Τι σκέπτονται τα παιδιά 13 και 14 χρόνων όταν «Μια πολυκατοικία χτίζεται στη θέση μιας μονοκατοικίας»



­ Πόσους μαθητές έχει η τάξη σας;


­Τριάντα δύο.


­ Και πόσοι από εσάς μένετε σε μονοκατοικία;


Σηκώνονται τα χέρια. Μετράω. Ενα, δύο τρία…. οκτώ. Μάλιστα. Αυτό ήταν. Το ποσοστό έκλινε υπέρ των αρχικών ανησυχιών μου. Τι μπορεί να ξέρουν οι σημερινοί 13άρηδες και 14άρηδες της Αθήνας για τη ζωή σε ένα σπίτι με αυλή, με κήπο, με μυρωδιές από τριαντάφυλλα, νυχτολούλουδα και παιδικά γέλια…


Ηταν πριν από λίγες ημέρες όταν διαβάζοντας την έκθεση της Ζωής «Μια πολυκατοικία χτίζεται στη θέση μιας μονοκατοικίας» ξαφνιάστηκα. Περιμένοντας ένα συμβατικό κείμενο έκθεσης, βρέθηκα μπροστά σε ένα μικρό λογοτεχνικό έργο. «Η καθηγήτριά μας» μου είπε «μας άφησε ελεύθερους να αναπτύξουμε το θέμα, χωρίς τους περιοριστικούς κανόνες μιας έκθεσης. Να γράψουμε όπως το αισθανόμαστε».


Αναζητώντας το αίσθημα των παιδιών βρεθήκαμε στο ιδιωτικό σχολείο «Αγιος Ιωσήφ» στην Πεύκη, στην τάξη της Β´ Γυμνασίου, για να μιλήσουμε με τους μαθητές για τις εμπειρίες μιας ζωής που οι περισσότεροι δεν έζησαν, με εξαιρέσεις το διάστημα των διακοπών τους ή τη βραχύχρονη παραμονή τους στα χωριά των παππούδων τους.


«Η αφορμή» λέει η φιλόλογος της τάξης, κυρία Μαγδαληνή Καραμήτσου, «δόθηκε από τα κείμενα που διδάσκονται στο μάθημα της λογοτεχνίας. Μιλήσαμε αρκετά για το θέμα, το αναπτύξαμε σε όλες τις προεκτάσεις του ­ κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές ­, μοιράστηκαν σημειώσεις με τις αντιθέσεις μονοκατοικίας – πολυκατοικίας και όταν έφθασε η ώρα να γράψουν τα παιδιά σκέφθηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον ο κάθε μαθητής να το αναπτύξει όπως εκείνος νομίζει καλύτερα. Είναι η πρώτη φορά που βάζω σε τάξη το συγκεκριμένο θέμα και το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλό. Τα καινούργια βιβλία μάς ανοίγουν δρόμους και οι μαθητές, όταν τους δοθεί η κατάλληλη βοήθεια, έχουν τη δυνατότητα να μας εκπλήσσουν συχνά».


Μεγαλώνοντας με απαγορεύσεις


Στην τάξη επικρατεί σχετική αμηχανία. «Εχουμε τρακ» λένε οι περισσότεροι, αλλά σπεύδουν να μας ζητήσουν να μείνουμε όσο θέλουμε… Η Ελενα, η Ελλη, ο Δημοσθένης, ο Κωνσταντίνος, η Ζωή ορθώνουν τον δικό τους λόγο απέναντι στα πολυώροφα κτίρια:


«Ζω σε διαμέρισμα, αλλά έχω περάσει τις διακοπές μου σε μονοκατοικία. Είναι διαφορετικά. Εχεις αυλή, μπορείς να παίξεις με τους φίλους σου, λείπουν οι απαγορεύσεις και τα μη. Δεν σκέφτεσαι αν θα ενοχλήσεις τους επάνω ή τους κάτω. Στο διαμέρισμα είναι αλλιώς…».


«Στην πολυκατοικία δεν υπάρχει η έννοια της γειτονιάς, της παρέας. Είμαστε ξένοι μεταξύ μας. Πιστεύω ότι υπάρχουν και οικονομικοί λόγοι που τσακώνονται οι ένοικοι και δεν μιλούν μεταξύ τους. Τα κοινόχρηστα, η χρήση του καλοριφέρ, οι ώρες κοινής ησυχίας. Ο καθένας έχει τα προβλήματά του. Δεν τον νοιάζει τι κάνει ο διπλανός του».


«Εγώ έμενα 12 χρόνια σε διαμέρισμα. Πρόσφατα μετακομίσαμε σε μονοκατοικία. Η διαφορά είναι μεγάλη. Τώρα έρχονται παιδιά από τη γειτονιά στην αυλή μας, παίζουμε, έχω κάνει περισσότερες παρέες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Στο καινούργιο μας σπίτι όμως έγινε κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ. Μας είχαν πει να μην κόψουμε όλα τα δέντρα. Πως είναι υποχρεωτικό να κρατήσουμε έξι στην αυλή μας. Πράγματι αυτό έγινε. Χτίστηκε το σπίτι μας αλλά μετά κόψαμε άλλα δύο δέντρα για να είναι μεγαλύτερη και πιο ωραία η αυλή. Αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό. Φταίμε και εμείς που καταστρέφεται το περιβάλλον...».


Οσο για τη γνώμη τους σχετικά με το πού θα κατοικούσαν τόσοι άνθρωποι οι οποίοι ήρθαν από την επαρχία στην πρωτεύουσα αναζητώντας δουλειά, οι απαντήσεις μπορεί σε πρώτο επίπεδο να είναι απλοϊκές, έχουν όμως τη δική τους σημασία:


«Επρεπε να είχε οργανωθεί καλύτερα η εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού. Να δημιουργηθούν, όπως και στο εξωτερικό, βιομηχανικές περιοχές με οικισμούς έξω από την πόλη, ώστε να διατηρηθούν η Αθήνα και οι άλλες μεγάλες πόλεις όπως ήταν παλιά».


«Να χτίζονταν πολυκατοικίες με αυλές, να υπήρχαν πάρκα και ελεύθεροι χώροι. Το περιβάλλον αντιπροσωπεύει και το πρόσωπο της πόλης που θέλουμε. Ή να δινόταν η ευκαιρία να γίνουν βιομηχανίες και εκτός της πρωτεύουσας. Στην περιφέρεια…».


Πώς μπορεί όμως ένα παιδί που μεγαλώνει παίζοντας με τον… υπολογιστή του να γνωρίζει τα συναισθήματα που δημιουργούνται όταν γκρεμίζεται μια μονοκατοικία ή ακόμη και το δέσιμο που υπάρχει με τοίχους γερασμένους από αναμνήσεις; «Δεν χρειάζεται να το ζήσεις για να το καταλάβεις. Το νιώθεις γιατί είναι κάτι που σου λείπει. Θα ήθελες να είναι έτσι η ζωή σου, αλλά δεν γίνεται». Μα και το διαμέρισμα είναι το σπίτι που γεννήθηκες, που μεγάλωσες, που γνώρισες χαρές και λύπες. Δεν θα έπρεπε να αισθάνεσαι το ίδιο «δέσιμο»; τους ρωτάς. Αλλά η απάντηση έρχεται αφοπλιστική: «Ζώντας με απαγορεύσεις δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το σπίτι σου όπως θέλεις· δεν το αισθάνεσαι δικό σου!».


Τι μπορεί να γίνει;


Κοιτάζοντας αυτά τα νέα παιδιά, τα απόλυτα, που μπορούν ακόμη ανιδιοτελώς να αμφισβητούν, που μπορούν να ανατρέψουν το παρόν μας και το μέλλον τους, κάνεις την ερώτηση που πολλές φορές θέλεις να θέσεις στον εαυτό σου αλλά την αποφεύγεις γιατί πονάει: Εσείς όταν μεγαλώσετε θα μετακομίζατε από αυτή την απρόσωπη πόλη για να ζήσετε μια άλλη ζωή, σαν αυτή που περιγράφετε στις εκθέσεις σας; Αμηχανία. Δύσκολη η απάντηση. Και αυτές που δόθηκαν πιο κοντά στα δικά μας status: «Δεν ξέρω αν θα μετακόμιζα. Αν υπήρχαν οι κατάλληλες οικονομικές προϋποθέσεις… Αν είχα δουλειά στην επαρχία… Αν είχα εξασφαλιστεί επαγγελματικά και υπήρχαν και οι προοπτικές», αν… Ολα αυτά τα «αν» που μετέτρεψαν εκατοντάδες επαρχιώτες σε Αθηναίους είναι πάλι μπροστά μας. Και τι θα γίνει; Αν ήταν στο χέρι σας να αλλάξετε την υπάρχουσα εικόνα της πρωτεύουσας, τι θα κάνατε; Θα την γκρεμίζατε; Εδώ ακούγεται το αυθόρμητο γέλιο και ένα «μακάρι!» για να ειπωθούν στη συνέχεια οι προτάσεις:


* «Να φύγουν τα εργοστάσια από την πόλη και να γίνουν πάρκα. Γιατί και οι περιοχές γύρω από την πρωτεύουσα όπου υπάρχουν μονοκατοικίες «πνίγονται» από τα φουγάρα».


* «Να δοθούν ενισχύσεις σε όσους θέλουν να χτίσουν μονοκατοικίες, γιατί είναι πολύ πιο ακριβό το να χτίσεις ένα σπίτι από το να αγοράσεις ένα διαμέρισμα».


* «Να δώσουν χρήματα σε όσους έχουν μονοκατοικίες, γιατί είναι πολύ ακριβή η συντήρησή τους. Ενας φτωχός δύσκολα θα διατηρήσει σήμερα το πατρικό του. Θέλει πολλά χρήματα. Γι’ αυτό το δίνει αντιπαροχή. Για να εξασφαλίσει και τα παιδιά του. Εξάλλου το διαμέρισμα παρέχει περισσότερες ανέσεις…».


* «Υπάρχει τρόπος να κάνουμε πιο όμορφο το περιβάλλον που ζούμε: να ζωγραφίσουμε τους τοίχους των πολυκατοικιών· να κάνουμε γκραφίτι με όμορφα ζωντανά χρώματα».


Είναι και αυτό μια λύση, σκέφτεσαι φεύγοντας. Και θυμάσαι ένα διαφορετικό γκραφίτι. Κάτι τούβλα στον τοίχο του πατρικού σου που δεν είχαν ασπριστεί και τα χρησιμοποιούσες ως πίνακα για να λύνεις προβλήματα μαθηματικών παριστάνοντας τη δασκάλα στα φιλαράκια της γειτονιάς σου. Σε μια αυλή, μακριά, πολύ μακριά από το διαμέρισμα όπου μένεις σήμερα. Και συλλογιέσαι πως εκείνη η απορία στο τραγούδι που σιγομουρμούριζες «πώς να χωρέσει τ’ όνειρο σε κάμαρη δυο πήχες» δεν έχει βρει την απάντηση ούτε σε διαμερίσματα των 100 τ.μ. που στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο ακουμπούν ουρανό. Ισως τη βρείτε πίσω από τις γραμμές των εκθέσεων που ακολουθούν…


Γυρίζεις από τη δουλειά σου κατάκοπος. Δεν σταματάς να σκέφτεσαι την ώρα που θα φτάσεις στο σπιτάκι σου και η γυναίκα σου θα σου σερβίρει το ταπεινό μεσημεριανό σου γεύμα. Και τότε στη γωνία, μετά το παντοπωλείο του κυρ Θανάση, τη βλέπεις.


Μια μικρή πινακίδα μπροστά από το σπίτι του γείτονά σου: «Κατεδάφισις εντός τριών ημερών». Ενα σπίτι θα γκρεμιστεί. Είναι ολοφάνερο ότι στη θέση του θα φυτρώσει μια γκρίζα πολυκατοικία, από αυτές που έχουν αρχίσει να πνίγουν το κέντρο. Η χαρούμενη διάθεσή σου αλλάζει στη στιγμή. Δεν το είχες καταλάβει ακόμη, φτωχέ εργάτη, πως το μέλλον δεν είναι τα καλυβάκια και οι παράγκες αλλά το ύψος ­ όσο μεγαλύτερο τόσο καλύτερα…


Το απόγευμα, κι ενώ εσύ ακόμη σκέφτεσαι την πινακίδα, ο γείτονας, χαρούμενος και ευτυχισμένος, σε επισκέπτεται. «Καλώς ήρθες», λες και ας μην το εννοείς. Πώς είναι δυνατόν να βάζεις στο σπίτι σου αυτόν που γκρεμίζει τα όνειρα του παππού του και αυτό που έφτιαξε πετραδάκι πετραδάκι ο πατέρας του; Και τώρα, θρονιασμένος στην πολυθρόνα, σου απαριθμεί τα θετικά του πολέμου που άνοιξε με τις αναμνήσεις του.


Θα είναι μεγαλύτερο, λέει, και πιο άνετο. Τα παιδιά θα παίζουν με τα παιδιά των ενοικιαστών και θα έχουν τα δικά τους δωμάτια. Αλλά το σπουδαιότερο, είναι αντιπαροχή. Εκτός του δικού τους διαμερίσματος θα έχουν άλλα τρία για να νοικιάζουν, επιπλέον εισόδημα στον μικρό μισθό που τώρα παίρνουν.


Μιλάει λες και θέλει να σε πείσει. Ωστόσο δεν γελάστηκες… Στο τέλος σού λέει ότι οι εργολάβοι ενδιαφέρονται και για το δικό σου σπίτι. Εσύ αγριεύεις, φουντώνεις και τον πετάς έξω. Σκέφτεσαι ότι δεν θα γίνεις δολοφόνος του παρελθόντος, όπως ο «αγαπημένος» σου γείτονας. Θα ζήσεις και θα πεθάνεις σ’ αυτό το σπίτι που γεννήθηκαν τα παιδιά σου. Εκείνα με τη σειρά τους θα γεράσουν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους όπου θα ζήσουν και τα εγγόνια σου. Σου φαίνεται αφάνταστα άσχημο να αφήσεις αυτά τα τούβλα, που το καθένα μετράει και μία ημέρα της ζωής σου. Το τσιμέντο που χρειάστηκε τον ιδρώτα του πατέρα σου για να πήξει.


Σηκώνεσαι και πας να ακουμπήσεις το χέρι σου στον τοίχο. Νιώθεις έναν παλμό. Το σπίτι αυτό κλείνει μέσα του πολλά, μαζί κλείνει και μια καρδιά. Τη δική σου, ταπεινέ, που όσο ζωηρά και να χτυπάει τώρα, κάποτε θα σταματήσει και θα επέλθει σκοτάδι. Διότι και τα καλύτερα πράγματα τελειώνουν κάποτε.


Την άλλη μέρα ο φτωχός οικογενειάρχης, εσύ, θα υπογράψεις το συμβόλαιο αντιπαροχής. Η καρδιά σου όμως θα σε πονέσει. Θα σε πονέσει, όπως το κατάρτι της «Αργούς» πόνεσε τον Ιάσονα, γέρο πια, στον ναό του Ποσειδώνα, μια φορά κι έναν καιρό… Ζωή Γαϊτανάρου


Η Καλαμάτα, η ηλιόλουστη πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, μου είχε φανεί υπέροχη, μια όμορφη πόλη με ωραία σπίτια και κτίρια. Ωστόσο η γιαγιά μου είχε άλλη γνώμη. Δεν ήταν η πόλη που γνώριζε από παλιά, με τις μονοκατοικίες και τους μεγάλους κήπους. Τώρα οι περισσότερες από αυτές τις μονοκατοικίες είχαν μεταμορφωθεί σε πανύψηλες ψυχρές πολυκατοικίες με τσιμεντένιες αυλές.


Περπατούσαμε πολλή ώρα στους δρόμους ψάχνοντας για σπίτια γνωστών και φίλων, αλλά μάταια. Λίγες από αυτές τις όμορφες μονοκατοικίες γλίτωσαν· αυτά τα σπιτάκια με τους κήπους γεμάτους από κατιφέδες, βιολέτες, κρίνα και τριαντάφυλλα, πολλά τριαντάφυλλα, δεν υπήρχαν πια.


Ξαφνικά στρίβοντας στην οδό Πολυχάρους αντικρίσαμε μια πολυκατοικία ψηλή, επιβλητική αλλά προσεγμένη και φρεσκοβαμμένη. Δίπλα σ’ αυτήν βρισκόταν μια παλιότερη πολυκατοικία και ένα σπιτάκι με αφρόντιστο κήπο. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο λοιπόν, κάποτε υπήρχε το σπίτι του παππού μου.


Η γιαγιά μου μόλις το είδε αυτό το θέαμα συγκινήθηκε. Το σπίτι που τη φιλοξένησε σε καλές και άσχημες στιγμές και που της έδωσε καταφύγιο σε δύσκολους καιρούς δεν υπήρχε πια. Αυτό το όμορφο σπίτι με τους κάτασπρους τοίχους, τη σκεπή από κεραμίδια, με τον κήπο τον γεμάτο με τριαντάφυλλα ήταν μια ανάμνηση.


Πριν από δέκα περίπου χρόνια οι συγγενείς του παππού μου μη μπορώντας να το συντηρήσουν το πούλησαν και έτσι σήμερα υψώνεται στη θέση του μια πολυώροφη πολυκατοικία.


Στεναχωρήθηκα εκείνη τη στιγμή για τη γιαγιά μου και όλους αυτούς που αφήνουν τα σπίτια τους να γκρεμίζονται μαζί με όλα τους τα όνειρα, τις ελπίδες και τις στιγμές… Οικονόμου Ελενα


Κάθομαι και σκέφτομαι: «Αραγε, ήταν τόσο πολύ μεγάλη η ανάγκη να γκρεμιστεί το σπίτι;».


Κι όμως η μαμά είπε πως ήταν. Δεν ρώτησε όμως τη γιαγιά. Δεν τη ρώτησε αν συμφωνούσε στο να γκρεμιστεί το σπίτι της για την κατασκευή αυτής της πολυκατοικίας. Ηταν πιστεύω το πιο μεγάλο λάθος της μαμάς. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσε να το κάνει.


Οι τοίχοι αυτού του σπιτιού για τη γιαγιά κουβαλούσαν πάνω τους αναμνήσεις· χιλιάδες αναμνήσεις ανεκτίμητης αξίας. Μόλις η γιαγιάκα έμαθε πως το σπίτι της γκρεμίστηκε, αμέσως γκρεμίστηκαν και σ’ αυτή τα πάντα μέσα της.


Με τον χαμό αυτού του σπιτιού χάθηκαν τα πάντα. Χάθηκαν όμως υλικά πράγματα, γιατί οι στιγμές, οι αξέχαστες αυτές στιγμές που περάσαμε όλοι μαζί μέσα του, θα μείνουν στις σκέψεις μας και θα μας φέρνουν ένα συναίσθημα χαράς και λύπης μαζί.


Για παρηγοριά έχω πει στην καλή μου γιαγιούλα να σκέφτεται πως καθώς αυτό το σπίτι γκρεμιζόταν, χιλιάδες μικρά περιστέρια άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά για να καταφέρουν να ξεφύγουν.


Πετούσαν και το καθένα είχε μέσα του μια ξεχωριστή στιγμή. Πέταξαν ψηλά και ήρθαν και σταμάτησαν μέσα στην ψυχή μας. Εκεί βρήκαν πάλι το σπίτι τους. Ενα σπίτι ίδιο μ’ εκείνο, το προηγούμενο, από το οποίο είχαν φύγει!


Τώρα κάθε φορά που θα περνάμε από εκεί θα αντικρίζουμε μια επίσης όμορφη πολυκατοικία, μα πάντα θα θυμόμαστε πως κάποτε στη θέση της υπήρχε ένα ακόμη πιο όμορφο αρχοντικό. Το αρχοντικό της γιαγιάς μου. Αναστασία Σοφού


Κάποτε έβγαινα πολύ συχνά βόλτα με τους γονείς μου. Στον δρόμο απ’ όπου περνούσαμε υπήρχε μια σειρά από πολύ όμορφες μονοκατοικίες.


Μία όμως ξεχώριζε! Ηταν αυτή που είχε μια όμορφη μαύρη εξώπορτα. Μπορούσε κανείς να διακρίνει, μέσα απ’ τα χαμηλά κάγκελα, έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο με τα μικρά πολύχρωμα άνθη του. Στο βάθος, πίσω από ένα τεράστιο δέντρο, υπήρχε μια πολύ όμορφη μονοκατοικία, που μπροστά είχε τρία σκαλοπάτια και ένα μεγάλο σιντριβάνι. Παρατηρούσε κανείς ακόμη τα χαρακτηριστικά πράσινα παραθυρόφυλλα και τα κόκκινα κεραμίδια.


Μια μέρα όμως περνώντας από εκεί αντί να δούμε την όμορφη μονοκατοικία είδαμε δύο μπουλντόζες μέσα στον κήπο. Η μία ξερίζωνε τα όμορφα φυτά και η άλλη γκρέμιζε το σπίτι.


Τραγικές φιγούρες οι ιδιοκτήτες που κλαίγανε βλέποντας να ξεριζώνονται οι αναμνήσεις τους. Ηταν πλέον αναγκασμένοι να το γκρεμίσουν για να φτιάξουν στη θέση του μια πολυκατοικία και αυτό γιατί δεν μπορούσαν πια να συντηρούν το σπίτι.


Εξάλλου, έλεγαν, η τεχνολογία, η άνεση, η μόδα απαιτούσαν μια πολυκατοικία. Σε αυτήν τα έξοδα ήταν λιγότερα και οι ανέσεις άπειρες, σε σχέση με εκείνο το μικρό σπίτι. Ομως δεν πιστεύανε αυτά τα λόγια. Τα κλάματά τους και τα πρόσωπά τους το πρόδιδαν. Ισως να μιλούσαν έτσι προσπαθώντας να παρηγορηθούν. Αδικα όμως…


Μετά από λίγο καιρό περνώντας από εκεί είδαμε το απάνθρωπο θέαμα. Μια γκρίζα πολυκατοικία που καθόταν εκεί κρύα, περιτριγυρισμένη από μια καθημερινότητα, την τεχνολογία, που όσο πάει μας απομονώνει από τον κόσμο και μας μετατρέπει σε ανθρώπους αγέλαστους, που έχουν ξεχάσει τι θα πει κοινωνία και αγάπη για τον άνθρωπο. Ελλη Ανεμογιάννη-Σινανίδη