Μη φανταστείτε Κινέζους με λευκό γένι που λένε τη μοίρα ούτε σκαλιστά σεντούκια που κρύβουν πανάρχαια μυστικά. Η δική μας κινεζική πόλη είναι ακόμη σχεδόν αόρατη, καθόλου φολκλόρ και κάνει τα πρώτα δειλά βήματά της γύρω από την Κουμουνδούρου





«Το άλογο δεν παχαίνει αν δεν το ταΐσεις παραπάνω άχυρο τη νύχτα.
Ο άνθρωπος δεν γίνεται πλούσιος χωρίς συμπληρωματικά εισοδήματα, πέρα από τον κανονικό του μισθό». Κινεζική παροιμία



Αυτό ήταν άραγε το ευγενές κίνητρο των πρώτων Κινέζων που αποβιβάστηκαν στο συννεφιασμένο Λίβερπουλ και στο βροχερό Λονδίνο του 18ου αιώνα; Οι μερικοί εκατοντάδες (μόλις) μετανάστες συσπειρώθηκαν γρήγορα και έστησαν τα μικρά εμπορικά τους καταστήματα στο υποβαθμισμένο Λάιμχαους, παρά τα αφιλόξενα αισθήματα και την καχυποψία των Βρετανών, που εκείνη την εποχή έβλεπαν σε κάθε κίτρινο πρόσωπο και έναν λαθρέμπορο οπίου. Η οδός Τζέραρντ, στο κέντρο του Λονδίνου, ήταν ένας δρόμος όπου κανείς δεν ήθελε να μένει: επικίνδυνος, βρώμικος και σκοτεινός, και ως εκ τούτου με πολύ φθηνό ενοίκιο. Η κινέζικη κοινότητα είχε βρει πλέον το καταφύγιό της και ήταν έτοιμη να διαπρέψει, παίρνοντας την εκδίκησή της από την τότε υπερδύναμη των αποικιών. Πολλά χρόνια αργότερα, η πεζοδρόμηση της οδού Τζέραρντ και οι εντυπωσιακές πύλες που στήθηκαν στην είσοδο του εξωτικού γκέτο έκαναν την Τσάιναταουν σήμα κατατεθέν της κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας και της χάρισαν περίοπτη θέση στη λίστα με τις τουριστικές ατραξιόν των ταξιδιωτικών οδηγών.


Δεν έχουν περάσει πάνω από δύο μήνες που η Αθήνα δέχθηκε την πρώτη δειλή κίτρινη εισβολή σε ένα σημείο του χάρτη της, που τυγχάνει να θυμίζει αρκετά την αντίστοιχη λονδρέζικη γειτονιά όπου φύτρωσε η Τσάιναταουν στις αρχές του ’50. Οι δρόμοι και τα στενά γύρω από την Κουμουνδούρου είναι το ανάλογο της Τζέραρντ στριτ: εμπορική αλλά φτωχή περιοχή, που τις νύχτες γίνεται αμαρτωλή και επικίνδυνη. Το τέλειο σκηνικό για μια μικρή και μυστηριώδη κινέζικη γωνιά, όπου τα κόκκινα παραδοσιακά φαναράκια με τα χρυσά κρόσσια δένουν αρμονικά με τα κόκκινα φωτάκια του πληρωμένου έρωτα.


Η «κίτρινη» πλατεία


Η δική μας, νεογέννητη, Τσάιναταουν απέχει βέβαια ποσώς από αυτό που δημιουργεί στο μυαλό το άκουσμα της λέξης. Προς μεγάλη σας απογοήτευση, δεν θα συναντήσετε γεράκους με μυτερό, μακρύ γένι που σου λένε τη μοίρα με τα χαρτάκια της τύχης ούτε θα τρυπώσετε σε σκοτεινά μαγαζιά με αντίκες, που κρύβουν μυθικά πλάσματα και φοβερά μυστικά σε κάποιο πανάρχαιο σεντούκι (όπως στα «Γκρέμλινς»). Ούτε πρόκειται να περιπλανηθείτε στο μεσοπολεμικό σκηνικό της «Chinatown» του Ρομάν Πολάνσκι που είχε για φόντο το παλιό κομμάτι της κινέζικης πόλης του Λος Αντζελες.


Οι δικοί μας Κινέζοι δεν είναι καθόλου μα καθόλου φολκλόρ, δεν πουλάνε καναρίνια, πτηνά και κλουβιά ως είθισται, ούτε καν ασιατικά ψάθινα καλαθάκια. Τα κινέζικα μαγαζιά της Κουμουνδούρου και των τριγύρω δρόμων πουλάνε κυρίως είδη ένδυσης: αθλητικές φόρμες, μπλούζες φλις, μεταξωτές πιζάμες (ωραιότατες και πάμφθηνες), βελούδινα κασκόλ, στενά ελαστικά μπλουζάκια και ζακετάκια της μόδας, εσώρουχα και μπουφάν. Αλλες βιτρίνες τσάντες και ψιλικά.


Οι χώροι δεν είναι στενάχωροι και σκοτεινοί όπως στις προαναφερθείσες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, αλλά ευρύχωροι και με άπλετο ηλεκτρικό φως. Η παντελής απουσία δράκων, λεόντων και άλλων ανατολίτικων μαιάνδρων και περίτεχνων μοτίβων, μας αφήνει με έναν εμφανέστατα λιτό διάκοσμο που φαίνεται να μην ασπάζεται την κινέζικη παράδοση και αρχιτεκτονική. Το μόνο στοιχείο που φέρει έστω και ελάχιστα από το άρωμα της τελευταίας αυτοκρατορίας είναι τα στρογγυλά κρεμαστά φανάρια που στολίζουν την πρόσοψη μπροστά από την κινέζικη και ελληνική (από δίπλα) επιγραφή του ονόματος. Το γυμνό τοπίο δεν οφείλεται μόνο στα πολύ πρόσφατα «εγκαίνια» (μόλις προ ενός ή δύο μηνών), αλλά στην ευλογοφανή έλλειψη ενός διαθέσιμου προς αυτόν τον σκοπό κεφαλαίου. Ως άξιοι και αυθεντικοί εκπρόσωποι της κινέζικης κουλτούρας, επιδεικνύοντας μετριοφροσύνη και αυτογνωσία, οι ιδιοκτήτες αρνούνται να φωτογραφηθούν «γιατί το μαγαζί δεν είναι όμορφο».


Το εμπόρευμα κείτεται σε χαρτόκουτα, τα ρούχα όμως είναι πακεταρισμένα σε σελοφάν και σακουλάκια. Οι πωλήτριες σπεύδουν ευγενικά να εξυπηρετήσουν με σπαστά ελληνικά και έχουν τα μάτια τους 14 στα χέρια των υποψήφιων αγοραστών που μπορεί να απλώνονται με ύποπτες διαθέσεις πάνω από τα μπλουζάκια ή προς αποφυγήν του δυσάρεστου σε παρακαλούν να αφήσεις στο ταμείο τη σακούλα ή τη μεγάλη τσάντα που κρατάς (για να είμαστε ακριβείς, αυτό συνέβη μόνο σε ένα κατάστημα).


Οι έλληνες Κινέζοι


Ο νεαρός Λι δουλεύει στην «Κινέζικη Πόλη» και μένει κάπου στην Ομόνοια, όπως και όλοι οι συγγενείς του που έχουν έρθει από μια επαρχία της Νότιας Κίνας με δύσκολο όνομα. Απαντάει στις ερωτήσεις χαμογελαστός και δίχως ίχνος διάθεσης να εκφράσει παράπονο, γκρίνια ή απογοήτευση για την εμπειρία του στη νέα πατρίδα (στοιχείο της ανατολίτικης στωικότητας, νεανική αισιοδοξία ή κάτι άλλο;). Ευτυχής στην Ελλάδα δηλώνει και η Γιουλάν Τσε Σαν, που, ύστερα από πέντε χρόνια στην Αθήνα, είναι πλέον ιδιοκτήτρια ενός εκ των καταστημάτων της πλατείας. Η Γιουλάν, παρά την πολυετή διαμονή της δεν κατάφερε να μάθει τη γλώσσα (μάλλον επειδή δεν θα προλάβαινε ύστερα από 15 ώρες δουλειά την ημέρα) και έτσι μιλάμε μέσω ενός φίλου και συνεργάτη της που έτυχε να παρευρίσκεται και προσφέρθηκε να κάνει τον διερμηνέα. Η Γιουλάν λέει (λίγο απολογητικά) ότι τα ρούχα έχουν χαμηλές τιμές γιατί ως γνωστόν στην Κίνα τα εργατικά χέρια κοστίζουν πολύ λιγότερο από ότι στη Δύση. Λέει επίσης ότι απευθύνεται σε καταναλωτές μετρίων απαιτήσεων και μετρίου προϋπολογισμού, και αυτούς ακριβώς επιδιώκει να «πιάσει» ως πελάτες της.


Λίγο πιο πέρα, στην κάτω μεριά της πλατείας, λαμβάνει χώρα μια μικρή σκηνή κυνηγητού ανάμεσα σε κινέζους εμπόρους και δύο αλλοδαπούς άλλου χρώματος, οι οποίοι κρατούν μια μεγάλη μαύρη σακούλα γεμάτη με ρούχα και διασχίζουν τρέχοντας τον δρόμο. Προφανώς η αγοροπωλησία δεν είχε βρει σύμφωνες και τις δύο πλευρές. Ορίστε λοιπόν και η αναγκαία δόση παρανομίας και γκανγκστερικής φιλολογίας που συνοδεύει κάθε Τσάιναταουν. Κατά τα άλλα, ηρεμία, τάξη και ασφάλεια επικρατούν προς το παρόν στην μικρή κινέζικη συνοικία.


Οι πολυταξιδεμένοι και κοσμοπολίτες Αθηναίοι μπορούν τώρα, αν θέλουν, να ελπίζουν ότι λίαν συντόμως θα περιπλανώνται σε μια μικρή κινέζικη όαση αντίστοιχη με εκείνες των μητροπόλεων του εξωτερικού, η οποία θα περιλαμβάνει παγόδες με το απαραίτητο κιτς φωτεινό περίγραμμα από νέον, θα αναδύει βαριά εξωτικά αρώματα, θα μας ξελιγώνει με μυρωδιά από γλυκόξινη σάλτσα και θα γεμίζει τα πεζοδρόμια με ασυνήθιστες χειροτεχνίες. Μια Τσάιναταουν που σέβεται τον εαυτό της θα πρέπει να παρουσιάζει ένα πολύχρωμο θέαμα την ημέρα και να παίρνει ένα ρομαντικό, χλωμό φως τη νύχτα.