Είναι ο πρώτος «οικολογικός» υπεράνθρωπος της ανθρώπινης ιστορίας. Ο πρώτος σούπερ ήρωας όχι μόνο στα κόμικς και στον κινηματογράφο αλλά και στην πραγματικότητα. Γιατί ο Ταρζάν πράγματι υπήρξε. Ηταν ψηλός, γεροδεμένος και ολυμπιονίκης στην κολύμβηση. Το όνομά του ήταν Τζόνι Βαϊσμίλερ




Στο πιο απλό παραμύθι του κόσμου τίποτε δεν είναι τόσο απλοϊκό όσο ίσως φαίνεται. Ο μακάριος κόσμος των καρτούν του Disney ήταν ακόμη ανεξερεύνητος. Η ιστορία του Ταρζάν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Οκτωβρίου του περιοδικού «The All-Story Magazine» το 1912 υπό τον τίτλο «Tarzan of the Apes: Α Romance of The Jungle» και μόλις άρχισε να γίνεται επιτυχία οι κριτικοί έτρεξαν να κατηγορήσουν τον συγγραφέα Εντγκαρ Ράις Μπάροουζ, έναν αποτυχημένο πωλητή μηχανικών ξυστρών μολυβιών (άσχετη συσχέτιση: και ο Τζόνι Ντεπ προτού γίνει ηθοποιός στυλό στους δρόμους πουλούσε), ότι του λείπει έστω και η μικρότερη συγγραφική φλέβα. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, όταν ο Ταρζάν ήταν πια παγκόσμιο φαινόμενο (και άρα αναμφισβήτητη αξία για τη θολή αμερικανική κοινωνία), μια μεγάλη μερίδα από εκείνους που αρχικά είχαν επιτεθεί στον Μπάροουζ άρχισε να αναγνωρίζει στην ιστορία του Βασιλιά της Ζούγκλας κάποια στοιχεία από τη ρωμαϊκή και την αρχαιοελληνική μυθολογία. Ασχέτως συγγραφικού ταλέντου, πάντως, η ιστορία έγραψε ότι ως το 1950 που ο Μπάροουζ πέθανε ο Ταρζάν είχε συμπληρώσει 67 τόμους, είχε μεταφραστεί σε 31 γλώσσες και είχε πουλήσει 36 εκατ. αντίτυπα. Ούτε όμως και το ίδιο το σενάριο του Ταρζάν είναι τόσο απλοϊκό όσο σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται. Η μάχη ενός μεμονωμένου ατόμου ενάντια στην εξέλιξη και στον (εκ)πολιτισμό που αρχίζει να στρέφεται εις βάρος του, η «χαμένη» σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ακόμη και το σύστημα ισορροπιών μέσα από τις οποίες μια πραγματική «ζούγκλα» παρουσιάζεται πολύ πιο οργανωμένη και λογική από ό,τι η σύγχρονη κοινωνία, είναι οι καλά κρυμμένες πίσω τα αιωνόβια δέντρα του καταπράσινου σκηνικού παραβολές της ιστορίας. Ακόμη και ο μεγάλος πρωταγωνιστής, ο αθλητής ο οποίος ενσάρκωσε καλύτερα από κάθε άλλον τον οικολόγο υπεράνθρωπο, κάθε άλλο παρά μια απλή περίπτωση ήταν. Τζόνι Βαϊσμίλερ. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας έπρεπε να καταγράψει έναν βέρο αμερικανό ολυμπιονίκη, ο οποίος, αφού ενσάρκωσε το αθλητικό ιδεώδες της εποχής, κατέκτησε και το Χόλιγουντ για να δημιουργήσει το πιο υγιές πρότυπο για τη νεολαία. Και όμως ο Βαϊσμίλερ για να μπορέσει να μπει στην ολυμπιακή ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών αναγκάστηκε να πει ψέματα για την καταγωγή του. Στην πραγματικότητα δεν είναι ο Πίτερ Τζον Βαϊσμίλερ που γεννήθηκε το 1904 στην Πενσυλβανία από αυστριακούς γονείς, αλλά ο γεννηθείς στη Ρουμανία Τζον Πίτερ Βαϊσμίλερ ο οποίος οικειοποιήθηκε τα ληξιαρχικά χαρτιά του μικρού του αδελφού για να φορέσει το μαγιό της Εθνικής ομάδας.


Ο ολυμπιονίκης Ταρζάν


Ο Ταρζάν μεγάλωσε με τους χιμπατζήδες, διδάχθηκε τη σοφία της φύσης από τα ζώα της ζούγκλας αλλά έμαθε κολύμβηση στο δημόσιο κολυμβητήριο του Σικάγου και στη λίμνη του Μίσιγκαν. Ο Βαϊσμίλερ ήταν όντως τέτοιων μορφωτικών προσόντων όπως και ο ήρωας που ενσάρκωσε, καθώς το πάθος του για την κολύμβηση τον έκανε να παρατήσει το σχολείο για να αρχίσει εντατικές προπονήσεις με έναν ντόπιο προπονητή στο αθλητικό κέντρο του Ιλινόι. Μέσα σε επτάμισι χρόνια (από τον Αύγουστο του 1921, όταν σε ηλικία μόλις 17 ετών έσπασε το πρώτο ρεκόρ κολύμβησης, ως τον Ιανουάριο του ’29, που έγινε επαγγελματίας) είχε σπάσει όλα τα παναμερικανικά ρεκόρ σε αποστάσεις από τις 50 γιάρδες (περίπου 45 μέτρα) ως το μισό μίλι (περίπου 800 μέτρα). Ο ψευδοαμερικανικής υπηκοότητας Βαϊσμίλερ πήρε μέρος σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, το ’24 στο Παρίσι και το ’28 στο Αμστερνταμ, κατακτώντας συνολικά πέντε ολόχρυσα αστραφτερά μετάλλια. Ως την ημέρα που έβγαλε το μάλλινο μαγιό της πισίνας για να φορέσει το δερμάτινο λεοπάρ της ζούγκλας είχε σπάσει 174 ατομικά ρεκόρ, 21 ομαδικά και ήταν κάτοχος όλων των ρεκόρ στις αποστάσεις ανάμεσα στις 100 γιάρδες (περίπου 90 μέτρα) και στο μισό μίλι. Αλλά, πέρα από τα μετάλλια και τα ρεκόρ, ο Βαϊσμίλερ είναι ένας από τους ελάχιστους αθλητές σε όλα τα αθλήματα όλων των εποχών που δεν έχασε ποτέ ούτε έναν αγώνα. Τώρα που οι δημοσιογράφοι όλου του κόσμου αρχίζουν τις προσθαφαιρέσεις για να βγάλουν τις κορυφαίες προσωπικότητες του αιώνα, οι αθλητικογράφοι ανακήρυξαν χωρίς κανέναν δισταγμό τον Βαϊσμίλερ ως τον κορυφαίο κολυμβητή του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.


Επαιξε σε 12 ταρζανοταινίες. Και καθεμιά από αυτές ήταν μακράν καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της ζούγκλας γυρίστηκε πριν ή μετά τον Τ.Β. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο πρώην ολυμπιονίκης πρωταθλητής διέθετε το τέλειο physique για τον ρόλο. Και αυτή τη φορά δεν μιλάμε μόνο για τη σωματοδομή του. Με ύψος 1,90 μ. και βάρος 91 κιλά, τη συμμετρική γράμμωση που φτιάχνεται μόνο από φυσική γυμναστική, χωρίς τις τερατομορφίες των στεροειδών, τους αφύσικους δικεφάλους και τα αναίτια «φτερά» των μπόντι μπίλντερ που τόλμησαν να παρωδήσουν με την παρουσία τους τον σούπερ ήρωα αρκετά χρόνια μετά, το σώμα του Βαϊσμίλερ ήταν τέλειο για να υποδυθεί έναν άνθρωπο με υπερφυσικές δυνάμεις ο οποίος υποτίθεται ότι έχει μεγαλώσει μέσα στη φύση. Ηταν αρχές της δεκαετίας του ’30 και ο Βαϊσμίλερ βρισκόταν στα καλύτερά του. Οι πρώτες εμφανίσεις του με το τιγρέ πρώιμο τάνγκα στη μεγάλη οθόνη συνοδεύτηκαν από αντιδράσεις τρελού ενθουσιασμού εκ μέρος των θηλυκών θεατών. Ηταν απλά το «λιγότερα ντυμένο αλλά και πιο όμορφο αντρικό σώμα που παρήλασε ποτέ από το πανί», σύμφωνα με τον κριτικό Ντέιβιντ Τόμσον.


Το μυστικό της επιτυχίας


Η μεγάλη επιτυχία του Αυστριακοαμερικανού οφείλεται στο γήινο βλέμμα του· στον σταθερό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, τόνο που είχε η φωνή του όταν έλεγε τις ελάχιστες ατάκες που προέβλεπε το σενάριο· στους ώμους του που εξέπεμπαν ένα αίσθημα εμπιστοσύνης· στην αριστοκρατία των κινήσεών του όταν έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα, όταν αιωρείτο από το ένα σχοινόχορτο στο άλλο· στον πολύ αρρενωπό τρόπο με τον οποίο κοιτούσε την κάμερα· στον «τσαμπουκά» που είχε όταν πάλευε με τα θηρία, λαβές που θύμιζαν έντονα ελληνορωμαϊκή πάλη, μονομάχους με κόκκινες δερμάτινες στολές στο κέντρο μιας σκονισμένης αρένας γεμάτης ξαπλωμένους εχθρούς. Ακόμη και η κραυγή του ήταν η καλύτερη που ακούσαμε ποτέ από Ταρζάν: ως γνήσιος γόνος αυστριακών γονέων ο Τζόνι έχει κερδίσει μικρός βραβείο σε διαγωνισμό γιοντλ (το παραδοσιακό τραγούδισμα των Αλπεων το οποίο περιλαμβάνει ακαριαίες εναλλαγές των υψηλών τόνων της φωνής και που έχει μπει στο βιβλίο Γκίνες ως η πιο γρήγορη φωνητική άσκηση στον κόσμο). Ηταν η πραγματική κραυγή του Βαϊσμίλερ σε ένα ρεμίξ μαζί με βέλασμα καμήλας, έναν υψηλό τόνο σι από όπερα και ουρλιαχτό ύαινας και όλο αυτό παιγμένο ανάποδα που συνέθετε αυτόν τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό του άρχοντα της ζούγκλας. Ο Τ.Ζ. ήταν ο ίδιος ο Ταρζάν, μόνο που είχε γεννηθεί καμιά εκατοστή χρόνια μετά. Ο ίδιος είχε άλλωστε παραδεχθεί: «It’s like stelling». Εννοούσε: «Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να κολυμπάω, να μένω σιωπηλός, να σκαρφαλώνω σε δέντρα, να λέω «Me Tarzan, You Jane» και να βγάζω ένα εκατομμύριο (δολάρια)»!


Ο άρχοντας πήρε σύνταξη



Ολόκληρο το σύστημα του Χόλιγουντ στήριξε τον Βαϊσμίλερ. Οι αθέατοι μηχανισμοί του υπερθεάματος τον πρόβαλαν όσο μπορούσαν, δεν έχασαν όμως ποτέ τον αδηφάγο χαρακτήρα τους. Αλλά ούτε και ο Τζόνι Β. ήταν κανένα τέρας εξυπνάδας. Μετά από 12 ταινίες ήταν ήδη ένα ξοφλημένο χαρτί. Υπέρβαρος, δυσκίνητος, άβολος για τα ζογκλερικά του Ταρζάν, με γκρίζα μαλλιά. Το σύστημα είχε ήδη βρει τον επόμενο, ονόματι Λεξ Μπάρκερ, πρώην παίκτη του football. Ο συνταξιοδοτημένος άρχοντας συνέχισε να παίζει σε ταινίες δεύτερης διαλογής, πάντα κοντά στον ήρωα που είχε καθιερώσει: «Jungle Jim» το 1948, «Captive Girl» το ’50, «Voodoo Tiger» το ’53, «Cannibal Attack» το ’54. Από καλλιτεχνικής άποψης ήταν σαν να έβγαλε το δερμάτινο μαγιό του και να κρεμάστηκε. Η τελευταία εμφάνισή του ήταν στο «Jungle Moon Man» το ’55, το οποίο συγκέντρωσε «διθυραμβικές» κριτικές του τύπου «αισχρή ταινία που προσβάλλει τη διανοητική κατάσταση και του πιο τολμηρού θεατή». Ο Βαϊσμίλερ δεν είχε ούτε επιλεκτική ικανότητα. Ισως γι’ αυτό και να παντρεύτηκε πέντε φορές. Ισως πάλι αυτό να αποτελεί και ένα από τα λίγα σωστά πράγματα που έκανε ως άντρας μετά τον Ταρζάν. Ανοιξε ένα swimming club στη Φλόριδα και δούλεψε για λίγο στο Caesar’s Palace του Λας Βέγκας. Το ’70 έκανε ακόμη μια άθλια εμφάνιση στο «The Phynx» και μετά χάθηκε για πάντα από το σινεμά. «Μου λείπει το Χόλιγουντ» παραδέχθηκε σε μια συνέντευξη στους «Los Angeles Times» ενώ γύριζε το διαφημιστικό για ένα αυτοκίνητο. «Καμιά φορά γύριζα στο σπίτι μου στη λίμνη Τολούκα στις 3 το πρωί, έβγαινα στο μπαλκόνι και έβγαζα την κραυγή του Ταρζάν. Και τότε όλα τα σπίτια της περιοχής άναβαν τα φώτα σαν να είχαν ακούσει κάτι που αγαπούσαν πολύ».


Πέθανε το 1984 σχεδόν ανάπηρος και πάσχων από γεροντική άνοια στο σπίτι του στο Ακαπούλκο και αφού είχε νοσηλευτεί στο Motion Picture And Television Hospital του Λος Αντζελες (τα χρονικά αναφέρουν ότι είχε αρχίσει να τα «χάνει» και συχνά τρόμαζε τους άλλους ασθενείς αρχίζοντας να ουρλιάζει σαν τον Ταρζάν). Την ώρα που το φέρετρό του βυθιζόταν στη γη, μερικά χιλιόμετρα μακριά από το μέρος όπου γυρίζονταν οι ταινίες του Ταρζάν, τα μεγάφωνα, κατόπιν δικής του τελευταίας επιθυμίας, ούρλιαζαν την κραυγή του άρχοντα της ζούγκλας, ενώ στο International Swimming Hall of Fame της Φλόριδας κρεμούσαν ψηλά στην οροφή τα μετάλλιά του.