήταν πέρα από τη ζωή».


­ Οταν λέτε ότι μεγαλώσατε σε κλίμα ελευθερίας, τι εννοείτε;


«Κατ’ αρχάς ο πατέρας μου ήταν αντάρτης. Εγώ βέβαια έζησα τον απόηχο των γεγονότων του Εμφυλίου, αλλά αυτό το κλίμα της ελευθερίας μού έδωσε τη δυνατότητα από τα 12 μου χρόνια, που έλειπα από το σπίτι ­ πήγαινα γυμνάσιο στην Κατερίνη, όπου ζούσα μόνος μου ­ να μη βλέπω 12 ετών το βουνό απέναντι από το σπίτι μου και να λέω «τι είναι πίσω απ’ το βουνό;». Από τα 12 μου δηλαδή εγώ ήδη ήμουν πίσω από το βουνό. Ετσι ήρθα πολύ νωρίς στην Αθήνα και πολύ νωρίς έφυγα και έξω από την Ελλάδα. Επίσης πολύ νωρίς αποφάσισα με τι ήθελα να ασχοληθώ στη ζωή μου».


­ Πώς επιβιώσατε; Γιατί το να φύγει ένα παιδί 12 ετών από το σπίτι του, να ‘ρθει στην Αθήνα και από εκεί να κατακτήσει τον κόσμο με τον τρόπο του δεν είναι κάτι συνηθισμένο, είναι μάλλον μια υπέρβαση.


«Κοιτάξτε, ένα παιδί που ήδη από 12 ετών φεύγει από το σπίτι δεν είναι ένα παιδί που θα αντιμετωπίσει ποτέ θέμα επιβίωσης. Η επιβίωση είναι μια άσκηση που για να αποδώσει πρέπει να την ξεκινήσεις από τα παιδικά σου χρόνια. Ενας άνθρωπος δεν μαθαίνει να επιβιώνει και κατ’ επέκταση να ζει σε μεγάλη ηλικία… Η επιβίωση είναι άθλημα για πρωταθλητές που ξεκινούν πολύ νωρίς…». (γέλια)


­ Γιατί φύγατε σ’ εκείνη την ηλικία από το σπίτι;


«Επειδή ήμασταν μεγάλη οικογένεια… Δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα. Επρεπε ο καθένας να κάνει το κουμάντο του».


­ Πόσα αδέλφια ήσασταν;


«Τέσσερα αδέλφια. Εμένα αυτός που με βοήθησε πάρα πολύ στη ζωή μου ήταν ο μεγάλος μου αδελφός, ο Παναγιώτης ο Τερζόπουλος. Είναι αυτός που με πήρε στη Γερμανία, στο Βερολίνο, στα 20 μου χρόνια. Ηταν μάλιστα φίλος της οικογένειας του Μπρεχτ. Πριν όμως, ως τα 20, έπρεπε συνεχώς να δουλεύω για να ζήσω και να σπουδάσω. Εκανα τις πιο απίθανες δουλειές που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, από μπακαλόγατος ως οτιδήποτε. Αυτό βέβαια μου έδωσε τη δυνατότητα να οξύνω πιο πολύ τη ματιά μου».


­ Υπήρξε μια στιγμή που ενώ είχατε ήδη αρχίσει να πηγαίνετε προς μια κατεύθυνση κάτι συνέβη και αλλάξατε, γύρισε ο κόσμος ανάποδα;


«Ναι, κάποια στιγμή σκέφτηκα να ακολουθήσω τα νομικά, αλλά με επηρέασε ο αδελφός μου, ο οποίος επέμενε να πάω στη Γερμανία και έτσι άλλαξα γνώμη. Για να είμαι ειλικρινής ο πατέρας μου επέμενε να σπουδάσω νομικά, αλλά εγώ το είδα λιγάκι αντιδραστικά ­ και πάλι λόγω χαρακτήρα (γέλια) ­ και αποφάσισα να μην το κάνω επειδή το ήθελε πολύ ο πατέρας μου. Δεν αποφάσισα να κάνω θέατρο γιατί είχα ένα όραμα ή επειδή έβλεπα εκπληκτικές παραστάσεις ή επειδή από μικρό με καθόρισαν τα μπουλούκια. Σίγουρα το «Θέατρο της Δευτέρας» στο ραδιόφωνο έπαιξε έναν ρόλο, ήταν ένα ερέθισμα. Θυμάμαι το ακούγαμε με τη μάνα μου… Αλλά επιμένω ότι άλλος ήταν ο λόγος έλξης μου προς το θέατρο…».


­ Δηλαδή; Ποιος ήταν ο λόγος έλξης;


«Δεν μπορώ να πω με σαφήνεια… Πάντως έχει να κάνει με το περπάτημά μου γενικότερα… Πάντα μου άρεσε να περπατώ προς το αφηρημένο και προς το ρίσκο… Οσο μεγαλύτερο ρίσκο εκεί εγώ… Αυτά τα δύο στοιχεία είναι βασικά στοιχεία της τέχνης. Δηλαδή εγώ όταν άκουγα να «ανοίξουμε ένα μαγαζί» ή «τι ενδιαφέρον πράγμα είναι η επιστήμη και η ακαδημαϊκή καριέρα» και διάφορα άλλα τέτοια, τρόμαζα. Η μοναδική μου ανάγκη ήταν να μετακινούμαι συνέχεια, να ρισκάρω και να περπατώ στα μονοπάτια του αφηρημένου… Μια ανάγκη που εξακολουθώ και την έχω ακόμη και τώρα».


­ Πιστεύετε ότι γεννιέται κάποιος καλλιτέχνης;


«Εγώ πιστεύω ότι ως έναν βαθμό ναι, και από εκεί και πέρα μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι συγκυρίες. Δηλαδή το ότι από πολύ νωρίς και με την προτροπή του μεγαλύτερου αδερφού μου μελετούσα θέατρο ή έπρεπε να μάθω 17 ετών καλά Ιταλικά για να μπορέσω να διαβάσω τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη είναι κάποιες ενδείξεις ότι κάτι έχει το παιδί… Αρχισα από πολύ νωρίς να διαβάζω πράγματα για άλλους πολιτισμούς, χωρίς λόγο και αιτία. Επεσα με τα μούτρα στην Κίνα από τα 12. Αυτό ήταν σουρεαλιστικό… να είμαι στην Κατερίνη και να ασχολούμαι με τον Κομφούκιο ­ πράγματα αδιανόητα εκείνη την εποχή… (γέλια) Υπήρχε πάντα μέσα μου η ανάγκη να πιάσω κάτι που με υπερβαίνει. Εγώ, ξέρετε, είχα μια γιαγιά που πάντα έλεγε ιστορίες από τον Πόντο, μια άλλη γιαγιά που μίλαγε για το Βατούμ, για χαμένες πατρίδες… Ηξερα ότι εκεί που γεννήθηκαν ήταν εκεί που είχε γράψει ο Ευριπίδης τις «Βάκχες»… Ολα αυτά έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο και με καθόρισαν από πολύ μικρό».





­ Η όποια επιτυχία επηρέασε τη ζωή σας;


«Δόξα τω Θεώ, έκανα πολλές επιτυχίες όλα αυτά τα χρόνια αλλά πρέπει να σας πω ότι ποτέ δεν ήμουν και τόσο χαρούμενος για μια επιτυχία που ερχόταν. Δεν ήμουν χαρούμενος. Θα μπορούσα να πω ότι σε κάποιες στιγμές χαράς στην καριέρα μου εγώ θρήνησα κιόλας. Και αυτό το ζήτημα με έκανε να κλειστώ ακόμη περισσότερο στον εαυτό μου».


­ Γιατί; Γιατί θρηνήσατε κάποιες επιτυχίες; Τι είναι αυτό που δεν σας αφήνει να χαρείτε μια επιτυχία σας; Εχετε καταλάβει;


«Το μόνο που κατάλαβα στη ζωή μου είναι ότι αυτό που ψάχνω τελικώς να βρω κρύβεται στο σκοτάδι που υπάρχει μέσα μου. Και αυτό άλλοτε με ταράζει, άλλοτε με γαληνεύει, αλλά πάντα τρέπομαι σε φυγή. Δεν το χαίρομαι, δεν το γεύομαι δηλαδή αυτό που μου συμβαίνει. Ο,τι αποκάλυψη και να έχω κάνει στη ζωή μου, αντί να τη χαρώ, αμέσως τρέπομαι σε φυγή. Φαίνεται ότι είναι ένα τραύμα που με τυραννάει και δεν επουλώνεται με τα χρόνια. Η επιτυχία δυστυχώς δεν επουλώνει τραύματα. Μόνο προσωρινή χαρά δίνει στους γύρω μας και σ’ εμάς μέσα από τους γύρω μας».


­ Ως άνθρωπος, δηλαδή, δεν έχετε καταλάβει τι είναι η χαρά;


«Οχι απολύτως».


­ Λύπη;


«Τη λύπη, ναι, την αισθάνομαι. Πολλές φορές δηλαδή λυπάμαι, αν και πιστεύω ότι είναι ένα ζήτημα εντελώς υποκειμενικό. Με το πένθος ­ όταν πενθούμε δηλαδή ­ ανοίγουμε την πόρτα της τέχνης και μπαίνουμε».


­ Γιατί;


«Διότι εκεί το πένθος έχει μια διάσταση δρώμενου, έχει στάδια. Δημιουργείται μια πολύ ισχυρή κατάσταση, η οποία είναι μοναδική πηγή δημιουργίας και στη ζωή και στην τέχνη. Στο βάθος όμως κρύβει και έναν ναρκισσισμό και μια ωραιοπάθεια το πένθος. Δηλαδή πενθείς, δρας, δημιουργείς όλο το δρώμενό σου, κλείνεις τις πόρτες, τα παράθυρά σου και συγκεντρώνεσαι στον εαυτό σου. Αυτό από μια άποψη είναι μια σωτηρία, ένα σωσίβιο και όσο κρατάει, ως διαδικασία, είναι πολύ όμορφο. Εχεις έναν τρόπο να είσαι μόνος σου και να αντέχεις. Το πένθος ως κατάσταση έχει σχέση και με τον θάνατο. Είναι σαν να πενθείς δηλαδή για το τέλος εκ των προτέρων και αυτό σε προετοιμάζει να δεχτείς την ύπαρξη του τέλους πιο εύκολα».


­ Σας απασχολεί ο θάνατος;


«Κοιτάξτε, πολύ μικρός είχα τον φόβο του θανάτου. Στην κυριολεξία μέσα από το θέατρο τον έχω χάσει, όπως και πολλούς άλλους φόβους ­ έχω αρχίσει σιγά σιγά να τους ξεπερνάω. Για μένα το τέλος τώρα πια είναι η αποθέωση ή η απομυθοποίηση της διαδικασίας».


­ Γι’ αυτό λέτε να υπάρχει τέλος;


«Ισως και γι’ αυτό. Γιατί αλλιώς δεν θα ήμασταν έτσι, τόσο απαράδεκτα κτητικοί. Δεν θα θέλαμε με αυτή τη μανία να κάνουμε καλά έργα για τους άλλους».


­ Εχετε εξηγήσει για ποιο λόγο όλα αυτά που σας βασανίζουν και σας απασχολούν προσπαθείτε να τα εξορκίσετε μέσα από το θέατρο; Για ποιο λόγο, ας πούμε, δεν γίνατε ζωγράφος;


«Μα εγώ ζωγράφιζα από μικρός, όπως χόρευα πολύ και τραγουδούσα. Με ό,τι και αν έκανα μεθούσα. Δηλαδή όλες οι άλλες διαστάσεις που συνθέτουν το θέατρο λίγο πολύ προϋπήρξαν μέσα μου σε κάποια δόση και λειτουργούσαν ως φυγές».


­ Η φυγή έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή σας από ό,τι καταλαβαίνω από αυτά που λέτε…


«Ναι, από παιδί είχα μεγάλη ανάγκη να φύγω… Δεν ήταν μια ανάγκη που είχε να κάνει με το χωριό… Την ίδια ανάγκη είχα και όταν πήγα στο Βερολίνο, το ίδιο και όταν πήγα οπουδήποτε. Είχα πάντα την αίσθηση ότι όλα υπάρχουν κάπου και εγώ αρχίζω να τα γνωρίζω φεύγοντας. Με αφορούν, με σοκάρουν, μένω με γουρλωμένα τα μάτια όταν τα συναντώ. Εμεινα κατάπληκτος όταν συνάντησα, ας πούμε, τον Σούζι Καραγιάμα ή τον Καντόρ… Επικοινώνησα αμέσως μαζί του, πολύ άμεσα, φυσικά, σαν να γνωριζόμασταν και από πριν που λένε. (γέλια) Με βοήθησε πολύ, μα πάρα πολύ, το συνεχές ταξίδι και οι συναντήσεις με όλους αυτούς τους ανθρώπους που θαύμαζα… Φαίνεται ότι ήθελα να γνωρίσω αυτούς τους ανθρώπους που με ενδιέφεραν και όχι αυτούς που η καταγωγή μου μού σύστηνε. Τα διαμάντια της ζωής μας πρέπει να τα ψάξουμε… Εμείς τα βρίσκουμε, δεν μας βρίσκουν. Εχουν άλλωστε τόσα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι».


­ Πώς και δεν κάνατε ακαδημαϊκή καριέρα;


«Κοιτάξτε, ξέρω ότι χωρίς ακαδημαϊκή παιδεία δεν μπορείς να προχωρήσεις, χωρίς τη γνώση αυτή δεν μπορείς να προχωρήσεις. Ωστόσο από πολύ μικρός τρόμαζα ταυτοχρόνως με αυτό το είδος της γνώσης. Σήμερα πιστεύω ότι δεν φθάνει η γνώση η ακαδημαϊκή για να αισθανθείς την ανάσα του κόσμου μας. Υπάρχει και μια γνώση του κόσμου που ό,τι πιάνει το κάνει δημιούργημα».


­ Αρα αποδέχεστε ότι υπάρχει γνώση και γνώση…


«Ναι, υπάρχει. Δηλαδή και ένας που δημιουργεί ένα οποιοδήποτε αντικείμενο ­ μια γυναίκα που κεντάει, ας πούμε, ή κάποιος που γράφει ένα ποίημα πιστεύω πως συρρικνώνουν στην ενέργειά τους αυτή όλους τους όρους της ήττας που περιέχονται στον χρόνο».


­ Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο παγκόσμιο;


«Το ένα είναι αυτό που μόλις σας είπα. Το άλλο είναι πόσο ο δημιουργός καταφέρνει να αγγίξει το κέντρο που αφορά όλο τον κόσμο. Αυτό είναι το απόσταγμα μιας μεγάλης γνώσης και εμπειρίας και από εκεί και πέρα η ικανότητα του καλλιτέχνη να μπολιάσει ό,τι κάνει με αυτά τα στοιχεία. Πιστεύω ότι το απόλυτο περιεχόμενο ενός έργου δίνεται μέσα από τη μορφή όπου το αίτιο και το αιτιατό ταυτίζονται, είναι ένα, συνυπάρχουν. Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι γυαλιά καθημερινής χρήσης δεν τα κοιτάζω, δεν τα προσέχω, τα προσπερνώ. Τα γυαλιά σας όμως τα παρατηρώ εδώ και ώρα και με απασχολεί το χρώμα τους, το δέσιμό τους. Σκέφτομαι ότι από αυτή τη γωνία το χρώμα τους δείχνει να αλλάζει. Μοιάζουν λιγάκι με έργο τέχνης. Ο,τι δηλαδή μου τραβάει την προσοχή, ό,τι με κάνει να το προσέξω, με βάζει στη διαδικασία να κάνω αναφορές, μεταφορές, κινητοποιεί τη γνώση που έχω ­ τα γυαλιά σας, ας πούμε, κινητοποιούν τη γνώση που έχω για τον φουτουρισμό. Είναι σαν μέσα σε μια στιγμή να συμπυκνώνω πολλά πράγματα που έχουν συμβεί μέσα στον αιώνα».


­ Αν κατάλαβα καλά, δηλαδή, δι’ αυτής της συμπύκνωσης διαφοροποιείτε την αίσθηση του χρόνου, καταργείτε αυτή την ελαφράδα που θέλει ο χρόνος για να «τσουλήσουμε» πάνω σε αυτό και να πάμε κατευθείαν στο τέλος;


«Ακριβώς. Και με την έννοια αυτή καταργείται ο κενός χρόνος, ο καθημερινός. Είμαστε σε μια υπέρβαση, είτε έτσι είτε αλλιώς. Επίσης θέλω να πω και κάτι άλλο… Οποιος παίρνει κάτι από ένα έργο τέχνης πρέπει να το δώσει σε κάποιον άλλο. Τίποτε που μας δίνει η τέχνη δεν είναι για να το συσσωρεύσουμε».


­ Πήγατε στο Βερολίνο έχοντας σκοπό να σπουδάσετε θέατρο;


«Ναι, έφυγα με αυτόν τον σκοπό».


­ Εδώ είχατε κάποια επαφή με το θέατρο;


«Ναι, είχα γιατί ήδη είχα τελειώσει μια σχολή με συμμαθητή τον Βογιατζή και άλλους αξιόλογους σήμερα ηθοποιούς… Πήγα στη Γερμανία όμως για κάτι πολύ συγκεκριμένο… Βέβαια πρέπει να σας πω ότι έφθασα στη Γερμανία ­ στο Βερολίνο ­ μέσω Σουηδίας, όπου στη Στοκχόλμη παρακολούθησα 2-3 εβδομάδες τις πρόβες του Μπέργκμαν σε ένα θεατρικό. Πολύ ωραία εμπειρία».


­ Εδώ, στην Ελλάδα, πώς βρεθήκατε να σπουδάζετε θέατρο;


«Ακολουθώντας μια γυναίκα βρέθηκα στην Αθήνα. (γέλια) Αυτό συνέβη, κύριε Λάλα, κακά τα ψέματα. Μια γυναίκα η οποία ήταν για μένα τότε τα πάντα ­ η χορηγός, η μητέρα, η γκόμενα… Τα πάντα. Φθάνω εδώ και από εκεί και πέρα ξαναζωντανεύει αυτή η ανάγκη, επειδή έτυχε να δω και κάποιες παραστάσεις του Κουν, οι οποίες κυριολεκτικά με συγκλόνισαν… Πρόλαβα το θέατρο των μεγάλων δασκάλων… της Κοτοπούλη, της Παξινού… Αυτούς παρακολουθούσα και μελετούσα».


­ Γιατί;


«Γιατί η Παξινού είναι το βάθος της έρευνας. Το παίξιμο της Παξινού ήταν κάτι που έβγαζε, αν θέλετε, τη λαϊκότητα της τραγωδίας. Γνώρισα λοιπόν όλους αυτούς από κοντά για να πάω τελικώς στο Βερολίνο και να περάσω σε μια άλλη κλίμακα. Εκεί κατάλαβα ότι κάτι που αποτελεί «δημιούργημα» έχει την ικανότητα να γίνεται αναγνωρίσιμο σε πολλά μέρη του κόσμου, τα οποία έχουν διαφορετικές κουλτούρες. Αυτό από μόνο του αποτελεί στοιχείο της τέχνης».


­ Πώς γίνεται όμως αυτό; Μήπως όλοι οι άνθρωποι, όπου και να βρίσκονται, κρύβουν μέσα τους μια βαθύτερη αλήθεια, η οποία δίνει τελικώς και τον ορισμό του ανθρώπου;


«Είναι πολύ ενδιαφέρον όπως το θέτετε. Σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, όταν γεννούν οι γυναίκες, π.χ., πως συμπεριφέρονται; Συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο; Μάλλον. Το γέλιο, το κλάμα, το πένθος, όπου και αν είμαστε, σημαίνουν το ίδιο πράγμα παντού. Οταν πενθούμε αισθανόμαστε παντού το ίδιο. Βεβαίως κάθε πολιτισμός μεταπλάθει την πρωταρχική ύλη με τον δικό του τρόπο, μέσα από τα δικά του πολιτισμικά στάδια και επιρροές… Αλλά αυτό δεν του στερεί τη δυνατότητα να αναγνωρίσει, όταν βλέπει τις δικές μας «Βάκχες», το δικό μου κρυμμένο μισό».


­ Επομένως, αν είναι έτσι όπως τα λέτε, το κοινό δεν χρειάζεται να είναι μυημένο;


«Οχι. Τουλάχιστον όχι σε έργα που προχωρούν στο βάθος και μιλάνε με έναν τρόπο πολύ ζωντανό. Τότε το έργο το αντιλαμβάνονται και οι πιο απλοί άνθρωποι και το ξέρω από τις εκατοντάδες παραστάσεις που έχω κάνει στο εξωτερικό».


­ Αλήθεια, τι είναι και τι δεν είναι τέχνη;


«Τώρα, κύριε Λάλα, θέτετε το μεγάλο ζήτημα… Ο,τι διατυπώνεται σ’ ένα χαρτί, ό,τι παριστάνεται και ό,τι γίνεται ακρόαμα, επειδή κωδικοποιείται, επισημοποιείται, προσφέρεται πρέπει να προσληφθεί ως τέχνη; Και, τελικώς, ο αποδέκτης που το αποκωδικοποιεί μ’ έναν δικό του τρόπο ­ πολλές φορές και μέσα στο δικό του χάος ­ επειδή δεν το παρασκευάζει για να το αποδώσει δεν κάνει τέχνη; Πιστεύω ότι μπορεί εκεί, στον θεατή καλλιτέχνη, να κρύβεται η μεγάλη τέχνη, αυτή που δεν βλέπουμε».


­ Λέτε δηλαδή ότι η «τέχνη γενικώς» είναι το δόλωμα για να ανακαλύψουμε την πραγματικά μεγάλη τέχνη που μπορεί να μην τη διακρίνουμε αλλά υπάρχει;


«Ακριβώς. Η τέχνη μπορούμε να πούμε ότι δικαιώνεται στο αποτέλεσμα. Μπορεί δηλαδή το αποτέλεσμα να είναι η μεγάλη τέχνη, αυτό που αισθάνεται κάποιος και δεν μπορεί να το αισθανθεί αυτός που προσφέρει το θέαμα, αυτό που ακούει αυτός εκεί και εγώ είμαι κουφός και δεν το ακούω. Εκεί είναι το μεγάλο ζήτημα της τέχνης και εκεί νομίζω ότι είναι η αφετηρία για έναν νέο πολυφωνισμό. Ισως μέσα από εκεί να ξεπεράσουμε την κρίση της τέχνης, μέσα από την πλευρά πια του μεγάλου αποδέκτη, αυτού που έχει τον δικό του τρόπο να μεταλλάσσει, του οποίου όλο το σώμα είναι ένας γεωγραφικός χάρτης, με καιρικές συνθήκες, αστραπές και βροντές, ποτάμια, όλο αυτό το εσωτερικό τοπίο, που είναι η συγκλονιστικότερη τέχνη, εμείς δεν μπορούμε ούτε να το οσφρανθούμε ούτε να το δούμε ούτε να το νιώσουμε, επειδή είμαστε επιφυλακτικοί. Και δεν εννοώ τις κατηγορίες του κόσμου της σιωπής. Μιλώ για την κατηγορία των ανθρώπων που και βλέπουν και ακούν και αισθάνονται, αλλά συγχρόνως δρουν κιόλας. Τι είναι όλη αυτή η εσωτερική δράση; Ποιο είναι το αποτέλεσμά της; Δεν το ξέρουμε. Και ουαί και αλίμονο αν κάποια στιγμή βρεθεί εκείνο το φοβερό μηχάνημα ­ γιατί η τεχνολογία καλπάζει ­ που θα μας βοηθήσει να το μάθουμε…».


­ Για σας ποιος είναι καλλιτέχνης;


«Για μένα όλοι όσοι μιλάνε και ονειρεύονται είναι καλλιτέχνες».


­ Αναρωτιέμαι αν αυτό που μας κάνει να ονειρευόμαστε είναι κάτι αυτογενές ή κάτι το οποίο προϋπάρχει, μας στέλνει τα μηνύματα κι εμείς γινόμαστε απλώς οι δέκτες.


«Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλών ειδών ερμηνείες, κύριε Λάλα. Η επιστήμη τώρα τελευταία έχει αρχίσει να το ερμηνεύει και γονιδιακά, αλλά είμαι λίγο καχύποπτος ακόμη και με αυτές τις εκδοχές. Πιστεύω δηλαδή ότι υπάρχει και κάτι ακόμη που η επιστήμη δεν θα το αντιληφθεί. Γιατί κάποια στιγμή μου έρχεται ένας ζεστός αέρας από το αριστερό μου αυτί και αισθάνομαι μια τάση λιποθυμική, μια ταχυκαρδία και νιώθω έτσι που μου έρχεται να γράψω μια γραμμή ή να πω μια λέξη μ’ έναν άλλο τρόπο; Τι είναι αυτό; Δηλαδή μου συμβαίνει επειδή είναι εγγεγραμμένο στο γονίδιό μου; Τι είναι αυτός ο εξωγενής παράγοντας, ο τυχαίος, αυτό το αιφνίδιο στοιχείο; Δεν υπάρχει και αυτό; Νομίζω ότι υπάρχει και απλώς δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε. Μήπως αυτό είναι που ορίζει τα πράγματα και τα κάνει συγκεκριμένα; Γιατί χωρίς αυτό δεν υπάρχουν τα συγκεκριμένα. Είναι πολύ μεγάλο το ζήτημα. Πολλές φορές το έχω αισθανθεί ­ και σε παραστάσεις μου και ως θεατής ­ να υπάρχει από κάτω ένα κύτταρο από κάποιον που έλυσε ορισμένα ζητήματα, τα οποία εγώ δεν μπορούσα να τα λύσω με χίλιους τρόπους διανοητικούς».


­ Πάντως υπάρχουν για εσάς, ως δημιουργό, δύο ακραίες απόψεις. Η μία λέει πως ό,τι κάνει ο Τερζόπουλος είναι δημοσιοσχεσίτικο και η άλλη δείχνει να μην έχει καμία σχέση με όλα αυτά ο Τερζόπουλος. Ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα;


«Κοιτάξτε, στη δουλειά μου ως σκηνοθέτης επέλεξα αυτή την πόρτα. Αυτό είμαι, το οποίο για άλλους είναι πολύ ακραίο. Βλέποντάς το σαν μια εικόνα, βρίσκομαι σε μια διαρκή κίνηση πραγμάτων ­ κάτι που για εδώ είναι ακραίο. Αυτό είναι το ένα κομμάτι μου. Το άλλο είναι το κομμάτι των συναντήσεών μου, των ταξιδιών μου, των γνωριμιών μου. Δηλαδή πολύ νωρίς γίναμε φίλοι με τον Σουζούκι και πολύ νωρίς ανταλλάξαμε απόψεις και στο θέατρο και στην οργάνωση. Και πολύ νωρίς αρχίσαμε την ιστορία της θεατρικής Ολυμπιάδας με τον Ισοζάκι και όλα αυτά που κάναμε μαζί. Πολλές φορές πήγα μαζί με τον Σουζούκι για να πείσω τον υπουργό Πολιτισμού της Ιαπωνίας να γίνει αυτό το οποίο ήταν ένα κόστος τρισεκατομμυρίων. Εγώ δεν κρύβω αυτή την πλευρά μου… ούτε αρνούμαι ότι αυτή η πλευρά της δραστηριότητάς μου έχει να κάνει με την πειθώ που διαθέτω και πολύ λιγότερο με τις δημόσιες σχέσεις».


­ Ολοι αυτοί που σας κατηγορούν για δημοσιοσχεσίτη τι δεν κατανοούν στη δράση σας;


«Νομίζω, κύριε Λάλα, ότι αυτό το γνωρίζετε καλύτερα εσείς που επίσης έχετε κατηγορηθεί για καλές δημόσιες σχέσεις. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που μας κατηγορούν δεν καταλαβαίνουν ότι πετυχαίνουμε ό,τι πετυχαίνουμε όχι επειδή κάνουμε καλές δημόσιες σχέσεις αλλά γιατί δουλεύουμε σκληρά γι’ αυτά που πιστεύουμε πως πρέπει να κάνουμε στη ζωή μας. Θέλουν αντοχή και πάθος αυτά τα πράγματα και επειδή το πάθος έχει εκλείψει, όσοι άνθρωποι έχουν πάθος πυροβολούνται. Εγώ ό,τι έκανα και ό,τι κάνω το κάνω με πάθος».


­ Στην έννοια του ταλέντου πιστεύετε;


«Πάρα πολύ. Το ταλέντο δεν έχει ανάγκη ούτε από εργαστήρια ούτε από τίποτα. Το ταλέντο πρέπει να ξέρει, αλλά τα πιο πολλά πρέπει να τα αισθάνεται και να τα διαισθάνεται. Αυτό είναι το ταλέντο. Οταν μάθει κανείς πάρα πολλά, μπορεί να γίνει ή ένας καλός καθηγητής υποκριτικής ή ένας σκηνοθέτης ή ένας θεατρολόγος. Ηθοποιός δεν θα γίνει μαθαίνοντας πολλά. Αυτό είναι το συγκλονιστικό στον ηθοποιό, ότι γίνεται ο ίδιος συνιστώσα του έργου του. Αυτός ο ίδιος είναι το ανοιχτό παράθυρο στην τέχνη, γίνεται συνιστώσα του».


­ Μπορεί να χαθεί το ταλέντο;


«Ξέρετε, το ταλέντο πρέπει παρ’ όλα αυτά να ανανεώνεται. Η επιτυχία είναι ο πιο κακός σύμβουλος του ταλέντου. Καθηλώνει τον ηθοποιό σε κάποια πράγματα στερεότυπα και δημιουργεί μανιέρα. Το ταλέντο πρέπει πάντα να αλλάζει θέση, έργα, σκηνοθέτη… Πρέπει να μετακινείται το ταλέντο, δεν πρέπει να κάθεται και να απολαμβάνει όλο αυτό που κατέκτησε. Πρέπει να μετακινείται διαρκώς, αλλιώς ακόμη και το πιο μεγάλο ταλέντο φθείρεται, κολλάει, χάνεται».


­ Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ… Δεν είπαμε βέβαια τίποτα για την Επίδαυρο… Αλλά δεν πειράζει… Τα έργα γίνονται για να τα δουν οι άνθρωποι και όχι για να τα αναλύουμε». (γέλια)


* Γεννήθηκε στον Μακρύγιαλο της Πιερίας * Σπούδασε στη θεατρική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη (1965-1967) και στο Berliner Ensemble * Το 1981 έγινε διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος * Την περίοδο 1985-1987 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής των Διεθνών Συναντήσεων Αρχαίου Ελληνικού Δράματος που διοργάνωσε στους Δελφούς το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών * Το 1986 ίδρυσε την ομάδα «Αττις» * Με τον θίασό του έχει πραγματοποιήσει περιοδείες σε όλον τον κόσμο.