Ο πιανίστας





Ενα σπίτι χτισμένο από γκρίζα και μαύρη πέτρα, κάπου στα περίχωρα του Λονδίνου. Το χάζευα με ενδιαφέρον την ώρα που έβγαινα από το αυτοκίνητο. Ημουν στην ώρα μου. Ο ίδιος ο Αλφρεντ Μπρέντελ μού είχε επιστήσει την προσοχή προκαταβολικώς όταν μου όριζε το ραντεβού: «Θα έρθετε στο σπίτι μου στις έξι το απόγευμα… Να είστε ακριβής στην ώρα σας, παρακαλώ». Κι εγώ ήμουν Εγγλέζος στο ραντεβού μου. Ημουν έξω από το σπίτι του διάσημου πιανίστα έξι παρά δύο… «Από ‘δώ εξορμά για τις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών του κόσμου» πρόλαβα να σκεφτώ ενώ περίμενα την ανταπόκριση από το εσωτερικό του σπιτιού στον χτύπο του κουδουνιού της εξώπορτας. Η εξωτερική ομορφιά του σπιτιού συνεχίστηκε και μέσα… Είναι φανερό μπαίνοντας στο σπίτι του 67χρονου σήμερα καλλιτέχνη ότι η τέχνη γι’ αυτόν και την οικογένειά του είναι τρόπος ζωής. Ο Αλφρεντ Μπρέντελ ζει με τις τέχνες που τον συντροφεύουν ­ όπως θα ομολογήσει αργότερα κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας ­ από τα πρώτα βήματα της ζωής του.


Διασχίσαμε όλο το σπίτι, ανεβήκαμε στον επάνω όροφο έχοντας προορισμό το γραφείο του μεγάλου ερμηνευτή: σκούρα αλλά χαρούμενα χρώματα στους τοίχους και τα ράφια των βιβλιοθηκών άσπρα… Βιβλία παντού. Καθόμαστε σε δύο αναπαυτικές πολυθρόνες και μετά τις πρώτες ερωτήσεις και απαντήσεις ο κ. Μπρέντελ διαψεύδει την εικόνα που είχα γι’ αυτόν. Οχι, δεν είναι τόσο κατηφής και σκυθρωπός όσο νόμιζα. Ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου είναι ζεστός, έχει χιούμορ και αμεσότητα, είναι χαριτωμένος… Η γυναίκα του όσο εγώ συνομιλώ με τον σύντροφό της ετοιμάζεται για τη βραδινή τους έξοδο σε μια λονδρέζικη θεατρική παράσταση.


Χαμογελάει και γελάει πολύ. Μιλάει με ενθουσιασμό για τις σκέψεις και τις ιδέες του. Ο Αλφρεντ Μπρέντελ δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που είναι προικισμένοι με ένα ταλέντο το οποίο χωρίς σκέψη, χωρίς ψάξιμο εξασκούν. Είναι ο καλλιτέχνης-διανοούμενος που από την παιδική του ηλικία στις επαρχίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Κροατίας ­ τότε που σε έναν «πρωτόγονο» φωνογράφο άκουγε άριες από οπερέτες και βερολινέζικα τραγούδια της δεκαετίας του ’20 ­ ως τις μουσικές σπουδές του στο Ζάγκρεμπ, στο Γκρατς και στη Λουκέρνη, και από τη βράβευσή του το 1949 στον Διαγωνισμό Μπουζόνι ως τις διεθνείς εμφανίσεις του στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών δεν έπαψε να αναζητεί την τελειότητα στη μουσική, αλλά και άλλους τρόπους έκφρασης, ικανούς να… ησυχάσουν το ανήσυχο πνεύμα του. Ετσι ο πιανίστας έγινε και συγγραφέας και ποιητής. Ο ερμηνευτής έγινε και θεωρητικός της μουσικής διδάσκοντας στην Οξφόρδη, στο Γέιλ και στο Κέιμπριτζ. Παραμένει ανήσυχος και πάντα σαν έφηβος. Ο καλλιτέχνης που πρώτος ηχογράφησε όλα τα έργα για πιάνο του Μπετόβεν δεν επαναπαύεται στις δάφνες του. Δίνει διαρκώς εξετάσεις, όχι μόνο στο κοινό του αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό!


Η ώρα περνάει χωρίς να το καταλάβω… Η γυναίκα του δίνει τέλος στη συζήτησή μας με τη διακριτική παρέμβασή της: «Θα αργήσουμε στο θέατρο αν δεν διακόψεις…» του υπενθυμίζει. Σε λίγα λεπτά αφήνω πίσω μου τις τελευταίες χειραψίες και τα χαμόγελα του ζεύγους… Τους παρατηρώ που μπαίνουν στο αυτοκίνητό τους και φεύγουν βιαστικοί για το θέατρο… Δεν μπορώ να γυρίσω αμέσως στο ξενοδοχείο… Πρέπει κάτι να κάνω γιατί δεν με χωράει ο τόπος… Αυτός ο άνθρωπος μου άρεσε πολύ… Απέναντι από το σπίτι του μεγάλου ερμηνευτή υπάρχει μια μπιραρία… Η πρώτη γουλιά με ησυχάζει και τότε όλη η συνομιλία μας έρχεται πάλι στο μυαλό μου. Αυτή τη συνομιλία σάς παρουσιάζω τώρα, μερικές ώρες προτού ο ίδιος ο Μπρέντελ σάς παρουσιάσει με τη σειρά του τη μοναδική του τέχνη στο Μέγαρο Μουσικής. Ο καλλιτέχνης που αύριο, στις 8.30 μ.μ., θα παίξει για σας στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής είναι ένας μοναδικός άνθρωπος που έχει κάνει στην κυριολεξία την τέχνη τρόπο ζωής. Απολαύστε τον εδώ να μιλάει προτού τον απολαύσετε να παίζει στα δάχτυλα τη μαγεία.


­ Κατ’ αρχάς σας ευχαριστώ προκαταβολικώς…


«Γιατί;».


­ Που δεχθήκατε να μιλήσετε στην εφημερίδα μας. Εχω την αίσθηση ότι αποφεύγετε να μιλάτε δημοσίως, ότι προτιμάτε απλώς να παίζετε πιάνο… Αυτή είναι η εντύπωσή μου. Μπορεί να κάνω και λάθος…


«Δεν κάνετε λάθος… Η αλήθεια είναι ότι συνήθως δεν δίνω συνεντεύξεις».


­ Με τι κριτήρια επιλέγετε να μιλήσετε ή να μη μιλήσετε δημόσια;


«Καλή ερώτηση… «Ξέρετε, τη σιωπή δεν την επιλέγουμε», όπως έλεγε και ο πατέρας μου. «Μας επιλέγει αυτή», έλεγε… (γέλια) Εχει βέβαια μεγάλη σημασία τι εννοεί ο καθένας λέγοντας «σιωπή» και τι εννοούσε ο πατέρας μου». (γέλια)


­ Εσείς τι εννοείτε;


«Για μένα ο εσωτερικός διάλογος δεν σταματάει ούτε όταν κοιμόμαστε… Αυτός είναι η πηγή της ύπαρξής μας… Αν αυτομάτως διακοπτόταν αυτός ο εσωτερικός διάλογος, ίσως να σταματούσε και το ενδιαφέρον της ζωής. Με άλλα λόγια, αν ζούσαμε χωρίς να σκεφτόμαστε από μέσα μας αυτά που ζούμε από έξω μας, δεν θα είχε κανένα νόημα ό,τι κι αν ζούσαμε…».


­ Ο τρόπος που σκεφτόμαστε εσωτερικώς δίνει δύναμη και νόημα σε αυτό που κάνουμε…


«Ακριβώς, συμφωνώ… Αν το καλοσκεφτείτε, όλα αυτά που κάνουμε δεν είναι και τίποτε σπουδαίο από μόνα τους… Πίνουμε καθημερινά νερό, τρώμε, κάνουμε έρωτα, παίζουμε Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σοπέν και Μπαχ, διαβάζουμε εφημερίδες… Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Τίποτε ή τα πάντα…».


­ Από τι εξαρτάται αυτό το τίποτε ή το παν;


«Αυτό λέω: μόνο από μας… Αλλωστε το τίποτε και το παν διαφέρουν τόσο πολύ από τον έναν άνθρωπο στον άλλο… Εγώ λοιπόν δίνω μεγάλη σημασία σε αυτό τον εσωτερικό διάλογο ­ γενικώς στο τι συμβαίνει μέσα μας ­ και αυτό με κάνει να προσέχω πότε και πώς, σπάω αυτόν τον εσωτερικό διάλογο… Η σιωπή για μένα είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ανθεί αυτός ο εσωτερικός διάλογος…».


­ Η σιωπή για εσάς έχει ήχο;


(χαμογελάει) Εκκωφαντικό… Μερικές φορές η σιωπή φωνάζει πιο δυνατά από οτιδήποτε άλλο… Υπάρχουν σιωπές που πολύ θαυμάζω και είναι τόσο έντονες σε ήχους που χάνομαι στη μελωδία τους και στον ρυθμό τους… Για μένα όλοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν γράψει υπέροχες μελωδίες, γιατί αυτές οι μελωδίες συμπληρώνονται από υπέροχες σιωπές… Οι «παρτιτούρες της σιωπής» όλων των μεγάλων συνθετών που έχω διαβάσει κατά καιρούς είναι ίσως ισάξιες με τις «κανονικές» παρτιτούρες τους». (γέλια)


­ Πώς μπορεί να διαβάσει κάποιος τις «παρτιτούρες της σιωπής» του Μπετόβεν;


«Μα οι σιωπές κρύβονται κάτω από την κανονική παρτιτούρα με τις νότες του κάθε συνθέτη. Αν δεν ανακαλύψεις τις σιωπές του, δεν πρόκειται ποτέ να ερμηνεύσεις σωστά τις νότες του, τις παρτιτούρες του… Είναι αυτό που γίνεται και στη ζωή, όπως σας έλεγα προηγουμένως… Τελικώς η σιωπή δίνει νόημα σε ό,τι θέλουμε να πούμε».


­ Αρα η σιωπή είναι το όχημα που ταξιδεύει η ψυχή μας και τη βοηθάει να ακουστεί όταν αποφασίσει να κάνει το ταξίδι προς τον έξω κόσμο…


«Ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα. Αν δεν υπάρξουν οι σωστές σιωπές, τα λεγόμενα καταρρέουν, δεν ακούγονται καν. Και ό,τι τελικώς ακούμε από κάτω του κρύβει σωστές δόσεις σιωπής».


­ Η κατάργηση της σιωπής οδηγεί στη φλυαρία;


«Ετσι πιστεύω… Οσο παράξενο και να ακούγεται, οι σιωπές μας είναι το μέτρο του λόγου μας, είναι το μυστήριο που κάνει τον λόγο μας να ακούγεται από τους άλλους».


­ Εσείς γιατί δεχθήκατε να μιλήσετε τώρα σε εμάς;


«Βλέπω ότι επιμένετε σε αυτή την ερώτηση… Μήπως έκανα λάθος που δέχθηκα; (γέλια) Αστειεύομαι… Τώρα τελευταία εν όψει της ποιητικής συλλογής μου που κυκλοφορεί στα αγγλικά, από τη σειρά «Favourite Poetry», έχω δώσει μερικές συνεντεύξεις. Νομίζω πως όταν επιχειρείς κάτι καινούργιο ­ όπως είναι η ποίηση για μένα ­ πρέπει ο εσωτερικός διάλογος να διακόπτεται για λίγο και να γινόμαστε πιο εξωστρεφείς. Γιατί μόνο όταν έρχονται οι άλλοι σε επαφή με το αποτέλεσμα του όποιου εσωτερικού μας διαλόγου, μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία αυτού του διαλόγου με τον έξω κόσμο…».


­ Το τελικό ζητούμενο είναι η επικοινωνία μας με τους άλλους;


«Τελικώς το ζητούμενο μάλλον είναι αυτό: να επικοινωνήσουμε… Απλώς για να επικοινωνήσουμε χρειάζεται να σιωπούμε, όταν δεν έχουμε κάτι να προσθέσουμε. Η σιωπή δυναμώνει τη φωνή μας όταν τη χρειαστούμε… Ξέρετε, είμαι από αυτούς που υποστηρίζουν ότι θέλει φροντίδα η «φωνή» μας».


­ Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά έχω την εντύπωση ότι στην εποχή μας συμβαίνει κάτι πολύ παράδοξο γύρω μας: για να μη βυθιστούμε στη σιωπή, στον εσωτερικό μας κόσμο, όλοι σχεδόν το ρίχνουμε στη σπατάλη και στην κατανάλωση…


«Ναι, συμβαίνει αυτό… Γινόμαστε σπάταλοι στα λόγια για να αποφύγουμε την ουσιαστική συνάντηση με τον εαυτό μας. Αντιμετωπίζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο σαν τον Διάβολο… Αποφεύγουμε το «βύθισμα» στην ουσία, σαν σε αυτό να κρύβεται η πηγή κάθε κακού. Ολοι σήμερα μιλούν γύρω μου για τον εσωτερικό τους κόσμο, σαν να πρόκειται για πρώτη ύλη όχι και πρώτης ποιότητας… Ολοι νομίζουν έτσι ότι φταίει η πρώτη ύλη τους. Κανείς δεν θέλει να αποδεχθεί ότι η χρήση των πρώτων υλών είναι αυτό που φέρνει τα αποτελέσματα, όποια κι αν είναι αυτά. Ο Μπετόβεν δεν είχε «χρυσή» ψυχή και «χρυσό» μυαλό, όπως θέλουν να νομίζουν μερικοί… Ο Μπετόβεν χρησιμοποιούσε την ψυχή και το μυαλό του με ένα «χρυσό» τρόπο…».


­ Και ο «χρυσός» τρόπος από τι καθορίζεται;


«Καθορίζεται σχεδόν πάντα από τον στόχο σου… Οταν δεν έχεις στόχο, χρησιμοποιώντας τις πρώτες ύλες που διαθέτεις, δεν καταφέρνεις τίποτε άλλο από το να τις σπαταλάς».


­ Γιατί αρχίσατε να γράφετε ποίηση; Δεν σας κάλυπτε πια η εκφραστική δυνατότητα της μουσικής;


«Οχι, απλώς πρόκειται για ένα καινούργιο τόλμημα, το οποίο δεν αφορά τη σχέση μου με τη μουσική».


­ Υπάρχουν διαφορές μεταξύ μουσικής και ποίησης;


«Υπάρχουν διαφορές που δεν λύνονται στα δικαστήρια… (γέλια) Αστειεύομαι… Μία διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη μουσική και στην ποίηση και είναι η ίδια που υπάρχει ανάμεσα στον ήχο και στη γλώσσα. Πολλές φορές, μιλώντας για μουσική, την αποκαλούν κάποιοι «γλώσσα» ­ «η μουσική είναι μία άλλη γλώσσα» λένε ­ αλλά αυτό δεν είναι σαφές και μπορεί να είναι και παραπλανητικό. Υπάρχουν εκτελεστές οι οποίοι παίζουν τη μουσική σαν να είχε κόμματα και τελείες· σαν να διαβάζουν δηλαδή πρόταση πρόταση ένα κείμενο. Προσωπικά δεν ανήκω σε αυτούς. Θεωρώ ότι ένα μουσικό κομμάτι έχει διαφορετικό περιεχόμενο, τοποθετείται δηλαδή αλλιώς νοηματικά. Βλέποντας, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει ο Μπετόβεν βλέπεις ότι εκεί που τελειώνει μια μουσική φράση συνήθως αρχίζει ταυτόχρονα η επόμενη ή έχει ήδη αρχίσει η επόμενη μουσική φράση προτού τελειώσει η προηγούμενη. Υπάρχουν φράσεις που έχουν σχέση με τη μελωδία και άλλες με τον ρυθμό. Η μία ακολουθεί την άλλη και συνυφαίνεται κατά κάποιον τρόπο μαζί της, για να δώσουν όλες μαζί το τελικό αποτέλεσμα, που είναι αυτό που ακούμε».


­ Θα θέλατε να έχετε γνωρίσει από κοντά τον Μπετόβεν;


«Αν θα ήθελα; (χαμογελάει) Οχι απλώς θα ήθελα να τον έχω γνωρίσει, θα μου αρκούσε ακόμη και το να βρεθώ στο διπλανό δωμάτιο από εκεί όπου θα έπαιρνε κάποιο βράδυ το δείπνο του». (γέλια)


­ Τι θα άλλαζε σε σχέση με αυτό που έχετε εισπράξει από την ψυχή του Μπετόβεν μέσω της μουσικής του;


«Το να βλέπω τον Μπετόβεν να παίρνει το δείπνο του; (χαμογελάει) Την ερμηνεία μου τουλάχιστον δεν νομίζω ότι θα την άλλαζε. Είναι απλώς δήλωση που φανερώνει μεγάλο ενδιαφέρον προς το συγκεκριμένο πρόσωπο… για αυτόν τον λόγο λέω αυτό που λέω. Θεωρώ ότι αυτό που είναι ένας δημιουργός στη ζωή του, ο τρόπος που συμπεριφέρεται, είναι πολύ δύσκολο να το συνδέσουμε με το έργο του. Υπάρχουν βιογράφοι οι οποίοι νομίζουν ότι όσο περισσότερα γνωρίζουν για τον άνθρωπο τόσο περισσότερο θα καταλάβουν και θα μπορέσουν να εξηγήσουν και το έργο, το οποίο αυτός παρήγαγε. Δεν νομίζω ότι είναι έτσι… Οι καλλιτέχνες δεν διαφέρουν από τους κοινούς ανθρώπους στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Ο,τι συμβαίνει και ισχύει για όλους γύρω μας, ισχύει και για τους καλλιτέχνες… Και οι καλλιτέχνες έχουν χαρίσματα αλλά και αδυναμίες ­ είναι φυσιολογικό νομίζω».


­ Τι είναι αυτό που κάνει έναν καλλιτέχνη να διαφέρει από τον «κοινό» άνθρωπο;


«Η αντίληψή του για τα όρια… Για τον καλλιτέχνη, την ώρα της δημιουργίας δεν υπάρχει τίποτε ικανό να περιορίσει την καλλιτεχνική έκφραση… Θα έλεγε κανείς ότι είναι χωρίς όρια η καλλιτεχνική έκφραση ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, σέβεται τα όρια η καλλιτεχνική έκφραση αλλά δεν φοβάται να τα περιφρονήσει, να τους γυρίσει συνειδητά την πλάτη».


­ Πώς γίνεται αυτό;


«Είναι μυστήριο, δεν εξηγείται… Συμβαίνει απλώς. Είναι το ίδιο μυστήριο που κρύβεται σε ένα παιδί που δεν έχει το αίσθημα του φόβου ή έχει τόσο έντονο το αίσθημα του φόβου που συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει φόβος… Ο καλλιτέχνης δεν φοβάται τα όρια… ή τα φοβάται τόσο πολύ που συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχουν όρια για αυτόν. Συχνά ο καλλιτέχνης σκέφτεται ότι τα όρια υπάρχουν για να ανατρέπονται. Αυτή είναι μια πολύ αντικοινωνική παραδοχή, που καταλήγει με ένα μαγικό τρόπο να γίνει εξαιρετικά κοινωνική, για να μην πω κοινωνική σημαία προς στιγμή. Ο καλλιτέχνης είναι τελικώς ένας τρομοκράτης… Επεμβαίνει και ταράσσει την κοινωνική τάξη, δημιουργεί χάος. Αλλά από αυτό το χάος ως διά μαγείας δημιουργείται η νέα τάξη πραγμάτων».


­ Τι είναι αυτό που κάνει έναν δημιουργό που μάχεται τον χρόνο τελικώς να τον κερδίζει;


«Η ποιότητα του έργου του».


­ Και τι είναι ποιοτικό;


«Η ειλικρίνεια. Η αλήθεια που περιέχει ένα έργο είναι και η ποιότητά του».


­ Φτάνει αυτό για αντέξει ένα έργο στον χρόνο;


«Οχι βέβαια… Αυτό είναι η αρχική προϋπόθεση, η απόδειξη της ποιότητας ενός έργου Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις η αλήθεια που περιέχεται σε ένα έργο φιλοξενείται στο ίδιο σπίτι με την αλήθεια και την ειλικρίνεια του κόσμου μας. Είναι μαγικό αυτό αλλά συμβαίνει: η αλήθεια του καλλιτέχνη τότε αντιπροσωπεύει την αλήθεια του κόσμου μας… Γιατί για μένα υπάρχει η αλήθεια του καθενός μας αλλά και μια συμπαντική αλήθεια, μια αλήθεια που είναι πέρα από τα στενά όρια του εαυτού μας… Αυτή η αλήθεια μας κάνει ενώ είμαστε διαφορετικοί να μοιάζουμε τόσο πολύ μεταξύ μας… Σε αυτές τις περιπτώσεις, που ο καλλιτέχνης καταφέρνει εκφράζοντας την προσωπική του αλήθεια να εκφράζει μια συμπαντική αλήθεια για την ανθρώπινη ύπαρξη, το αποτέλεσμα είναι να ακούμε ένα έργο του Μπετόβεν και να νιώθουμε ­ οι περισσότεροι ­ ότι είναι έργο της δικής μας ψυχής και του δικού μας μυαλού…».


­ Τα μεγάλα έργα είναι δημιουργήματα μιας φλογισμένης ψυχής ή ενός λαμπερού μυαλού;


«Τα μεγάλα έργα απαιτούν συνεργασία μυαλού και ψυχής. Σε όλα τα μεγάλα έργα υπάρχει λογική και συναίσθημα. Στη δημιουργία των μεγάλων έργων ποτέ δεν λειτουργεί μόνο το ένα από τα δύο. Στα μεγάλα έργα, όπως και στη ζωή, η λογική και το συναίσθημα συνεταιρίζονται… Οσο πιο πετυχημένος είναι αυτός ο συνεταιρισμός τόσο ποιο σπουδαίο θα είναι και το αποτέλεσμα».


­ Ποιος είναι ο ρόλος της λογικής σε σχέση με το συναίσθημα και ο ρόλος του συναισθήματος σε σχέση με τη λογική;


«Η λογική είναι το φίλτρο των συναισθημάτων. Διότι αν αφήσεις χαλαρό το συναίσθημα αρχίζεις να λειτουργείς σαν ερασιτέχνης. (γέλια) Σε μια σύνθεση πρέπει να υπάρχει όχι μόνο αίσθηση της τάξης και του μέτρου αλλά και μια ιεράρχηση των συναισθημάτων. Υπάρχουν τα γνήσια, τα αληθινά συναισθήματα και τα δευτερεύοντα. Τα δευτερεύοντα είναι κάποια άλλα συναισθήματα, τα οποία δείχνουν μάλλον μεταχειρισμένα, δανεικά μέσα σε μια σύνθεση… συναισθήματα από δεύτερο χέρι δηλαδή. (γέλια). Αυτό που με ενδιαφέρει κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με μια μουσική σύνθεση την οποία καλούμαι να ερμηνεύσω είναι να διακρίνω τα πρωτογενή συναισθήματα που περιέχονται στη σύνθεση σε συνδυασμό πάντα με τη δομή της».


­ Πώς διακρίνουμε το πρωτογενές συναίσθημα; Τι είναι αυτό που το διακρίνει από το δευτερεύον;


«Βοηθούν πολύ η γνώση και η εμπειρία… Πρέπει να μπορείς να ακούς τους άλλους ερμηνευτές που προσπαθούν μαζί με σένα να διακρίνουν το πρωτογενές από το δευτερέον συναίσθημα σε μια σύνθεση, όπως και να έχεις μελετήσει σε βάθος όλους τους μουσικούς που προσπάθησαν το ίδιο πριν από σένα. Υπάρχει μια ηθική σε όλα αυτά».


­ Για κάθε συνθέτη υπάρχουν διαφορετικά πρωτογενή και διαφορετικά δευτερεύοντα συναισθήματα;


«Ναι. Δεν είναι δηλαδή τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα συναισθήματα ίδια για όλους τους συνθέτες. Πίσω από τη διάκριση των συναισθημάτων ­ μέσα σε μια σύνθεση ­ κρύβεται η «ηθική» του συνθέτη. Οταν καλείσαι να ερμηνεύσεις Μπετόβεν πρέπει να είσαι σε θέση να συναντηθείς μαζί του στο δικό του επίπεδο συναισθημάτων, να κατανοήσεις τον δικό του ηθικό κώδικα».


­ Εσείς πώς αρχίζετε τη μελέτη μιας σύνθεσης;


«Πάντα προηγείται ο συνθέτης και έπεται η δική μου ερμηνεία της σύνθεσης».


­ Αυτό πολλοί ερμηνευτές το ξεχνούν…


«Συμφωνώ απολύτως… Ξεχνούν ότι χωρίς τον συνθέτη εμείς δεν θα υπήρχαμε, δεν θα είχαμε λόγο ύπαρξης, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Αρα οφείλουμε να σεβόμαστε το μεγαλείο του και συγχρόνως να προσπαθούμε να κατανοήσουμε μεμονωμένα την κάθε σύνθεση, γιατί ως ένα βαθμό αυτή έχει ξεφύγει από τα χέρια του συνθέτη και «ζει» πλέον τη δική της ζωή. Με αυτά που λέω δεν θέλω να υποτιμήσω τον ρόλο του ερμηνευτή αλλά να ιεραρχήσω τις προτεραιότητες. Οταν βρίσκεται ο ερμηνευτής αντιμέτωπος με μια σύνθεση αυτό που κάνει ή, αν θέλετε, αυτό που κάνω εγώ, είναι να προσπαθώ να δώσω ζωή σε αυτό που έγραψε ο συνθέτης, σεβόμενος όμως τους κανόνες του παιχνιδιού. Το κάθε κομμάτι έχει τους δικούς του κανόνες. Είναι σαν να μιλάμε για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου ο οποίος έχει συγκεκριμένα χαρίσματα, συγκεκριμένες αδυναμίες. Πάντα όμως υπάρχει ένα όριο… Εξω από αυτό το όριο ο χαρακτήρας αυτός παύει να υφίσταται. Σαν να λέμε, δηλαδή, καταργείται. Επομένως ­ για να μπορέσει να υπάρξει ­ είναι σημαντικό το να μπορέσω εγώ να βρω το όριό του. Στο πλαίσιο που οροθετείται αυτή η διαχωριστική γραμμή, ο ερμηνευτής ενός μουσικού έργου απολαμβάνει μιας συγκεκριμένης ελευθερίας. Από εκεί και πέρα, αρχίζουν οι παρανοήσεις οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν ως και σε βιασμό της μουσικής».


­ Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ενώ η παρτιτούρα είναι μία, περνώντας από τα χέρια διαφορετικών ερμηνευτών, στα αφτιά μας τελικά φτάνει κάτι διαφορετικό;


«Κατ’ αρχάς, αν θέλετε τη γνώμη μου, ευτυχώς που διαφέρει η όποια σύνθεση, ερμηνευόμενη από διαφορετικούς ερμηνευτές… Και ευτυχώς που και τα κομπιούτερ δεν έχουν ακόμη τον απόλυτο έλεγχο. Αυτό που κάνει μια σύνθεση ­ που έχει γεννηθεί 400 χρόνια πριν ­ να παραμένει ακόμη ζωντανή, είναι η δυνατότητα που περικλείει σε πολλαπλές ερμηνείες. Καθετί που δημιουργείται για να ζήσει στην αιωνιότητα πρέπει να περιέχει ένα χώρο όπου θα φιλοξενηθεί η φαντασία των ανθρώπων που μελλοντικά θα έρθουν σε επαφή μαζί του… Βέβαια, όπως είπαμε, ακόμη και αν αυτός ο χώρος υπάρχει, δεν εξυπακούεται και ο τρόπος που ο καθένας θα τον αξιοποιήσει. Υπάρχουν, για παράδειγμα, ερμηνείες οι οποίες προσπαθούν να αναπαραγάγουν και την παραμικρή σημείωση που υπάρχει πάνω στην παρτιτούρα, όπως θα το έκανε και ένα κομπιούτερ. Προσπαθούν να πετύχουν μια πιστή απόδοση της σύνθεσης ακολουθώντας την «κατά γράμμα», χάνοντας όμως το νόημα που κρύβει το «όλο». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μελέτη και η ερμηνεία του «μέρους» μιας σύνθεσης δεν πρέπει να γίνεται σαν το «μέρος» να είναι ένα ανεξάρτητο κομμάτι. Πρέπει να ερμηνεύεται και να μελετάται το «μέρος» ­ λαμβάνοντας υπόψη μας ­ ότι το ζητούμενο είναι η ερμηνεία του «όλου»… Στο άλλο άκρο αυτού υπάρχουν ερμηνείες οι οποίες προσπαθούν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο και από αυτό που θα ήθελε ο συνθέτης και από αυτό που περιμένει να ακούσει το κοινό. Τότε ο κόσμος δεν αναγνωρίζει καν τη σύνθεση και μένει με την εντύπωση ότι ακούει κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι άλλο από αυτό που έχει τυπωθεί στο πρόγραμμα της συναυλίας. Εγώ ερμηνευτικά βρίσκομαι κάπου στη μέση αυτών των δύο άκρων. Προσπαθώ δηλαδή να σέβομαι το έργο. Τα πάντα ξεκινούν από τον συνθέτη, όπως σας είπα προηγοθμένως… Αυτός είναι που δίνει ώθηση στα πράγματα. Την ώρα που βρίσκομαι πάνω στη σκηνή είναι παρών και ο συνθέτης, πάντα. Ξεκινάει κάτι από αυτόν, περνάει μέσα από μένα, αν είμαι τυχερός φτάνει ως το κοινό και αν το κοινό είναι σιωπηλό και συγκεντρωμένο επιστρέφει πάλι σε μένα. Η πηγή όμως όλου αυτού του μουσικού ταξιδιού είναι πάντα ο συνθέτης».


­ Αρα ερμηνεύετε μια σύνθεση με το αφτί του συνθέτη πάντα παρών. Για αυτό το αόρατο αφτί παίζετε κυρίως;


«Βέβαια… Οταν ερμηνεύω κάτι είμαι πάντα υπεύθυνος έναντι του συνθέτη».


­ Ο συνθέτης πιστεύετε ότι κατοικεί στις νότες;


«Οι νότες απλώς προτείνουν ορισμένα πράγματα· ποτέ δεν μπορούν να προτείνουν τα πάντα. Εξαρτάται από το πόσο σαφείς είναι οι σημειώσεις του συνθέτη πάνω στην παρτιτούρα. Στις παρτιτούρες του Μπαχ, για παράδειγμα, δεν υπάρχει τίποτε σημειωμένο. Υπάρχουν σονάτες του Μότσαρτ με ελάχιστες σημειώσεις, από τις οποίες πρέπει να προσπαθήσει ο ερμηνευτής να συλλάβει το πνεύμα του έργου, και υπάρχουν άλλα έργα του Μότσαρτ, με τόσο διεξοδικές σημειώσεις πάνω στις παρτιτούρες, που θα έλεγε κανείς ότι καταντάει υπερβολικό. Υπάρχουν συνθέτες όπως ο Μπετόβεν, ο Μπραμς, ο Λιστ ­ σε ορισμένα έργα του ­ οι οποίοι κρατούν μόνο τις απαραίτητες σημειώσεις και κάποιοι άλλοι αργότερα, οι οποίοι είναι μάλλον υπερβολικοί».


­ Εσείς πώς καταλήξατε να ασχοληθείτε με τη μουσική;


«Πάντως όχι επειδή προέρχομαι από οικογένεια μουσικών ή γενικότερα διανοουμένων. Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη στην περίπτωσή μου. Είμαι αποτέλεσμα του «θέλω» μου και όχι του «θέλω» των άλλων».


­ Συγγνώμη που επιμένω… αλλά θα ήθελα πολύ να μάθω γιατί γίνατε μουσικός και όχι δικηγόρος ή κάτι άλλο…


«Είναι απλό… Είχαμε ένα πιάνο στο σπίτι και οι γονείς μου θεωρούσαν αυτονόητο ότι έπρεπε να αρχίσω μαθήματα ­ όπως έκαναν και οι ίδιοι στα νεανικά τους χρόνια. Σε ηλικία έξι ετών λοιπόν μου έφεραν ένα δάσκαλο πιάνου και τα πράγματα σιγά σιγά πήραν τον δρόμο τους. Η μητέρα μου, τρομερά ευσυνείδητη και αφοσιωμένη στο παιδί της καθώς ήταν, καθόταν δίπλα μου και με παρακολουθούσε την ώρα που έκανα μάθημα ­ παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε και πολλά πράγματα, επειδή δεν είχε μουσική παιδεία, όπως έχουν, για παράδειγμα, σήμερα τα παιδιά μου, που μεγαλώνουν σε ένα μουσικό περιβάλλον».


­ Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;


«Το κύριο επάγγελμά του ήταν αρχιτέκτονας, κατασκευαστής κτιρίων. Πέρα από αυτό όμως έκανε και άλλα επαγγέλματα…».


­ Οπως;


«Είχε μια μικρή εμπορική επιχείρηση… Για δύο χρόνια προσπάθησε να κρατήσει ένα ξενοδοχείο σε ένα από τα νησιά της Αδριατικής αλλά δεν τα κατάφερε. Μετά έγινε διευθυντής σε έναν κινηματογράφο. Είχε ανοίξει επίσης και ένα εργοστάσιο παραγωγής γυαλιού, αμέσως μετά τον πόλεμο».


­ Πιστεύετε σε αυτό που λέμε ταλέντο;


«Σίγουρα πιστεύω, μόνο που το ταλέντο δεν είναι το παν. Είναι ένα από τα προσόντα που πρέπει να διαθέτει κάποιος σε συνδυασμό και με άλλα πράγματα».


­ Μπορείτε να μου πείτε με τι πρέπει να συνδυάσει κάποιος το ταλέντο για να πετύχει αυτό που θέλει;


«Με την αντοχή, την υπομονή, την ικανότητα πρόβλεψης σε σχέση με το πώς μπορείς να οργανώσεις τον χρόνο σου ­ εννοώ μακροπρόθεσμα… Χρειάζεται συγκρότηση το ταλέντο. Η συγκρότηση είναι πάρα πολύ σημαντικό για κάποιον που παίζει ένα όργανο».


­ Ποιο ήταν το όνειρό σας όταν ήσασταν μικρός; Τι θέλατε να κάνετε όταν μεγαλώσετε;


«Κοιτάξτε, επειδή εγώ δεν προέρχομαι από μουσική οικογένεια, επειδή δεν είμαι Δυτικοευρωπαίος ούτε Εβραίος ­ από όσο ξέρω τουλάχιστον (γέλια) ­ και επειδή δεν υπήρξα ποτέ παιδί-θαύμα, εξελίχθηκα πολύ διαφορετικά σε σχέση με τον τρόπο που εξελίσσονται οι περισσότεροι μουσικοί γύρω μας ­ γι’ αυτό και θα σας πω ότι ως παιδί ακολουθούσα απλώς τη ζωή μου και δεν έκανα όνειρα για το τι θα κάνω όταν μεγαλώσω. Εγώ ήμουν συνοδοιπόρος αυτού που μου συνέβαινε και όχι οδηγός του. Σε ηλικία 20 ετών και ενώ είχα ήδη κάνει ένα επιτυχημένο ντεμπούτο στα 17 μου στο Γκρατς, τη δεύτερη μεγαλύτερη αυστριακή πόλη, δεν είχα τη φιλοδοξία να γίνω διάσημος την επόμενη κιόλας ημέρα ή τη μεθεπόμενη ή σε πέντε χρόνια. Για μένα, για να μπορέσει κάποιος να εξερευνήσει το ταλέντο του χρειάζεται να περάσουν δεκαετίες. Το όνειρό μου τότε και η φιλοδοξία μου ήταν να γίνω «κάτι» ή να μπορέσω να φτάσω «κάπου» ως τα 50 μου. Είναι κάτι που συνιστώ σε όλους τους νέους ανθρώπους: Μην προσπαθείτε να κάνετε μεγάλα όνειρα… Ονειρευτείτε απλώς να κάνετε «κάτι» σε αυτή τη ζωή… Προσπαθήστε να μη φτάσετε τα 50 χωρίς να έχετε κάνει τίποτε… Αυτό για μένα είναι το παν. Ολα τα άλλα «μεγαλεία» έρχονται, αν είναι να έρθουν, χωρίς να τα κυνηγήσουμε, ερήμην μας. Δεν μπορεί να έχει όνειρό του κάποιος να γίνει «μεγάλος και τρανός». Μεγάλος και τρανός αποδεικνύεσαι… Αλλωστε το «μεγάλος» και «τρανός» είναι κάτι που αποτελεί εκτίμηση των άλλων και όχι δική σου».


­ Τι είναι αυτό που σας έκανε να θέλετε να γίνετε κάτι στη ζωή σας; Γιατί πολλοί άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται να κάνουν «κάτι» στη ζωή τους;


«Κοιτάξτε, εγώ τα αντιμετωπίζω με σκεπτικισμό όλα αυτά. Δεν είναι ανάγκη να υπερεκτιμούμε τα πράγματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι περισσότερη σκέψη και λιγότερος εγωισμός. Με αυτό που λέω δεν θέλω να καταλάβετε ότι περνάω τα πάντα από κόσκινο… Οτι ζω γεμίζοντας τον εαυτό μου με ερωτηματικά. Μιλάω πάντα για τον υγιή σκεπτικισμό, ο οποίος θέλω να πιστεύω ότι με διακρίνει. Απεχθάνομαι τον φανατισμό από οπουδήποτε και αν προέρχεται, όπως απεχθάνομαι και την πομπώδη συμπεριφορά… Νομίζω όμως ότι κάτι άλλο με ρωτήσατε. Θυμίστε μου αν έχετε την καλοσύνη, ποια ήταν η τελευταία σας ερώτηση;».


­ Για ποιο λόγο δεν επιδιώκουν όλοι οι άνθρωποι να γίνουν «κάτι» στη ζωή τους;


«Α, ναι, ναι… με συγχωρείτε… Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους… Κάθε άνθρωπος είναι μια μοναδική ιστορία. Είναι εύκολο να διατυπώνουμε διάφορα τσιτάτα για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, αλλά αυτό δεν βοηθάει καθόλου τους ανθρώπους γύρω… Το μόνο που πιθανόν να βοηθάει τους ανθρώπους γύρω μας είναι να καταθέτουμε την εμπειρία μας… τίποτε άλλο. Αν και έχω πολλές επιφυλάξεις και για αυτό… Ισως και να μην μπορεί να μας βοηθήσει τίποτε άλλο σε αυτή τη ζωή πλην του εαυτού μας… Ισως…».


­ Υπήρξε μια στιγμή στη ζωή σας που είπατε: «Λοιπόν, θα γίνω πιανίστας!»;


«Με το που τελείωσε ο πόλεμος ­ ήμουν γύρω στα 16-17 τότε ­ είχα ήδη αρχίσει να κάνω τα πάντα: συνέθετα, έπαιζα πιάνο, για δύο χρόνια είχα αφοσιωθεί στη ζωγραφική και είχα αρχίσει να ασχολούμαι και λιγάκι με την ποίηση. Αφού λοιπόν διέγραψα όλον αυτόν το κύκλο των ενδιαφερόντων μου, έπρεπε να διαλέξω κάτι από όλα αυτά για να το κάνω και επάγγελμα… Τότε κέρδισα το βραβείο του διαγωνισμού Μπουζόνι, το 1949. Ημουν τότε 19 ετών. Το βραβείο αυτό με έκανε να πάρω την απόφαση να γίνω επαγγελματίας πιανίστας και όχι ζωγράφος ή ποιητής».


­ Μετανιώσατε ποτέ για αυτή την απόφασή σας;


«Οχι… Νομίζω ότι ήταν μια σωστή απόφαση, παρ’ όλο που εγώ παράλληλα με το πιάνο αγαπούσα πολύ και το γράψιμο. Αλλωστε η απόφασή μου αυτή δεν με έκανε να σταματήσω το γράψιμο… Η λογοτεχνική ζωή μου ήταν η δεύτερη ζωή μου πάντα. Για ένα μεγάλο διάστημα έγραφα μόνο γύρω από τη μουσική ή για πράγματα που αφορούσαν το επάγγελμα που είχα επιλέξει. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια άρχισα να γράφω αποκλειστικά και μόνο ποίηση. Τώρα πια ζω μια ­ κατά κάποιον τρόπο ­λογοτεχνική ζωή, η οποία έχει τους δικούς της ρυθμούς και είμαι υποχρεωμένος να τους ακολουθώ».


­ Τι είναι αυτό που μας κάνει να επιλέγουμε τον δρόμο που θα πάρουμε στη ζωή; Οι επιρροές μας καθοδηγούν τελικώς τις επιλογές μας;


«Νομίζω ότι τις επιλογές μας τις καθοδηγεί σχεδόν πάντα ένα υγιές ένστικτο. Το γεγονός ότι εγώ για ένα διάστημα ενδιαφέρθηκα για τη ζωγραφική, το σχέδιο, τη σύνθεση ­ όλα αυτά τα πράγματα μαζί ­ το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα από ένστικτο ότι σε αυτό που θα ήμουν καλύτερος ήταν η ερμηνεία, το πιάνο. Και ακολούθησα το ένστικτό μου και δεν έχασα, νομίζω».


­ Ανάμεσα στους μεγάλους συνθέτες υπάρχουν κάποιοι που είναι ακόμη πιο μεγάλοι;


«Εξαρτάται από το ποιον θεωρούμε μεγάλο συνθέτη. Τα κριτήρια για το ποιος είναι μεγάλος και ποιος είναι μικρός είναι πολύ προσωπικά και υποκειμενικά. Εχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο για τους μεγάλους πιανίστες το οποίο αναφέρεται σε 120 περίπου ονόματα. Αυτή τη στιγμή πρόκειται να κυκλοφορήσει μια καινούργια σειρά CD, «Οι μεγάλοι συνθέτες αυτού του αιώνα», η οποία συνολικά περιλαμβάνει 74 μεγάλους συνθέτες. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι είναι τόσο πολλοί οι «μεγάλοι» σε αυτόν τον κόσμο». (γέλια)


­ Μπορείτε με βεβαιότητα να μας πείτε κάποιους που είναι «μεγάλοι» στα σίγουρα για σας;


«Ανάμεσά τους εγώ συγκαταλέγω σίγουρα τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Σούμπερτ και από εκεί και πέρα τον Χάυντν, τον Σούμαν και τον Λιστ».


­ Μουσική ακούτε;


«Εσείς τι λέτε;».


­ Τι ακούτε;


«Οταν θέλω να ακούσω μουσική για μένα τον ίδιο ­ ως άνθρωπος, δηλαδή, και όχι ως καλλιτέχνης ­, ανατρέχω συνήθως στη μουσική του 20ού αιώνα. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η σύγχρονη μουσική, ιδιαίτερα όταν έχει να προσφέρει κάτι πραγματικά καινούργιο».


­ Τι είναι καινούργιο;


«Καινούργιο είναι αυτό που έρχεται να προσθέσει κάτι στη μουσική εμπειρία ­ αν πρόκειται για μουσικό κομμάτι. Να προσθέσει κάτι το οποίο ως χθες δεν υπήρχε. Ακόμη και τα μεγάλα αριστουργήματα του ίδιου συνθέτη διαφέρουν μεταξύ τους: το κάθε έργο έχει τον δικό του χαρακτήρα και περιέχει κάτι το οποίο άλλα κομμάτια ή άλλοι συνθέτες δεν έχουν ξανακάνει. Το καινούργιο δεν έχει να κάνει μόνο με το πρωτογενές. Μπορεί να δημιουργήσει κάποιος κάτι καινούργιο συνδυάζοντας πράγματα που έχουν γίνει ήδη στο παρελθόν. Καινούργιο είναι ό,τι πάει τα πράγματα λίγο πιο πέρα από εκεί όπου είναι».


­ Κινδυνεύει η μουσική από την ανάπτυξη της τεχνολογίας στον βαθμό που αυτή χρησιμοποιείται στη μουσική;


«Προσωπικά δεν φοβάμαι τόσο πολύ την τεχνολογία, εξαρτάται όμως πώς τη χρησιμοποιεί κάποιος. Σε ό,τι αφορά, π.χ., τα ηλεκτρονικά μηχανήματα παραγωγής ήχου, πιστεύω ότι μπορεί να γίνει μια πολύ καλή εφαρμογή. Βασικά δεν είμαι εναντίον της τεχνολογίας».


­ Αλήθεια, γιατί είναι τόσο «σοβαρή» η κλασική μουσική;


«Μα δεν είναι μόνο σοβαρή. Τι εννοείτε όταν λέτε σοβαρή; Εγώ θεωρώ ότι είναι και πάρα πολύ διασκεδαστική μερικές φορές. Υποθέτω ότι πρέπει να έχετε διαβάσει ένα άρθρο που έχω γράψει γύρω από αυτό, έτσι δεν είναι; (γέλια) Μην μπερδεύεστε λοιπόν με το τι φαίνεται ότι είναι η κλασική μουσική ή με το πώς θέλουν να την παρουσιάσουν μερικοί μέντορες του είδους. Η κλασική μουσική μπορεί να εκφράσει από το πιο τραγικό συναίσθημα ως το πιο κωμικό. Η κλασική μουσική περιέχει μια γκάμα συναισθημάτων. Είναι, με άλλα λόγια, πολλά πράγματα μαζί. Ακόμη και όταν είναι σκέτη μουσική ­ εννοώ όταν δεν συνοδεύεται από λέξεις ή από (σκηνικές) χειρονομίες ­, μπορεί να προκαλέσει όλα τα συναισθήματα».


­ Εσείς, δηλαδή, διαβάζοντας μια παρτιτούρα του Μπετόβεν, βλέπετε σημεία όπου ο Μπετόβεν, π.χ., όταν τα έγραφε ήθελε να κάνει χιούμορ;


«Φυσικά. Οχι μόνο αυτό αλλά υπάρχουν και κομμάτια που μόνο έτσι μπορούν να γίνουν κατανοητά. Υπάρχουν, π.χ., σονάτες του Μπετόβεν οι οποίες δεν παίζονται συχνά και ο κόσμος τις θεωρεί αποτυχημένες επειδή δεν μπορεί να καταλάβει ότι μέσα από αυτές ο συνθέτης ουσιαστικά κοροϊδεύει, γελάει με τις διάφορες κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του ­ ειρωνεύεται ή σαρκάζει αυτές τις συμβάσεις. Με ένα πρώτο κοίταγμα ­ αν δεν προσέξεις ότι εκεί γίνεται πλάκα από τη μεριά του συνθέτη ­ το μόνο που βλέπεις είναι λάθη».


­ Τελικώς στη ζωή τι έχει μεγαλύτερη σημασία, η επιρροή ή η επιλογή;


«Νομίζω ότι πάνε μαζί αυτά τα δύο, θα έλεγα ότι συνεργάζονται. Φυσικά και υπάρχουν επιρροές, κανένας δεν μπορεί να απομονώσει τον εαυτό του. Πιστεύω ότι είναι μύθος η ιδέα πως μπορεί να μείνει κάποιος κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα και απλά να είναι ο εαυτός του. Οχι. Ολοι μας χρειαζόμαστε προσλαμβάνουσες, όλοι πρέπει να μπορούμε να δεχόμαστε προτάσεις. Το θέμα από εκεί και πέρα είναι πώς μπορείς να τις αξιοποιήσεις σε προσωπικό επίπεδο, τι μπορείς να βγάλεις μέσα από αυτές τις επιρροές σου. Οι μεγάλοι συνθέτες μπορούσαν να πάρουν οποιοδήποτε υλικό και να το κάνουν κάτι. Ο μεγάλος δημιουργός μπορεί να επηρεασθεί από τα πάντα, ακόμη και από τα σκουπίδια ­ για να μην πω μόνο από τα σκουπίδια… Γιατί κάθε μεγάλος δημιουργός έχει τη μανία να ψάχνει και να βρίσκει στα άχρηστα σημασίες. Ο μεγάλος δημιουργός ξέρει καλά ότι η σημασία της ύπαρξης κρύβεται σε ό,τι πετάμε και όχι σε ό,τι κρατάμε… Οι κοινοί άνθρωποι είναι δυστυχείς γιατί πιστεύουν ότι η σημασία της ύπαρξής τους βρίσκεται σε ό,τι δεν έχουν και όχι σε ό,τι έχουν… Αυτό τους κάνει συχνά να πετούν τη «σημασία της ύπαρξής τους» στα σκουπίδια και να βγαίνουν στο σουπερμάρκετ να αγοράσουν «πλαστές σημασίες» για την ύπαρξή τους».


­ Πιάνετε ποτέ τον εαυτό σας να σκέφτεται: «Τι κάνω εγώ τώρα εδώ; Οταν εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι υποφέρουν ή αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, εγώ κάθομαι και ασχολούμαι με το τι ήθελε να πει ο Μπετόβεν με αυτή τη νότα;»;


«Αυτή ήταν μια πολύ δημοφιλής ερώτηση προς τον εαυτό μας τη δεκαετία του ’60. Σκέφθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ίσως μπορώ να βοηθήσω τους ανθρώπους περισσότερο με αυτό που κάνω παρά με κάτι άλλο που δεν κάνω ενώ θα έπρεπε να κάνω. Αυτό που με ενδιαφέρει πια είναι ότι τουλάχιστον δεν «δολοφονώ» τους ανθρώπους με αυτό που κάνω». (γέλια)


­ Ποιος είναι πια ο ρόλος του καλλιτέχνη στην εποχή μας; Οι άνθρωποι σήμερα έχουν περισσότερο ανάγκη την τέχνη από ό,τι παλαιότερα;


«Ως προς αυτό, κύριε Λάλα, δεν είμαι και τόσο σίγουρος και ειδικά στη χώρα όπου βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, στη Βρετανία, όπου η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την τέχνη χειρότερα από κάθε άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν και όπου τα πράγματα είναι τελείως απογοητευτικά. Εδώ οι άνθρωποι φαίνεται να αγνοούν γενικότερα το ότι η τέχνη αποτελεί αναγκαιότητα της ζωής τους και την αντιμετωπίζουν περισσότερο ως εμπόρευμα. Δεν νιώθω λοιπόν και πολύ σίγουρος για το τι μέλλει γενέσθαι με την τέχνη. Πιθανόν η κλασική μουσική σε λίγα χρόνια να εξελιχθεί σε ένα underground καλλιτεχνικό είδος… (γέλια) Ολα είναι πιθανά, μη γελάτε!».


­ Υπάρχει η πιθανότητα να ζει σήμερα ανάμεσά μας ένας μελλοντικός Μπετόβεν, ένας Μότσαρτ, τον οποίο εμείς να μην τον ξέρουμε, να μην τον έχουμε ανακαλύψει και μετά 200 χρόνια να ακούνε τα έργα του και να νιώθουν την ιδιοφυΐα του; Μπορεί, δηλαδή, αυτά τα μεγάλα μεγέθη να ζουν μέσα σε μια κοινωνία και να μην τα παίρνει είδηση η κοινωνία;


«Προσωπικά αμφιβάλλω».


­ Γιατί;


«Γιατί ένα τόσο εκτυφλωτικό ταλέντο δεν μπορεί να μην είναι αναγνωρίσιμο στην εποχή του. Και ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν έγιναν αντιληπτοί από την εποχή στην οποία έζησαν, ο κόσμος τούς πρόσεξε. Στην περίπτωση του Μότσαρτ ίσως να μην είχαν καταλάβει απόλυτα περί τίνος επρόκειτο αλλά τον πρόσεξαν. Υπάρχει ένας νεαρός συνθέτης εδώ, στη Βρετανία, ο Τόμας Αντέζ, 26-27 χρόνων, ο οποίος έχει τρομερά χαρίσματα και ως συνθέτης και ως πιανίστας και ως διευθυντής ορχήστρας. Αν λοιπόν καταφέρει και το διατηρήσει αυτό, το πιο πιθανόν είναι να αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες».


­ Τι είναι αυτό που μπορεί να σκοτώσει το ταλέντο, την ιδιοφυΐα;


«Διάφορα πράγματα: η υπερέκθεση κυρίως και η έλλειψη προσεγμένης οργάνωσης ή στην περίπτωση του Μέντελσον, ας πούμε, η συγκρότηση του ίδιου του καλλιτέχνη. Ηταν ο καλύτερος συνθέτης που υπήρξε ποτέ ηλικίας κάτω των 18 ετών: προτού προλάβει να συμπληρώσει τα 18 του χρόνια ήταν κιόλας ιδιοφυΐα, ένα ολοκληρωμένο ταλέντο που σε άλλους ανθρώπους μόνο κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης μπορεί να φανεί. Επομένως είναι και θέμα μοίρας».


­ Οσο πιο ιδιοφυής είναι ένας άνθρωπος τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να αγγίξει τον Θεό;


«Μιλάτε με έναν άνθρωπο που τον απασχολούν πάρα πολύ όλα αυτά που θα ονομάζαμε «μυστικιστικές εμπειρίες» αλλά απεχθάνεται κάθε μορφή θεσμοποίησης αυτών των σκέψεων, κάθε μορφή θεσμοποίησης όλων των σκέψεων που έχουν μια θρησκευτική διάσταση. Ή μάλλον ­ για να το τοποθετήσω καλύτερα ­ είμαι ένας άνθρωπος που φοβάται την απόλυτη αλήθεια επειδή θεωρώ ότι είναι επικίνδυνη για τους υπόλοιπους ανθρώπους ή καλύτερα εν δυνάμει επικίνδυνη. Τη στιγμή που κάποιος θεωρήσει ότι ανακάλυψε την απόλυτη αλήθεια, εγώ αρχίζω να φυλάγομαι». (γέλια)


­ Γιατί;


«Γιατί η απόλυτη αλήθεια εκ των πραγμάτων κάνει τους ανθρώπους επιθετικούς και εχθρικούς απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους που δεν υποστηρίζουν τις ίδιες απόψεις με αυτούς ή που έχουν ανακαλύψει άλλες απόλυτες αλήθειες…».


­ Σας φοβίζει ο θάνατος;


«Οχι ιδιαίτερα».


­ Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι όσο ο άνθρωπος πλησιάζει τις φτέρνες του Θεού τόσο περισσότερο τον τρομάζει η ιδέα του θανάτου.


«Είχα και εγώ στη ζωή μου μερικές τέτοιου είδους εμπειρίες: ότι κατά κάποιον τρόπο πλησιάζω αυτό που λέμε Θεός! Γι’ αυτές τις εμπειρίες μου αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη και εύχομαι όσο ζω να αποκτήσω και άλλες. Παρ’ όλο που ο κόσμος είναι παράλογος, νιώθω ευγνωμοσύνη για τις όμορφες, χαρούμενες αυτές εμπειρίες που φώτισαν κάποιες στιγμές αλήθειας ­ όποια και αν ήταν αυτή… Τώρα για να απαντήσω στην ερώτηση σας θα πω κατι που πιστεύω βαθιά: ο Θεός είναι η γνώση, είναι η αγνωσία, είναι το τίποτε και το παν της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι το κρεβάτι του φόβου μας, είναι η αρχή που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του τέλους… Αρα η κατανόηση του Θεού είναι το χέρι που μας γεφυρώνει με την ιδέα του θανάτου. Γι’ αυτό και όταν καταφέρνουμε να αγγίξουμε τις φτέρνες του Θεού, όπως είπατε κι εσείς, μεμιάς, χωρίς να το θέλουμε, λέμε από μέσα μας: Μετά από αυτό δεν θα με πείραζε ο θάνατος».


­ Πείτε μου μια εμπειρία κατά την οποία νομίσατε ότι αγγίξατε τον Θεό.


«Σε αυτά τα πράγματα συνήθως η μουσική είναι καλός αγωγός επικοινωνίας. Ακούγοντας ορισμένα κομμάτια του Μπετόβεν αισθάνεσαι ότι έρχεσαι τόσο κοντά στον Θεό. Νομίζω πάντως ότι η εγγραφή του ειδώλου ενός μεγέθους μέσα μας έχει πάντα να κάνει και με την απόσταση η οποία μας χωρίζει από αυτό… Δυστυχώς πρέπει να διακόψουμε. Με περιμένει η γυναίκα μου να πάμε στο θέατρο. Πεζό αλλά αναγκαίο αν θες να έχεις τη γυναίκα σου και να μην την έχει κάποιος άλλος». (γέλια)


­ Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ. Δεν πίστευα όσο σας περίμενα ότι θα είχε τόσο ενδιαφέρον μια συζήτηση με δημοσιογράφο. Είμαι πολύ προκατειλημμένος με τους δημοσιογράφους. Νομίζω ότι είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση της εποχής μας, η πηγή των περισσοτέρων κακών. Ιδιαιτέρως οι δημοσιογράφοι που είναι ένα και το αυτό με την πολιτική εξουσία και προσπαθούν να ξεγελάσουν τον κόσμο φορώντας γραβάτες και κοστούμια. Ο κόσμος όμως ξέρει ότι το παίζουν αντικειμενικοί αλλά είναι συνέταιροι των πολιτικών στις βρωμιές τους. Αυτά. Σας ευχαριστώ και θα ήθελα πολύ να σας δω στη συναυλία μου στο Μέγαρο Μουσικής, στην Αθήνα».