Πώς ένα θλιβερό γεγονός για τους συγγενείς αποτελεί πηγή ευδαιμονίας για τους αετονύχηδες




Οι τρεις μαυροντυμένες κυρίες επί ώρα αναζητούσαν τον ιερέα. Ματαίως περιφέρονταν στα στενά διαδρομάκια του Α’ Νεκροταφείου προσπαθώντας μεταξύ των κενών των μνημάτων να εντοπίσουν τον ρασοφόρο. Μετά από ένα πλήρες εικοσάλεπτο αναζήτησης, τελικώς απογοητεύθηκαν ­ άπασες παρέδωσαν τα όπλα και μαζεύτηκαν κατηφείς γύρω απ’ το μνήμα, αποδεχόμενες το γεγονός ότι του μακαρίτη συγγενούς τους δεν του έμελλε να δει τρισάγιο τη συγκεκριμένη ημέρα. Και τότε ενεφανίσθη από μακριά η τέταρτη μαυροφορεμένη κυρία, καταφθάνουσα αργοπορημένη στο συμφωνηθέν κυριακάτικο ραντεβού. Δεδομένης της αργοπορίας η κυρία σχεδόν έτρεχε προς το μνήμα. Και τότε, ω του θαύματος, πίσω της σε απόσταση 20 μέτρων, με το ίδιο τρεχάτο βήμα, εμφανίστηκε και ο ακριβοθώρητος ιερέας. Ο οποίος ασθμαίνων τη σταμάτησε φωνάζων «Κυρία! Κυρία!». Η κυρία γύρισε, οπότε και ο ιερέας χαμογέλασε… και εντός δεκαλέπτου το τρισάγιο είχε τελεσθεί.


Αργότερα οι τρεις άλλες κυρίες εθαύμασαν την τετάρτη για την εξαιρετική της τύχη στην εύρεση ρασοφόρου. Και εκείνη χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι: «Δεν τον βρήκα εγώ» τους είπε. «Η… γούνα μου τον βρήκε!». Το σιβυλλικόν της ρήσης της η ίδια το ξεδιαλύνει: «Κανένας παπάς δεν πλησιάζει συγγενείς φτωχικά ντυμένους. Γιατί το τι θα του δώσουν μετά το τρισάγιο εξαρτάται αποκλειστικά από αυτούς. Ηρθε σ’ εμένα γιατί φορούσα γούνα. Και περίμενε δεκαχίλιαρο μετά το τρισάγιο ­ το οποίο και πήρε…». Η κυρία ξέρει τι λέει ­ δυστυχώς γι’ αυτήν, έχει χρόνια τώρα πάρε δώσε με τους υπεύθυνους των νεκροταφείων.


Τρισάγιο και δεκαχίλιαρο


Δεν είναι η μόνη, και η κυρία Μαρία ανήκει στην ίδια ατυχήσασα κατηγορία: δύο μέλη της οικογένειάς της βρίσκονται στο νεκροταφείο της Κηφισιάς. «Οταν πρωτοήρθα με πρόλαβε η καντηλανάφτισσα» λέει. Αναφέρεται βεβαίως στην πρώτη φορά που της έλαχε να περάσει την πύλη του νεκροταφείου. Τότε που η καντηλανάφτισσα πρόλαβε να την πλησιάσει προτού σπεύσουν «οι δημοτικοί υπάλληλοι που εδράζονται στο σπιτάκι αριστερά της εισόδου», όπως παρατηρεί. Και έτσι η κυρία Μαρία ανέθεσε στην καντηλανάφτισσα να καθαρίζει το μνήμα και να ανάβει το καντήλι του συγγενούς της. «Τότε δεν ήξερα… αλλά πάλι καλά που μου έτυχε αυτή. Οι άλλοι μοιάζουν και με… κοράκια» λέει ­ και αιτιολογεί: «Να δείτε πώς σκοτώνονται να προλάβουν μόλις εμφανισθεί καινούργιος θλιμμένος συγγενής…».


Υπερβολή; Κάθε άλλο, και η κυρία Ιωάννα θα μπορούσε να υπερθεματίσει σε σχέση με τις κερδοσκοπικές τάσεις των λυμαινομένων τα νεκροταφεία ­ και αυτή έχει πικράν πείραν εξ αυτών, και όχι μόνον λόγω της απώλειας των αγαπημένων της. Οπως λέει, αν μπορούσε κανείς να δει το νεκροταφείο σε… κάτοψη κάποια Μεγάλη Παρασκευή ή Ψυχοσάββατο, η εικόνα θα θύμιζε το λαοφιλές βιντεοπαιχνίδι «πάκμαν»: οι ιερείς, σαν το κίτρινο πλασματάκι του παιχνιδιού, τρέχουν ακατάπαυτα στους διαδρόμους από το ένα μνήμα με συγγενείς στο άλλο. «Τα Ψυχοσάββατα και τις Μεγάλες Παρασκευές οι παπάδες ξεχύνονται στο νεκροταφείο από τάφο σε τάφο για τα τρισάγια: ένα τρίλεπτο ευχές και πέφτει πεντοχίλιαρο, δεκαχίλιαρο και βάλε» λέει η κυρία Ιωάννα. Εδώ και πέντε χρόνια, που έχει τον πατέρα της στο Νεκροταφείο Κηφισιάς, τα μάτια της έχουν δει σκηνές απείρου κάλλους να εκτυλίσσονται.


Τώρα διηγείται την ιστορία του πατρός Αμβροσίου, όστις τυγχάνει συνταξιούχος παπάς του νεκροταφείου. Ο πατήρ, καθ’ ότι μένει πολύ κοντά στο κοιμητήριο, έχει διατηρήσει κάποιες επαφές με συγγενείς τεθνεώτων, οίοι τον εκτιμούν και επιμένουν να κάνει αυτός τα τρισάγια στους τάφους των συγγενών τους. Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι εν ενεργεία παπάδες διαφωνούν. Τι κάνουν; Η κυρία Ιωάννα έχει δει με τα μάτια της τους άλλους παπάδες να ορμούν πάνω στον γέροντα Αμβρόσιο, να τον σηκώνουν σχεδόν στα χέρια και να τον πετάνε έξω από το κοιμητήριο, επειδή τους τρώει την πελατεία! Αποτέλεσμα; Για να κάνει τρισάγιο ο πατήρ Αμβρόσιος, οι συγγενείς τον βάζουν στο νεκροταφείο από την πλαϊνή πόρτα και δύο τουλάχιστον από αυτούς φυλάνε… τσίλιες σε απόσταση 20 μέτρων από τον τάφο!


Τα τεκταινόμενα στο Νεκροταφείο Κηφισιάς, όσο παράδοξα και αν ακούγονται, μόνο εξαίρεση δεν αποτελούν. Είναι γεγονός ότι ακόμη και τις απλούστερες των υπηρεσιών οι αετονύχηδες των νεκροταφείων ανά την Αττική τις χρεώνουν χρυσές ­ εξ ου και οι διαμάχες μεταξύ τους για το ποιος θα αναλάβει καθεμιά. Ο αφελής συγγενής που θα υποκύψει στο αθώο «θέλετε λίγο χορταράκι να σας φυτέψω στο μνήμα;» το οποίο θα του απευθύνει συμπαθής μεσόκοπη περιφερομένη στο Α’ Νεκροταφείο θα κληθεί αργότερα να καταβάλει… 35.000 δρχ. για φύτεμα χλόης καταλαμβάνουσας έκταση δύο μόλις τετραγωνικών μέτρων! Οποιος ζητήσει στο Νεκροταφείο Βύρωνα να του καθαρίσουν το μνήμα του συγγενούς του (ήτοι μια πλάκα ένα επί δύο) θα πρέπει να πληρώσει 2.500 δραχμές! Και βεβαίως υπάρχουν και τα μηνιαία κονδύλια: στην Κηφισιά και στον Βύρωνα, το άναμμα καντηλιού, ας πούμε, χρεώνεται 5.000 δρχ. μηνιαίως.


Και αυτά είναι τα χαμηλότερα των κονδυλίων. Διότι τα υψηλότερα αυτών συνοψίζονται σε οκτώ λέξεις: «ενοίκιο τάφου μετά το πέρας της τριετούς ταφής». Στο Α’ Νεκροταφείο το ενοίκιο για τα παροιμιώδη «δυο μέτρα γης» φθάνει τις 50.000 δρχ. τον μήνα ­ περίπου όσο μια γκαρσονιέρα 40 τετραγωνικών στην ευρύτερη περιοχή του Μετς. Στην Κηφισιά οι τιμές είναι κατά τι χαμηλότερες: με 300.000 δρχ. οιοσδήποτε μπορεί να αναπαυθεί εν ειρήνη για ένα ολόκληρο έτος. Οσο για τον Βύρωνα… εκεί τα πράγματα εξαρτώνται από το πού είναι ο τάφος ­ αν βρίσκεται στην πρώτη ζώνη, οία θεωρείται προνομιούχος καθ’ ότι βλέπει και τα δεντράκια του δίπλα οικοπέδου (ερωτητέον εάν δύναται να εκτιμήσει την προνομιακή θέα ο νεκρός…), το μηνιαίο αντίτιμο θα αγγίξει τις 50.000 δρχ. Οι άλλες ζώνες, πάλι, ελλείψει προνομιούχου βλαστήσεως, τυγχάνουν ολίγον φθηνότερες.


Το λόττο του νεκροθάφτη


Αλλά για να φθάσει κανείς να πληρώσει ενοίκιο πρέπει πρώτα να έχει περάσει τα σαράντα κύματα της διαδικασίας κατασκευής τάφου, απείρων μνημοσύνων κτλ. Για το γεγονός ότι δεν αρκεί το ελαφρύ χώμα για να σκεπάσει τον εκλιπόντα, χρόνια τώρα επιχαίρουν οι περί τα νεκροταφεία δημιουργοί μνημάτων ­ ιδίως εκείνοι του Α’ Νεκροταφείου, που αντιμετωπίζουν κάθε νέα κηδεία σαν ένα μικρό κερδισμένο Λόττο. Εξ ου και χρεώνουν μια απλή μαρμάρινη πλάκα δύο μέτρων 450.000 δρχ.! Αλλά και στα υπόλοιπα νεκροταφεία κανένα μνήμα, όσο απλό κι αν είναι, δεν μπορεί να στοιχίσει λιγότερο από 150.000 δρχ. Οπως και οιονδήποτε μνημόσυνο αδυνατεί να πέσει κάτω από 100.000 δρχ. ­ και εννοείται ότι η τιμή περιλαμβάνει μόνο το διάβασμα του νεκρού στην εκκλησία, τον δίσκο με τα κόλλυβα, την αμοιβή παπάδων, ψαλτών κτλ. και όχι τους καφέδες στο καφενείο του κοιμητηρίου. Εκεί το αντίτιμο πάει «με το κεφάλι». Αν στον Βύρωνα κάθε παριστάμενος χρεώνεται περί τις 500 δρχ., στο Α’ Νεκροταφείο οι καφέδες αποδεικνύονται μακράν… πολυτελέστεροι, εξ ου και έκαστος αυτών μαζί με το παραδοσιακό ποτηράκι κονιάκ που τον συνοδεύει τιμάται περί τις 1.200 δρχ. ­ περίπου όσο θα τον πληρώνατε και στο Da Capo της πλατείας Κολωνακίου… Αλλά, πάλι, τα πάντα στα νεκροταφεία είναι σαν να τα αγοράζατε από τα πιο «in» μαγαζιά ­ ακόμη και τα άνθη. Το ημικρημνισθέν παράπηγμα που στεγάζει αυτοσχέδιο ανθοπωλείο έξω από το κοιμητήριο της Κηφισιάς πωλεί έκαστον των τριανταφύλλων προς 500 δρχ. ­ όσο και ένα ανθοπωλείο της πλατείας Κηφισιάς. Οσο για το Α’ Νεκροταφείο, την επόμενη φορά που θα τύχει να περάσετε τις πύλες του φροντίστε να έχετε αγοράσει λουλούδια από αλλού. Ειδάλλως θα αναγκασθείτε να πληρώσετε έκαστον των ρόδων που θα παραγγείλετε στην προνομιακή τιμή των 600 μόλις δρχ.!


Κατόπιν όλων αυτών, και με μιαν απλή πρόσθεση, μπορείτε να διαπιστώσετε το παράλογον της οικονομίας του θανάτου: αφ’ ης στιγμής συγγενής τις αφήσει την τελευταία του πνοή, οι αγαπημένοι του πέραν του πόνου τους θα έχουν να επωμισθούν απίστευτα έξοδα. Αν το πέρασμα από την Αχερουσία λίμνη τα αρχαία έτη στοίχιζε έναν μονάχα οβολό, σήμερα πλέον ο Αδης διά των απανταχού αντιπροσώπων του στα ελληνικά νεκροταφεία δεν προτίθεται να εξασφαλίσει την αιώνια γαλήνη κανενός τεθνεώτος αν οι οικείοι του δεν τον τιμήσουν καταθέτοντας στη μνήμη του ποσόν απείρων μηδενικών: Στο Α’ Νεκροταφείο για τα τρία έτη που θα ακολουθήσουν τον θάνατο εκάστου συγγενούς το μίνιμουμ των εξόδων θα αγγίξει τα 2 εκατ. δρχ. Στο Νεκροταφείο Κηφισιάς θα φθάσει το 1.400.000 δρχ. Οσο για το Νεκροταφείο Βύρωνα, εκεί θα περιορισθεί μόλις στο 1.200.000 δρχ. Αν δεν είστε Χαϊλάντερ, φροντίστε να γίνετε εκατομμυριούχος όσο ακόμη είναι καιρός.


«Ο θάνατος» είχε πει ο Επίκουρος «όταν ζούμε, απουσιάζει. Οταν έρθει, τότε δεν υπάρχουμε πια». Οσο μακάβριο κι αν είναι το θέμα του θανάτου, δεν παύει να αποτελεί ένα βιολογικό γεγονός. Κανείς δεν μπορεί να σκεφθεί με ευχαρίστηση τον θάνατο, πολύ περισσότερο όταν αφορά συγγενικό του πρόσωπο. Η αναστάτωση των συγγενών είναι πάντα μεγάλη και σε αυτές τις περιπτώσεις τα γραφεία τελετών αναλαμβάνουν τις περισσότερες φορές, μετά από συμφωνία, τη διεκπεραίωση όλων των ζητημάτων: από το πιστοποιητικό του θανάτου, τη μεταφορά της σορού, τη ρύθμιση της λειτουργίας στην εκκλησία ως την οργάνωση της τελετής που ακολουθεί την κηδεία.


Σύμφωνα με τον κ. Μ. Παπαδόπουλο, ιδιοκτήτη γραφείου τελετών, «οι άνθρωποι δυστυχώς δεν είναι πολύ ενημερωμένοι. Μερικοί κάνουν κάποιες ερωτήσεις, οι περισσότεροι όμως υπό το βάρος του θανάτου του συγγενούς τους τα αφήνουν όλα στο γραφείο τελετών».


«Η ιδέα του θανάτου σε καταβάλλει, δεν σε αφήνει να σκεφθείς καθαρά. Ακόμη κι αν γνωρίζεις ότι ο άνθρωπός σου πρόκειται να πεθάνει, δεν ασχολείσαι με τις λεπτομέρειες της κηδείας» λέει η κυρία Ευρυδίκη Παλιούρα, η οποία πριν από έξι μήνες έχασε τον αδελφό της. «Το γραφείο τελετών ζήτησε για τη μεταφορά της σορού από το Γενικό Κρατικό Νικαίας σε χωριό της Εύβοιας 300.000 δρχ. Πιστεύω ότι το ποσόν ήταν εξωφρενικό, αλλά το πληρώσαμε, δεν γινόταν αλλιώς».


Ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν μετά τον θάνατο του συγγενικού τους ατόμου και «μεταβιβάζουν» όλες τις υποχρεώσεις τους στα εκάστοτε γραφεία τελετών. Αυτά από την πλευρά τους είναι έτοιμα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και να συμπαρασταθούν στην οικογένεια του εκλιπόντος με το ανάλογο αντίτιμο. Διότι, ως γνωστόν, δεν υπάρχει τίποτε σε αυτόν τον κόσμο που να μην έχει τη χρηματική του αξία. Οι τιμές βεβαίως διαμορφώνονται πάντοτε ανάλογα με τις προτιμήσεις των συγγενών όσον αφορά το φέρετρο, τον τάφο, το είδος της κηδείας και τη δεξίωση. Στην «παρεξηγημένη» αγορά των γραφείων τελετών φαίνεται πάντως ότι υπάρχει υπερπροσφορά υπηρεσιών και προϊόντων.


Οπως αναφέρει ένας ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, «σήμερα υπάρχουν 30-40 είδη φερέτρων, ενώ πριν από μερικά χρόνια οι επιλογές ήταν πολύ περιορισμένες». Οι τιμές τους διαμορφώνονται ανάλογα με το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα. Υπάρχουν απλά λακαριστά φέρετρα τα οποία κοστίζουν 80.000 δρχ., φέρετρα από ξύλο καρυδιάς στην τιμή των 200.000 δρχ., ενώ στην κατηγορία πολυτελείας υπάρχουν φέρετρα από έβενο στην τιμή του 1 εκατ. δρχ. Η ιδιαιτερότητα των τελευταίων, που δεν ξεπερνούν σε αριθμό πωλήσεων τα δέκα κάθε έτος, είναι ότι το πολύτιμο αυτό ξύλο αποσυντίθεται μετά από οκτώ χρόνια!


Στο κοστολόγιο της κηδείας πρέπει ακόμη να προστεθούν, ανάλογα πάντοτε με τις επιθυμίες των συγγενών, το στόλισμα της σορού και της εκκλησίας, η μεταφορά της σορού από το σπίτι στο κοιμητήριο, οι αγγελίες του πένθους και η τελετή που ακολουθεί την κηδεία. Για μια «αξιοπρεπή» κηδεία πρέπει κανείς να υπολογίζει ποσόν 400.000 – 600.000 δρχ., ενώ για όσους επιθυμούν να αποχαιρετήσουν το αγαπημένο τους πρόσωπο με «μεγάλες τιμές» το κόστος μπορεί να ξεπεράσει το 1 εκατ. δρχ.