Η άγνωστη μούσα του Πικάσο





Η πιο μυστηριώδης από όλες τις γυναίκες του μεγάλου ζωγράφου έφυγε αθόρυβα, αφήνοντας όμως πίσω της τα τεκμήρια της έντονης σχέσης τους


ΠΑΡΙΣΙ, Οκτώβριος.



Από όλες τις γυναίκες του Πικάσο η Ντόρα Μάαρ παραμένει η πιο μυστηριώδης. Αφού έζησε χρόνια απομονωμένη, πέθανε πέρυσι στο Παρίσι παίρνοντας μαζί όλα τα μυστικά της. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε ώσπου αποδείχτηκε ότι η Ντόρα ­ την οποία ο διάσημος ζωγράφος απαθανάτισε μεταξύ άλλων στο έργο «Η γυναίκα που κλαίει» και στην «Γερνίκα» («Γκουέρνικα») ­ κρατούσε τόσα χρόνια στα χέρια της ένα θησαυρό, ή αλλιώς μια συλλογή έργων του Πικάσο ουσιαστικά άγνωστη. Η συλλογή αυτή, την οποία η Ντόρα διατήρησε στην κατοχή της ως το τέλος αρνούμενη να την πουλήσει ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, δεν περιλαμβάνει κομμάτια εντυπωσιακά, από εκείνα που συνήθως κυνηγούν οι επαγγελματίες συλλέκτες ή τα μεγάλα μουσεία. Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με ένα σύνολο προσωπικών και οικείων αντικειμένων τα οποία θα δημοπρατηθούν την Τρίτη και την Τετάρτη, 27 και 28 Οκτωβρίου στο Παρίσι.


Οι δυο τους γνωρίστηκαν τον χειμώνα του 1935. Ο Πικάσο περνούσε τότε μια άσχημη περίοδο με την τότε σύζυγό του Ολγα, την κοκκινομάλλα μπαλαρίνα που παντρεύτηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και που για ένα μεγάλο διάστημα έμοιαζε να τον έχει δαμάσει. Το 1930 ο Πικάσο, κουρασμένος από τις συνεχείς σκηνές ζήλειας που του έκανε η Ολγα, άρχισε να βλέπει μια άλλη γυναίκα, τη Μαρί-Τερέζ. Τα πράγματα παίρνουν σοβαρή διάσταση όταν η Μαρί-Τερέζ γεννάει το 1935 ένα κοριτσάκι, τη Μάγια. Ο ζωγράφος λατρεύει την κόρη του και η διπλή πλέον ζωή του γίνεται ανυπόφορη. Αντί να ζωγραφίζει, τριγυρνάει στα καφέ του Σεν Ζερμέν ντε Πρε. Σε ένα από αυτά γνωρίζει την Ντόρα.


Η Ντόρα είναι καλλιτεχνική φύση: ζωγράφος και φωτογράφος, ερωμένη του Ζορζ Μπατάιγ και φίλη των υπερρεαλιστών. Οταν ο Πικάσο την είδε για πρώτη φορά, εκείνη κάρφωνε ένα σουγιά ανάμεσα στα δάχτυλα της ανοιχτής παλάμης της επάνω στο τραπέζι. Η πρώτη σταγόνα αίματος δεν την πτοεί. Ο Πικάσο γοητεύεται. Το αίμα εξακολουθεί να τρέχει ώσπου αυτός αναγκάζεται να τη σταματήσει. Του απαντά στα ισπανικά ­ ε, αυτό πάει πολύ! Προτού χωρίσουν ο Πικάσο της ζητάει τα γάντια της ως ενθύμιο αυτής της παράξενης συνάντησης.


Η συνένοχος της «Γερνίκα»


Η σχέση τους βοηθάει τον Πικάσο να ξεχάσει την Ολγα, όχι όμως και τη Μαρί-Τερέζ. Το 1939, καθώς ο Πικάσο επιστρέφει από την Ισπανία, κάνει μια στάση στο Σεν Τροπέ για να συναντήσει την Ντόρα και να της εκμυστηρευτεί όλη την αλήθεια. Εκείνη δείχνει κατανόηση ακόμη και για το πάθος του για τη Μαρί-Τερέζ. Η Ντόρα γίνεται έτσι μούσα και συνένοχος του Πικάσο, η πιο έντονη σχέση της ζωής του. Ο ζωγράφος ξαναβρίσκει όρεξη για δουλειά. Αποφασίζει επίσης να υιοθετήσει ενεργό στάση απέναντι στον φασισμό του Φράνκο. Για τον σκοπό αυτόν ζωγραφίζει την «Γερνίκα» («Γκουέρνικα»): «Ολη μου η ζωή ως καλλιτέχνης δεν ήταν παρά ένας συνεχής αγώνας ενάντια στον θάνατο της τέχνης. Μέσα από τον πίνακα που φτιάχνω τώρα και τον οποίο θα αποκαλέσω «Γερνίκα» («Γκουέρνικα») εκφράζω ξεκάθαρα τον τρόμο που μου προξενεί το στρατιωτικό καθεστώς το οποίο βύθισε την Ισπανία σε έναν ωκεανό πόνου και θανάτου». Η Ντόρα φροντίζει να απαθανατίσει με τον φακό της όλα τα στάδια δημιουργίας του μεγάλου αυτού έργου.


Οι ευτυχισμένες ημέρες του ζευγαριού πλαισιώνονται από διάφορα πορτρέτα της Ντόρας: «Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος» (1936), «Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια» (1936), «Πορτρέτο της Ντόρας με στεφάνι από λουλούδια» (1937), «Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο» (1938) και άλλα. Η ήρεμη και δημιουργική αυτή περίοδος διακόπτεται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Γαλλία. Ο Πικάσο και η Ντόρα καταφεύγουν στη Ρουαγιάν ώσπου να περάσει η μπόρα. Οταν επιστρέφουν τελικά στο Παρίσι το βρίσκουν ερημωμένο, ψυχρό, γεμάτο συνοφρυωμένους κατοίκους. Η Ντόρα γίνεται διάσημο μοντέλο, περιζήτητη μεταξύ των ζωγράφων της εποχής.


Σταδιακά έρχεται η ρήξη, την οποία ο Πικάσο προσπαθεί να απαλύνει με διάφορα δώρα προς την αγαπημένη του. Τον χειμώνα του 1943 της προσφέρει το πρώτο αντίτυπο της «Φυσικής Ιστορίας» («Histoire Naturelle») του Μπουφόν, για το οποίο ο ζωγράφος είχε κάνει την εικονογράφηση. Ακολουθεί ένα ακόμη δώρο, το πορτρέτο του Μαξ Γιάκομπ, που ο Πικάσο είχε σχεδιάσει το 1915 με τρόπο «κλασικό» προκειμένου να αποδείξει ότι μπορούσε να σχεδιάσει «όπως όλος ο κόσμος»… Οταν έμαθε ότι ο φίλος αυτός των παλιών, δύσκολων καιρών πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1944, ο Πικάσο θέλησε να τον τιμήσει ­ ίσως επειδή ένιωθε τύψεις που δεν έκανε τίποτε για να εμποδίσει τον θάνατό του. Ετσι ανέλαβε να ζωγραφίσει ένα έργο το οποίο χρησιμοποιήθηκε τελικά ως σκηνικό στην παράσταση του έργου του Γιάκομπ «Le desir attrape par la queue» («Αρπάζοντας τον πόθο από την ουρά»). Το έργο αυτό, που απεικόνιζε τον ποιητή δολοφονημένο, ο Πικάσο το χάρισε μετά το τέλος των παραστάσεων στην Ντόρα.


Ο καταθλιπτικός χωρισμός



Το τελευταίο και οριστικό δώρο είναι το σπίτι στη Μενέρμπ, το οποίο ο Πικάσο είχε αποκτήσει ανταλλάσσοντάς το με μια «νεκρή φύση». Το 1945 ο άστατος ζωγράφος γνωρίζει στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής της Ντόρας τη νεαρή Φρανσουάζ Ζιλό την οποία και ερωτεύεται.


Με τον ερχομό της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς ο Πικάσο απελευθερώνεται οριστικά από την Ντόρα. Εκείνη βυθίζεται στη μοναξιά και στην κατάθλιψη σε τέτοιο σημείο που αναγκάζεται να μπει εσώκλειστη στην κλινική της Αγίας Αννας. Υστερα από παρότρυνση του φίλου της Πολ Ελυάρ, ο Πικάσο παρακαλάει τον Ζακ Λακάν να τη βοηθήσει. Εκείνος την τοποθετεί σε ιδιωτική κλινική και αναλαμβάνει την ψυχανάλυσή της. Δεν καταφέρνει τίποτε και η Ντόρα αποσύρεται τελικά στο σπίτι στη Μενέρμπ.


Ακόμη και μετά τον χωρισμό, ο Πικάσο θα συνεχίσει να την απαθανατίζει: χαρακτηριστικό παράδειγμα οι λιθογραφίες που ο ζωγράφος σχεδίασε για τον Φερνάν Μουλό. Μία από αυτές απεικονίζει δύο γυμνές γυναίκες ­ η μία καθιστή και η άλλη ξαπλωμένη. Δεν είναι άλλες από τη Φρανσουάζ και την Ντόρα, το σώμα της οποίας γνώριζε, όπως της είχε γράψει σε μια αφιέρωση του 1936, «απέξω»…