Και να που ο θεατρικός χειμώνας τα κατάφερε τελικά να μας ξαφνιάσει. Εκεί που αναζητούσαμε τα αίτια της κακής εφετεινής χρονιάς, ήρθε η περιλάλητη «προωθημένη» ερωτική σκηνή που παρακολουθήσαμε πρόσφατα σε θέατρο της πρωτεύουσας να μας δώσει αφορμή συζήτησης. Ο λόγος για τα γνώριμα πια θεάματα που ­ ξεκινώντας δειλά λίγο παλαιότερα σε κάποιους από τους «πρωτοποριακούς» χώρους της περιφέρειας ­ σχηματοποιούνται έντονα τελευταία ως τάση με συχνά δυσδιάκριτα, είναι αλήθεια, όρια ανάμεσα στην πραγματική τέχνη και στη φθηνή απομίμησή της. Ο απόλυτος ορισμός τους κάτω από έναν τίτλο είναι ίσως απλοϊκός. Ο προσδιορισμός τους βάσει μιας παραπλήσιας θεματικής, που συγκλίνει στην επί σκηνής καταγραφή της σκληρής κοινωνίας του σύγχρονου περιθωρίου, ακούγεται μάλλον ασφαλέστερος. Ρατσισμός, ξενοφοβία, σωφρονιστικό σύστημα, ναρκωτικά, ακραίες μορφές βίας σε συνδυασμό με γερές δόσεις ερωτισμού μέσα από όλο και πιο ωμές σκηνές της σαρκικής έκφανσής του αποτυπώνουν στο θέατρο το τοπίο της «επόμενης ημέρας». Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Αιχμή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας ή απλώς οφθαλμοπορνεία με άλλοθι την τέχνη; Ριζοσπαστική ανανέωση της θεματολογίας με την αρωγή μιας νέου τύπου υποκριτικής και αισθητικής γλώσσας ή μία ακόμη μόδα που απειλεί να αλώσει αυτή καθαυτή την τέχνη του θεάτρου; Τέσσερις σκηνοθέτες, με μεγάλες διαφορές στις απόψεις και στη δουλειά τους, που ωστόσο έχουν αναζητήσει το «κάτι άλλο» σε ανάλογα «σκληρά» έργα, επιχειρούν να απαντήσουν. Τέσσερις καλλιτέχνες «αιρετικοί» δίνουν το προσωπικό τους νόημα στην έννοια πρόκληση, μιλούν για το όραμά τους, συμφωνούν, διαφωνούν, προβληματίζονται. Οσο για τα συμπεράσματα, προσωπικά. Αλλωστε έχει προ πολλού ειπωθεί: Σκοπός της τέχνης είναι να διχάζει… Γιάννης Κακλέας Εξομολογούμαι προσωπικά βιώματα


«Αν ως σημείο εκκίνησης δεχθούμε το γεγονός ότι κάθε σκηνοθέτης καταπιάνεται με έργα που ταιριάζουν στην ψυχοσύνθεσή του, αφετηρία για μένα είναι η προσωπική μου διάθεση σύγκρουσης με τις κατεστημένες κοινωνικές και αισθητικές απόψεις. Εχοντας βιώσει τη βία και την ωμότητα της κοινωνίας, θέλησα κάποια στιγμή να εξομολογηθώ τα προσωπικά μου βιώματα μέσα από ένα ρεπερτόριο «σκληρό» ­ που έλκει την καταγωγή του από το «θέατρο της σκληρότητας» του Αρτό ­ χρησιμοποιώντας το όμως ως μέσο δυναμικής αντιπαράθεσης απέναντι σε ένα αποστεωμένο, κατά τη γνώμη μου, σύστημα αξιών. Ξέρω ότι η σκηνική αποτύπωση του «τοπίου μετά την καταστροφή» συχνά δημιουργεί εκρήξεις και προκαλεί, ωστόσο δεν σταματά εκεί. Παρέχοντας μια νέα γλώσσα εξερεύνησης της σημερινής υπόστασής μας, ανοίγει ένα δημιουργικό διάλογο με την κοινωνική πραγματικότητα εστιάζοντας στην έννοια της αφύπνισης και αποτελώντας απάντηση στη βολική για πολλούς αδράνεια.


Με βάση αυτή τη λογική, λοιπόν, το πρώτο έργο που παρουσίασα ήταν το «Πάρτι γενεθλίων» του Πίντερ το 1986 στο θέατρο «Κάβα» ενώ σε ανάλογο άξονα κινήθηκαν όλες οι παραστάσεις που ανέβασα έκτοτε τόσο στο Παγοποιείο όσο και στον «Τεχνοχώρο» αλλά και στον «Τεχνοχώρο υπό σκιάν».


Πιστεύοντας, ωστόσο, ότι η πρόκληση δεν βρίσκεται μόνο στη θεματολογία αλλά και στον τρόπο που ανεβαίνει ένα έργο και νιώθοντας την ανάγκη να ασχοληθώ με τη φόρμα της φάρσας, εφέτος επέλεξα το έργο του Λαμπίς «Καπέλο από ψάθα Ιταλίας», παρουσιάζοντάς το όμως με μια νέα αισθητική αντίληψη. Μέσα στη σεζόν όμως ο «Τεχνοχώρος υπό σκιάν» θα φιλοξενήσει ένα ακόμη «σκληρό» έργο. Πρόκειται για μια επιλογή κειμένων της Κρίστα Βολφ που θα παρουσιαστούν κάτω από τον τίτλο «Κανένας τόπος πουθενά» στις αρχές Μαΐου».


Πέρης Μιχαηλίδης Το «σκοτεινό» ρεπερτόριο ήταν μια ανάγκη



«Η ενασχόλησή μου με το «σκοτεινό» ρεπερτόριο ξεκίνησε όταν, ύστερα από πολυετή παραμονή στα κρατικά θέατρα, ένιωσα κάποια στιγμή την ανάγκη να απομακρυνθώ από το κλασικό ρεπερτόριο που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της θεατρικής ακαδημίας. Αναζήτησα λοιπόν το διαφορετικό σε έργα «απόλυτης πρόκλησης» που καταγράφουν τη σκληρή και ωμή σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ήρωες που βγαίνουν από το κοινωνικό σύνολο και βάλλουν τόσο εναντίον του συνόλου όσο και εναντίον του εαυτού τους. Στράφηκα έτσι στην «επιθετική αρμάδα» της σύγχρονης αγγλικής θεατρικής παραγωγής, την οποία αποτελούν συγγραφείς γύρω στα 30 που, μεταπλάθοντας παλιότερες θεατρικές φόρμες, δημιουργούν νέους κώδικες επικοινωνίας. Εργα ημιτελή που ­ και εδώ είναι το πιο ενδιαφέρον για μένα ­ χρειάζονται την επέμβαση του σκηνοθέτη προκειμένου να ολοκληρωθούν ως παράσταση.


Η απαρχή του ερέβους σηματοδοτήθηκε από το έργο του Κολτές «Νύχτα πριν τα δάση» που ανέβασα το ’92 στον «Φούρνο» και κατόπιν ακολούθησαν, σε κοινή ευθεία, τα «Sweet eros» του Μακ Νάλι, «Penetrator» του Νίλσον, «Decadence» του Μπέργκοφ, «Hamsters» του Μαρς και «Replay» του Βακς.


Εχοντας πάντως ολοκληρώσει έναν «κύκλο αίματος» και νιώθοντας ότι η πρωτοπορία πια δεν βρίσκεται στην αθηναϊκή περιφέρεια αλλά στο να κάνεις πράγματα σε μέρη όπου η δυνατότητα του κοινού να δει θέατρο δεν είναι δεδομένη, η εφετεινή σεζόν με βρίσκει στην Καβάλα όπου ­ ως διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ ­ ανεβάζω την κλασική κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Μανωλάκης ο βομβιστής»».


Θωμάς Μοσχόπουλος Επιχειρώ ρωγμές στην κοινωνία του βολέματος


«Υποστηρίζοντας την άποψη ότι η τέχνη δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί την εφησυχαστική ανάγκη του κοινωνικού συνόλου, βασικό κριτήριο προκειμένου να προσεγγίσω ένα έργο είναι η πρόθεσή μου να δημιουργήσω μια αίσθηση ότι τα πράγματα δεν είναι απολύτως ελέγξιμα, να επιχειρήσω κάποιες ρωγμές στην επιμελώς αποστειρωμένη κοινωνία του βολέματος. Και αυτό έστω κι αν χρειαστεί να προκαλέσω με «άγριες» σκηνές βίας ή σεξ, που ωστόσο δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο και μάλιστα στην περίπτωσή μου όχι συνειδητό. Εξάλλου είναι τόση η βία που αντικρίζω καθημερινά γύρω μου που θα ήμουν χοντρόπετσος αν δεν μιλούσα γι’ αυτήν και μέσα από τη δουλειά μου. Πού είναι, αλήθεια, τα όμορφα ροζ πραγματάκια έτσι ώστε να μιλήσω γι’ αυτά; Το πιο ερεθιστικό στοιχείο πάντως στα «σκληρά» έργα που ανέβασα ­ μιλώ για το «Shopping and fucking» και για το «Closer» στο «Αμόρε» ­ είναι ότι αφυπνίζουν αισθήματα τρυφερότητας και συγκίνησης και μάλιστα από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι πρόκειται για έργα ζωντανά, παλλόμενα, που μιλούν για πράγματα που κουβαλάει κανείς σήμερα μέσα του, μου δίνει «πάτημα» για να προσφέρω ερεθίσματα στο κοινό να «ψαχτεί». Ε, από εκεί και πέρα ο καθένας κάνει δουλειά μόνος του, με τον εαυτό του.


Αναγνωρίζοντας πάντως ότι τα έργα αυτά απλά καταγράφουν τις σκληρές πτυχές της σημερινής κοινωνίας χωρίς να δίνουν λύσεις, βρίσκω μάλλον δύσκολη τη διάρκειά τους σε βάθος χρόνου. Στο άμεσο μέλλον, λοιπόν, χωρίς να αποποιούμαι καθόλου τα συγκεκριμένα έργα, σκέφτομαι να στραφώ σε λιγότερο άμεσα αναγνωρίσιμα πράγματα τα οποία έχουν σχέση με μια ποιητικότητα ανθεκτική στον χρόνο».


Ελένη Σκότη Με ενδιαφέρουν τα θέματα που υποψιάζουν


«Προσωπικά βλέπω το θέατρο ως μια πράξη κοινωνικής ευαισθησίας και ευθύνης και καθόλου ως έναν απλό τρόπο διασκέδασης όπου κάποιος πάει για να περάσει καλά έχοντας στον νου του το εστιατόριο όπου θα συνεχίσει αργότερα. Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, με ενδιαφέρουν θέματα που υποψιάζουν και ξυπνούν συνειδήσεις είτε συγκινώντας είτε ταράζοντας είτε ακόμη και σοκάροντας. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα νιώθω να με ελκύουν σύγχρονα έργα που σχετίζονται με αυτό το νέου τύπου περιθώριο που τα τελευταία χρόνια κινείται ανάμεσά μας και εμείς στα όριά του. Στόχος μου είναι μέσα από τη δουλειά μου να δείξω ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι κάτι έξω από μας, δεν είναι κάτι που μπορούμε να αγνοούμε νιώθοντας πως δεν μας αφορά ή δεν επηρεάζει την καθημερινότητά μας. Είναι η σκοτεινή πλευρά του ίδιου μας του εαυτού και οφείλουμε να τους αντιμετωπίσουμε. Γιατί να μην ξύνουμε τις πληγές μας στο θέατρο;


Ξεκινώντας από ευρύτερα κοινωνικά θέματα εφέτος η ανάγκη μου να ασχοληθώ με το λεγόμενο περιθώριο είναι πολύ ξεκάθαρη μέσα από τα έργα του Ερίκ Μπογκοσιάν «Suburbia ­ Υποάστια» και «Sex, drugs, rock ‘n’ roll» που παρουσιάζω για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο θέατρο «Φούρνος» ως τις 28 Φεβρουαρίου. Σε ανάλογη θεματική, πάντως, σκοπεύω να κινηθώ και στο μέλλον».



Οι τέσσερις σκηνοθέτες απαντούν στην κριτική, θέτουν τα προσωπικά όριά τους, περιγράφουν το κοινό τους και μιλούν για το μέλλον του «επιθετικού» ρεπερτορίου.


­ Παρ’ όλο που όλοι αναγνωρίσατε το στοιχείο της ζωντάνιας στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο, ας το πούμε σχηματικά επιθετικό, το τελευταίο ιδιαίτερα διάστημα πολύ μελάνι χύθηκε εναντίον του. Είναι λοιπόν άλλη μία μόδα από αυτές που κατά καιρούς ενσκήπτουν και στο θέατρο;


Πέρης Μιχαηλίδης: «Μόδα δεν είναι αυτά καθαυτά τα έργα, απλά κάποια στιγμή ­ κατά την ελληνική συνήθεια ­ καταλήγει μόδα η φορμαλιστική επανάληψη κάποιων πρωτοτύπων. Εχω την αίσθηση πάντως ότι ο κόσμος μπορεί να ξεχωρίσει το αυθεντικό από το ψεύτικο. Οσο για την κριτική, νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με τη γνωστή πάλη του καινούργιου με το παλιό».


Ελένη Σκότη: «Εχοντας ζήσει χρόνια στο εξωτερικό, θα έδινα την κλασική απάντηση ότι η Ελλάδα, καλώς ή κακώς, είναι λίγο πίσω σε σχέση με ορισμένα πράγματα. Ανακαλύπτει λοιπόν τώρα επιτέλους ό,τι έχει ανακαλυφθεί αλλού πριν από 20 χρόνια. Από εκεί και πέρα πιστεύω και εγώ ότι το θεατρικό ­ και όχι μόνο ­ κατεστημένο βολεύεται στο γνωστό τρίδυμο ηρεμίας, τάξης και ασφάλειας και ανησυχεί με την οποιαδήποτε διατάραξή του».


Γιάννης Κακλέας: «Αν ως δεδομένο πάρουμε ότι μιλάμε μόνο για τις ειλικρινείς κραυγές, τα κείμενα αυτά έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν μια μακρά πορεία ανατρεπτικού χαρακτήρα που, ξεκινώντας από την τέχνη, μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στη γενικότερη πορεία σήψης που βιώνουμε. Σε αυτή την πορεία ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να φοβηθεί να φθάσει στα άκρα, έτοιμος να δεχθεί χιλιάδες κρίσεις. Οσο για τους κρίνοντες και κατακρίνοντες, πρέπει κάποια στιγμή να σκεφθούν με ποιους συμμαχούν εναντίον ποιων. Δεν μπορούμε να απορρίπτουμε αβασάνιστα καινούργιες αισθητικές φόρμες στο όνομα των εικονισμάτων και της θεατρικής καθαρότητας».


Θωμάς Μοσχόπουλος: «Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μπαίνουν όλα στο ίδιο τσουβάλι. Μετά δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς κατηγορούμε: Το γυμνό, τη βία ή την ίδια την πρόθεση του σοκ από την οποία είναι γεμάτη η ιστορία της τέχνης; Ας θυμηθούμε τις σκληρές σκηνές στον Σαίξπηρ, την απίστευτη βία του ιακωβιανού θεάτρου… Μήπως είμαστε λίγο ανιστόρητοι τελικά;».


Για τα όρια


­ Η αίσθηση που δίνεται ωστόσο είναι ότι κάθε χρόνο αναπτύσσεται ένας ανταγωνισμός στην υπέρβαση κάποιων ορίων. Ποιο είναι, αλήθεια, το προσωπικό σας όριο; Τι δεν θα κάνατε επί σκηνής;


Πέρης Μιχαηλίδης: «Σίγουρα υπάρχει αυτός ο ανταγωνισμός που σχετίζεται με τη μόδα. Προσωπικά δεν με αφορά. Από εκεί και πέρα για μένα δεν υπάρχει όριο. Η σκηνή είναι ένας καθαγιασμένος χώρος, ένας χώρος έκθεσης πολλαπλών δυνατοτήτων όπου όλα επιτρέπονται. Φτάνει βέβαια να υπάρχει λόγος για να συμβαίνουν τα πράγματα».


Ελένη Σκότη: «Το δικό μου όριο είναι η πραγματική βία. Ας πούμε για κανένα λόγο δεν θα έκοβα κάποιο χέρι επάνω στη σκηνή. Από εκεί και πέρα δεν έχω πρόβλημα με οτιδήποτε, όσο ακραίο και αν φαίνεται. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι εντάσσεται στα πλαίσια του ρεαλισμού του έργου. Λέω όχι δηλαδή στην πρόκληση για την πρόκληση. Πάντως πιστεύω ότι στο μέλλον το θέατρο θα γίνεται ολοένα και πιο ρεαλιστικό. Δεν ξέρω βέβαια εκ των προτέρων τι θα δούμε ακόμη…».


Γιάννης Κακλέας: «Μα είναι δεδομένο: όσο αυξάνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις τόσο το θέατρο θα γίνεται πιο επιθετικό».


Θωμάς Μοσχόπουλος: «Για μένα σίγουρα υπάρχει ένα όριο για το οποίο πολλές φορές έχω αναρωτηθεί και ο ίδιος. Εχω αναρωτηθεί, δηλαδή, για το κατά πόσο θα το καταλάβω αν το ξεπεράσω. Συχνά φοβάμαι όταν πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται: «Ναι, θα το έκανα προκειμένου να…». Ωστόσο το όριό μου είναι πολύ αφηρημένο. Ο,τι έχει να κάνει με την κοινωνία του θεάματος δεν με αφορά. Ο,τι κάνω, δηλαδή, μόνο και μόνο για να σ’ το δείξω. Εκεί σταματώ».


Γιάννης Κακλέας: «Για μένα όριο είναι το γούστο μου, όχι η ηθική μου. Δεν θα έδειχνα στη σκηνή ό,τι προσβάλλει την αισθητική μου. Δεν θα επικοινωνούσα με το κακό γούστο. Και ως τέτοιο εννοώ αφενός την όποια προαποφασισμένη πράξη πρόκλησης, αφετέρου ό,τι προσβάλλει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια των ηθοποιών».


Για το κοινό


­ Πόσο συνειδητά επικοινωνεί το ελληνικό κοινό με ανάλογα θεάματα; Πιο συγκεκριμένα, ποιο νομίζετε ότι είναι το κοινό των δικών σας παραστάσεων;


Ελένη Σκότη: «Από τη στιγμή που υπάρχουν συγγραφείς και σκηνοθέτες που ασχολούνται με αυτό το θέατρο, σημαίνει πως υπάρχει και κόσμος που εκφράζεται αντίστοιχα. Νέοι κυρίως άνθρωποι αλλά και οι μεγαλύτεροι δεν είναι καθόλου σπάνιοι».


Γιάννης Κακλέας: «Νομίζω ότι γενικότερα το ελληνικό κοινό είναι ιδιαίτερα «ανοιχτό» σε καινούργιες προτάσεις. Πιστεύω ότι τα ανάλογα θεάματα, σε συνδυασμό με τους χώρους που ανεβαίνουν, έχουν τη δύναμη να προσελκύσουν νέους ανθρώπους που ως τώρα έβρισκαν το θέατρο μια απωθητική, συμβατική διαδικασία».


Πέρης Μιχαηλίδης: «Θεωρώ ότι το θεατρικό τοπίο είναι τόσο πολυσχιδές πια που σίγουρα υπάρχει κοινό για να συντηρήσει αυτή τη θεματική. Από την εμπειρία μου, πάντως, βλέπω μια κλιμάκωση του κοινού. Αρχικά νέοι άνθρωποι, στη συνέχεια άνθρωποι εφησυχασμένοι που ωστόσο αναζητούν το σοκ και τέλος διάφοροι περίεργοι που ούτως ή άλλως θα έρχονταν ακόμη και με ηδονοβλεπτική διάθεση».


Θωμάς Μοσχόπουλος: «Κατ’ αρχάς κανένα κοινό δεν μπορεί να συντηρήσει μια θεματική. Μιλώντας για τις δικές μου ανάλογες παραστάσεις βρίσκω ότι το κοινό τους ήταν αρκετά αντιθετικό. Κυρίως για το «Shopping and fucking», που έκανε και τη μεγαλύτερη φασαρία, αρχικά ήρθε κόσμος συνειδητοποιημένος που ήθελε να αναμετρηθεί με τον εαυτό του, κατόπιν οι διάφοροι μοδόφιλοι που κυνηγούν το trendy και κατέληξε λαϊκό προσκύνημα. Δεν ντρέπομαι να το πω. Κάποια στιγμή έγινε καταναλωτικό προϊόν».


Γιάννης Κακλέας: «Αυτό είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Το να γαργαλάς, δηλαδή, τη μικροαστική αισθητική όπου αργότερα το έργο καταναλώνεται σε κοσμικές συζητήσεις. Η κατανάλωση της πρόκλησης είναι το χειρότερο».


Θωμάς Μοσχόπουλος: «Και τι να κάναμε; Να κατεβάζαμε την παράσταση ή να απαγορεύαμε την είσοδο; Εφηβική αντίδραση. Λες «είμαι εδώ, καταθέτω την άποψή μου και ό,τι εισπράξει ο καθένας»».


Για το μέλλον


­ Τελικά πόσο μπορούμε να μιλήσουμε για μια διαδικασία που σηματοδοτεί εξέλιξη στα θεατρικά πράγματα;


Ελένη Σκότη: «Θα απαντούσα ότι πρόκειται για θέατρο οδυνηρό μεν, εν τούτοις επίκαιρο, άμεσο, παλλόμενο, θέατρο ζωής. Αν δε συνεχιστεί, πιστεύω ότι η ίδια η τέχνη θα πεθάνει. Το εξελίσσει λοιπόν στον βαθμό που σηματοδοτεί τη θετική ή την αρνητική εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας».


Γιάννης Κακλέας: «Πέρα από θεματική εξέλιξη, θέλω να επιμείνω και στο προχώρημα από στυλιστική άποψη. Τα έργα αυτά φέρνουν μια νέα αισθητική αντίληψη που πέρα από όλα τα άλλα βοηθά και τους νέους ηθοποιούς να βρουν ένα λόγο ύπαρξης επί σκηνής, να εξελίξουν τα εκφραστικά τους μέσα με τρόπο διαφορετικό».


Πέρης Μιχαηλίδης: «Εκτός αυτού τα έργα αυτά φέρνουν μια φρέσκια πνοή, πιο κινηματογραφική, προχωρούν τη φόρμα του θεάτρου. Είναι έργα εικόνας, γι’ αυτό και καταργούν την απόλυτη κυριαρχία του σκηνοθέτη. Τώρα πια ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος και ο φωτιστής αποτελούν άρρηκτο τρίδυμο προκειμένου να επιτευχθεί η αισθητική έκπληξη».


Θωμάς Μοσχόπουλος: «Θα διαφωνήσω. Είμαι αντίθετος τόσο ως προς αυτή καθαυτή την έννοια της φόρμας ­ εμπεριέχει την επανάληψη, άρα τον θάνατο ­ όσο και ως προς την αξία του στυλ. Το σίγουρο είναι ότι αυτά τα έργα μιλούν για πράγματα που αναγνωρίζουμε οι ίδιοι μέσα και γύρω μας. Από εκεί και πέρα πιστεύω ότι τα έργα πρέπει να δουλεύονται πια καθαρά επικοινωνιακά, οι άνθρωποι να έχουν επαφή επί σκηνής. Δεν αντέχω το θέατρο όπου ο κάθε ηθοποιός κλεισμένος είτε στην ανασφάλεια είτε στον φόβο είτε στη ματαιοδοξία του προσπαθεί να τα βγάλει μόνος του πέρα με το κοινό ερήμην των συμπρωταγωνιστών, του σκηνοθέτη, του συγγραφέα. Η έννοια «τα βγάζω πέρα με το κοινό» που θα πέσει να με φάει με τρομάζει».