Ανήκαν σε μια θαυμαστή γενιά γυναικών που έδρασε δυναμικά στη ρωσική αβανγκάρντ τα χρόνια πριν και μετά την Επανάσταση του 1917. Οι ξεχασμένες επαναστάτριες ζωγράφοι «συναντώνται» για πρώτη φορά σε μια έκθεση στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο και επανέρχονται στο προσκήνιο με τη δύναμη της τέχνης τους








«Κι αν ακόμα απολαμβάνουμε τη σύνθεση ενός ζωγραφικού έργου, αυτή η σύνθεση δεν είναι παρά η καταδίκη σε θάνατο της μορφής από τον καλλιτέχνη, σε μια αιώνια πόζα»


«Art in theory and practice, 1900-1990, An anthology of changing ideas», Charles Harrison & Paul Wood, Blackwell, 1997


Η ιστορία ξεκινά το 1913. Πέντε χρόνια μετά τη γέννηση του κυβισμού, όταν «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» δεν έχουν ακόμη… πάει σχολείο. Η Αμερική ανακαλύπτει τον μοντερνισμό και η Ρωσία την «επιστροφή στη φύση» του Μαλέβιτς. Στη Μόσχα η Ναταλία Γκοντσάροβα παρουσιάζει την πρώτη ατομική έκθεση καλλιτέχνη της πρωτοπορίας. Τότε ένας δημοσιογράφος στέκεται στο γεγονός ότι τα έργα αυτά προέρχονται από γυναικεία χέρια. Η Γκοντσάροβα ανήκε σε μια θαυμαστή γενιά γυναικών που έδρασε δυναμικά στη ρωσική αβάνγκαρντ τα χρόνια πριν και μετά την Επανάσταση του 1917. Λίγο αργότερα, και ενώ η Ρωσία παρέμενε τσαρική, ονόματα με την κατάληξη -ova θα ξεπερνούσαν σε εκθέσεις εκείνα των ανδρών καλλιτεχνών. Και σήμερα ­ για πρώτη φορά μαζί ­ έξι από αυτές τις ξεχασμένες επαναστάτριες πρωταγωνιστούν με τα παθιασμένα πινέλα τους στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο. Στην έκθεση συμμετέχουν ακόμη οι: Ολγα Ροζάνοβα, Λιουμπόφ Ποπόβα, Βαρβάρα Στεπάνοβα, Αλεξάνδρα Εξτερ και Ναντέζντα Ουντάλτσοβα.


Τις ονόμασαν «Αμαζόνες». Ωστόσο η εξέγερσή τους ήταν συγκρατημένη όσο και αφοπλιστική. Καμία σχέση με τις φεμινιστικές κραυγές, με τις οργίλες κορυφώσεις που αποζητούν τομές στην κοινωνική πρακτική καίγοντας εσώρουχα ή βρίζοντας. Και αν ανά δύο ή τρεις διάλεξαν τη φιλία, δεν έδρασαν ομαδικά. Ακολούθησαν όμως έναν καινοτόμο τρόπο ζωής, αντισυμβατικό, ελεύθερο και ­ όσο κι αν ακούγεται ελαφρό ­ τυπικά θηλυκό. «Ποτέ μια ομάδα καλλιτεχνών δεν απέκτησε τόση σημασία στην ιστορία της τέχνης» γράφει η «El Pais». «Ποτέ πριν (ποτέ ξανά;) οι γυναίκες δεν κατέκτησαν de facto ισότητα με άρρενες συναδέλφους τους με τρόπο τόσο φυσικό και αναντίρρητο».


Σημεία των καιρών: οι Αμαζόνες των καβαλέτων συνειδητοποίησαν νωρίς την ανάγκη της χρήσιμης τέχνης, της τέχνης για τον λαό, και την εφήρμοσαν στην πράξη. Κατασκεύασαν σκηνικά, σχέδια για βιβλία, τυπωμένα υφάσματα και… κεντήματα. Ωστόσο η επανάσταση του Οκτώβρη τις παραγκώνισε, τις ανάγκασε να μεταναστεύσουν, να πεινάσουν ή να αρρωστήσουν. Τις πλατείες κατέλαβαν αγάλματα του Λένιν από τον Αντρέγεφ και άλλους ρεαλιστές καλλιτέχνες των σοβιέτ. Εκείνες όμως συνέχισαν να γράφουν, να ζωγραφίζουν ή να κεντάνε κάτω από την ενθουσιώδη ­ σε φόντο λευκό ­ σκιά του Μαλέβιτς. Και αυτόν τον είχε διδάξει γυναίκα.


Αυτή η διεθνής Ρωσίδα συγκατοίκησε όπως γράψαμε ήδη με τις Ποπόβα και Ουντάλτσοβα στο Παρίσι. Εκείνη θα τους γνωρίσει τον ιμπρεσάριο του κυβισμού Απολιναίρ, τον αφοριστή Μπρακ, τον μποέμ καινοτόμο Πικάσο και τον Ιταλό Αρντενγκο Σόφιτσι (με τον οποίο θα αποκτήσει στενότερη επαφή). Οπως και η Στεπάνοβα, επιλέγει να παντρευτεί πολύ νέα με έναν εξάδελφό της δικηγόρο. Οπως και εκείνης (μα και του Λαριόνοφ) ο γάμος θα της παράσχει ανεξαρτησία, ελευθερία κινήσεων και οικονομική άνεση. Ανεση να τραβήξει τις νοητές γραμμές από τον παριζιάνικο κυβισμό ως τη μη αντικειμενικότητα των «λευκό πάνω σε λευκό» καμβάδων του Μαλέβιτς (που ακολούθησε η νέα αντικειμενικότητα της γερμανικής Ομάδας του Νοέμβρη). Οταν ξεσπά η Επανάσταση, η Εξτερ σχεδιάζει σκηνογραφίες για τα Μπαλέτα της Μόσχας, ενώ την ίδια εποχή πεθαίνει ο σύζυγός της. Λίγο αργότερα ξεκινά να δουλεύει στο Θέατρο του Λαού ­ στη σκηνή του θα γνωρίσει έναν νεαρό ηθοποιό με τον οποίο θα παντρευτεί για δεύτερη φορά. Αυτός ο γάμος θα κρατήσει ως το τέλος της ζωής της. Εκθέτει έργα της στην Μπιεννάλε της Βενετίας το 1924, οπότε μεταναστεύει στο Παρίσι. Εκεί ξαναβρίσκει τον Λεζέ και την Academie Moderne του, όπου και διδάσκει σκηνογραφία. Πεθαίνει 25 χρόνια αργότερα, αφού θα έχει τελειώσει ένας ακόμη παγκόσμιος πόλεμος.


Λιουμπόφ Ποπόβα (1889-1924) Η βιαστική


Σχεδόν σαν να γνώριζε ότι θα πεθάνει νέα η Λιουμπόφ Ποπόβα διέτρεξε σαν αμαζόνα τα ταραγμένα χρόνια της ζωής της. Στα 20 της έχει γυρίσει την Ιταλία με τους δικούς της, στα 23 καταφθάνει στο Παρίσι με τη φίλη και συμφοιτήτριά της Ναντέζντα Ουντάλτσοβα. Εκεί, στην πανσιόν της madame Jeanne, γνωρίζει την κοσμοπολίτισσα Αλεξάνδρα Εξτερ (βλ. παρακάτω). Σπουδάζει με τον Ζαν Μέτσινγκερ (του γκρουπ των κυβιστών Λεζέ και Γκλάιζες) αλλά επιστρέφει στη ρωσική πρωτεύουσα για να εργαστεί με τον Βλαντίμιρ Τάτλιν πάνω στη «δημιουργικότητα του συλλογικού» και να εκθέσει τα πρώτα της έργα. Παντρεύεται στα 29 της και μένει χήρα έναν χρόνο αργότερα έχοντας προλάβει να γεννήσει έναν γιο. Πιστή στις αρχές της δημιουργικής (ή μάλλον constructive) τέχνης που οφείλει να αγγίζει τον λαό, φτιάχνει κεραμικά, εμπριμέ υφάσματα και θεατρικές διακοσμήσεις. Βλέπει τις γυναίκες να φορούν τα σχέδιά της και δημοσιεύει (ετών 30) την ανακοίνωση για τον κατάλογο της έκθεσης «Tenth State: Μη-αντικειμενική Δημιουργία και Σουπρεματισμός» σχετικά με την αυτονομία τέχνης και ζωής. Καταλήγει πως το χρώμα ενέχει βάρος και συμμετέχει στη δυναμική του όγκου και της γραμμής. Προσβάλλεται από οστρακιά που χτύπησε τον τετράχρονο γιο της και πεθαίνει λίγο πριν από αυτόν.


Ναντέζντα Ουντάλτσοβα (1886-1961) Η άτυχη


Παρά την ευτυχή σύμπτωση να ταξιδέψει με τη μικρότερη αδελφή της και τη Λιουμπόφ Ποπόβα στο Παρίσι, για να σπουδάσει και εκείνη στην Ακαδημία του Μέτσινγκερ, η συνέχεια για την Ουντάλτσοβα είναι μάλλον τραγική. Η επιμονή της αρρώστιας της μητέρας της τη φέρνει πίσω στη Μόσχα. Δεν περνάει πολύς καιρός και η μικρή της αδελφή πεθαίνει, ενώ λίγο αργότερα οι μπολσεβίκοι τουφεκίζουν τον πατέρα της. Ιδρύει με τον Καντίνσκι την Ενωση Καινοτόμων Καλλιτεχνών, την οποία εγκαταλείπει όταν εκείνοι συμπεραίνουν ότι η ζωγραφική ως μέσον δεν είναι αρκούντως πρωτοπόρα. Ετσι η Ουντάλτσοβα ­ από νωρίς ­ δεν τρέφει αυταπάτες για την Επανάσταση και «τις θεσπέσιες τρελές τέχνες που την είχαν προαναγγείλει», όπως γράφει στο νέο βιβλίο της η Σώτη Τριανταφύλλου. Εκθέτει έργα της στην Μπιεννάλε της Βενετίας με την ΕΣΣΔ και πάλι, αργότερα, η πατρίδα κατηγορεί τον σύζυγό της (επίσης ζωγράφο) Αλεξάντρ Ντρέβιν ως εχθρό του λαού. Ακόμη χειρότερα: σε λίγο στιγματίζεται με τις κατηγορίες του φορμαλισμού όπως και του κοσμοπολιτισμού, δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να εκθέσει και… αργεί να πεθάνει. Πάντως έτσι προφταίνει τουλάχιστον την τελευταία της έκθεση, που οργανώνεται από την Ενωση Σοβιετικών Καλλιτεχνών (το 1945).


Ολγα Ροζάνοβα (1886-1918) Η συλλογική


Μέσα σε μόλις 32 χρόνια η Ροζάνοβα κατόρθωσε να αποτάξει τον αισθητισμό (στα σκουπίδια του ενστικτώδους), να πορευθεί τον δρόμο της ανεξαρτησίας (της Γκοντσάροβα), να συνυπογράψει τις αρχές «συνείδησης του ίδιου του χρώματος» με τους σουπρεματιστές και τον Μαλέβιτς, ακόμη και να ποζάρει για τη νεότερή της Στεπάνοβα. Παράδοξος υπήρξε ο δεσμός της με τον ποιητή Αλεξέι Ελισέγεβιτς Κρούτσενιχ. Παρατηρείται συχνά στις ανθρώπινες σχέσεις η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων. Η ζωγράφος μετατρεπόταν σε ποιήτρια και ο ποιητής σε καλλιτέχνη (έφτιαχνε κολάζ). Μάλιστα σε εκείνον­ μεταξύ άλλων ­ αναφερόταν το προφητικό γράμμα του Μαλέβιτς (για μια παράσταση του κονστρουκτιβιστή Μαγιακόφσκι) όταν αποζητούσε να αποτρέψει τον αναπόφευκτο πολιτισμικό συντηρητισμό ή ωφελιμισμό ορίζοντας τις καλλιτεχνικές αξίες της ως τότε κοινωνικής τέχνης. Η Ροζάνοβα προσπάθησε να αποδείξει πως οι φόρμες προέρχονται και περιέχονται στα χρώματα, και τελικά εξέδωσε τη σχετική της θεωρία, που κέρδισε επίσης τη… μαλεβιτσική αναγνώριση («η μοναδική αληθινά πρωτοπόρος ζωγράφος»). Δίδαξε στο ΙΖΟ, όργανο για τις τέχνες της νέας εξουσίας. Ασχέτως αυτών, τα έργα της πρόλαβαν τους αμερικανούς ζωγράφους του color field 30 χρόνια νωρίτερα.


Βαρβάρα Στεπάνοβα (1894 -1958) Η κονστρουκτιβίστρια


Αποφασισμένη να σπουδάσει στο Ινστιτούτο Kazan παντρεύεται πολύ νέα έναν ευκατάστατο αρχιτέκτονα. Ο γάμος δεν διαρκεί, μα δίνει έναυσμα σε μια σημαντική καριέρα και έναν μεγάλο έρωτα. Γιατί εκεί θα γνωρίσει τον Αλεξάντρ Ροτσένκο, μέγα φωτογράφο avant


-garde και έκτοτε σύντροφό της. Μαζί θα συμμετάσχουν στο κίνημα των κονστρουκτιβιστών. Ορος στενότερος απ’ ό,τι πιστεύεται, που επιδίωξε να επαναφέρει την πρωτοπορία στις παραγωγικές απαιτήσεις δόμησης μιας μετεπαναστατικής κοινωνίας. Η Stepanova προερχόταν από φτωχικό περιβάλλον, ο πατέρας της ήταν χαμηλόμισθος υπάλληλος και η μητέρα της, ας πούμε, οικονόμος. Αντίστοιχα και ο Ροτσένκο. Ετσι, θα κάνει έναν δεύτερο συμβιβασμό: μαθαίνει δακτυλογράφηση και εργάζεται ως γραμματεύς σε εργοστάσιο για να μπορεί να ζωγραφίζει πιο άνετα. Στα έργα της επαναλαμβάνεται αυτή η διάσπαση της γυναίκας σε πολλαπλότητες καθηκόντων: από μητέρα σε ερωμένη, από εργάτρια σε καλλιτέχνιδα. Παρά το ιδεολογικό υπόβαθρο του κινήματος για τα σημερινά μάτια, η Στεπάνοβα ως εκπρόσωπος δεν δίστασε να σχεδιάσει σκηνογραφίες, βιβλία και σταμπωτά υφάσματα, να «χτίσει» (construct) μέσω της ζωγραφικής. Με τον Ροτσένκο συμμετείχαν και στην οργάνωση καλλιτεχνικής εργασίας «Οκτώβρης» που συνυπέγραφαν οι Λισίτσκι, Ντάινεκα και Κλούτσις, ο σκηνοθέτης Αϊζενστάιν, ο μεξικανός muralista Ντιέγκο Ριβέρα και αρκετοί αρχιτέκτονες.


Ναταλία Γκοντσάροβα (1881-1962) Η πρωτοπόρος


Γεννημένη τη θρυλική χρονιά που άνοιξε τα πονηρά μάτια του στον κόσμο ο Πικάσο, καθώς και o Φερνάν Λεζέ (και οι δύο μετέπειτα μέλη του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος) και ο κατοπινός σύντροφός της Μιχαήλ Φιοντόροβιτς Λαριόνοφ, υπήρξε η παλαιότερη ­ θεωρήθηκε η πρώτη ρωσίδα κυβίστρια ­ της ομάδας των έξι, που δεν προϋπέθετε την ύπαρξή της. Από οικογένεια ευγενών της επαρχίας η Γκοντσάροβα δεν νιώθει υποχρεωμένη να μοιραστεί έναν quiproquo γάμο. Πνεύμα ανήσυχο και μαχητικό, διοργανώνει με τον Λαριόνοφ εκθέσεις με τα προκλητικότερα έργα συγχρόνων της Μοσχοβιτών. Αλλωστε δική της ήταν η πρώτη ατομική έκθεση αβάνγκαρντ στην ταραγμένη μητρόπολη. Δεν διστάζει να κατηγορήσει τους φουτουριστές με τον θεωρητικό τους Μαρινέτι για ακαδημαϊσμό ούτε να εγκαταλείψει τη χώρα της για να σκηνογραφήσει τα μπαλέτα Ντιάγκιλεφ. Πολεμήθηκε ανοιχτά, αλλά κινιόταν με χάρη, με το μυαλό και το κορμί μοιρασμένο ανάμεσα στη φιλοσοφία και στη δράση, στη ρωσική επαρχία και στο άστυ, στο σλαβικό ταμπεραμέντο και στον κοσμοπολιτισμό. Η Επανάσταση του ’17 την βρίσκει στο Παρίσι. Εκανε τη ρομαντικότερη αναρχική παραχώρηση: παντρεύτηκε τον σύντροφό της Μιχαήλ λίγο προτού πεθάνει για να του κληροδοτήσει την (οικονομική) ελευθερία εις μνήμην. Και αν γεννήθηκε πρώτη, κλείνει τα μάτια τελευταία και από τις έξι ζωγράφους.