Η περίφημη ντίσκο που φιλοξένησε την πρωτοπορία και την ελίτ της τέχνης στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 εμπνέει μια νέα ταινία


Δεν υπήρξε μία ντίσκο σαν όλες τις άλλες. Για αρκετά χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μετά, το «Στούντιο 54» ήταν ο… πυρετός της νεοΰορκέζικης νύχτας. Ο εκλεκτός χώρος της πρωτοπορίας της εποχής. Ο εκλεκτός χώρος της ελίτ της εποχής. Εκεί, ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, μέσα στην εκκωφαντική μουσική, ο Αντι Γουόρχολ, ο Τρούμαν Καπότε, η Παλόμα Πικάσο, η Ντέμπι Χάρι, ο Μικ Τζάγκερ, ο Ελτον Τζον και πολλοί άλλοι συναντήθηκαν, γλέντησαν, διασκέδασαν, έπαιξαν, έκαναν ακρότητες, κουβέντιασαν… Το «Στούντιο 54» άνοιξε τις πόρτες του τον Απρίλιο του 1977 και έκλεισε οριστικά έπειτα από πολλά προβλήματα, το 1980, όταν οι ιδοκτήτες του, Στιβ Ρούμπελ και Ιαν Σρέιγκερ, μπήκαν στη φυλακή για φορολογικούς λόγους. Ανοιξε ξανά, για να κλείσει οριστικά τον Μάρτιο του 1986.


Τώρα, ξαναζωντανεύει, αυτή τη φορά στον κινηματογράφο. Στην καινούρια ταινία «54», νέοι ηθοποιοί ζωντανεύουν τους, διάσημους και μη, θαμώνες της ντίσκο, σε ένα σενάριο που βασίζεται σε αληθινές (σαν τους διαλόγους από συνεντεύξεις του περιοδικού «Interview» που δημοσιεύουμε), αλλά και σε φανταστικά σενάρια. (Ετσι, όπως η αλήθεια και η φαντασία συναντιούνταν και στην πίστα της μυθικής σήμερα ντίσκο).


Ο Steve Rubell μιλάει με τον Bob Colacello (αρχισυντάκτη του «Interview), το 1977


Bob: Το είχες φανταστεί ποτέ πως θα συναντούσες όλους αυτούς τους ανθρώπους που έρχονται στην ντίσκο σου;


Steve: Οχι, μου αρέσει όμως πάρα πολύ…


Bob: Η Μπιάνκα, ο Μικ, ο Μπαρίσνικοφ, ο Ροντ Στιούαρτ…


Steve: Και πάει λέγοντας. Μου αρέσουν. Η διασκέδαση μου προέκυπτε πάντα από τα πρόσωπα και όχι από τα πράγματα. Αυτό θα γίνεται πάντοτε, ακόμη και αν δεν βγάζω φράγκο…


Bob: Πώς λειτουργεί ο θεσμός των μελών;


Steve: Κοίταξε, μοιράζουμε κάρτες εισόδου, όλα όμως, τελικά, γίνονται με το… μάτι. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στέκομαι στην πόρτα. Οι άνθρωποι με ρωτάνε: «Γιατί ταλαιπωρείς τον εαυτό σου και κάνεις εσύ τον πορτιέρη;». Μα αν αφήσω την πόρτα χωρίς τον δικό μου έλεγχο, ο κόσμος που θα μπει στην ντίσκο δεν θα είναι αυτός που εγώ θέλω. Υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων στους οποίους δεν επιτρέπεται η είσοδος. Ερχονται και μου λένε: «Είμαι εκατομμυριούχος από την Αριζόνα», μα δεν με ενδιαφέρει τι είναι καθένας, από τη στιγμή που δεν έχει… πλάκα, που δεν είναι αποφασισμένος να διασκεδάσει.


Bob: Κάποιες γυναίκες μού έχουν πει πως δεν επιτρέπεις την είσοδο σε κοπέλες που δεν συνοδεύονται.


Steve: Δεν θέλω να γίνει το «Στούντιο 54» ένας χώρος για ψωνιστήρι. Πρέπει να έρχονται εδώ για να διασκεδάσουν και όχι για να βρουν ερωτικό σύντροφο.


Bob: Σε γενικές γραμμές, είναι ένα γκέι μπαρ;


Steve: Είναι μπαϊσέξουαλ. Πολύ μπαϊσέξουαλ. Πολύ, πολύ, πολύ μπαϊσέξουαλ. Και αυτό είναι το κριτήριο με το οποίο επιλέγουμε τους θαμώνες. Θέλουμε να είναι όλοι εμφανίσιμοι και να έχουν διάθεση να διασκεδάσουν.


Bob: Πώς επιλέγετε τους σερβιτόρους;


Steve: Είναι εξίσου σημαντικοί όσο και οι φωτισμοί, και ο ήχος και όλα τα άλλα. Βρίσκονται μέσα σε έναν απόλυτα ατμοσφαιρικό χώρο, όπου πρέπει και αυτοί να διασκεδάζουν και να χορεύουν. Τους παροτρύνω να είναι φιλικοί, να περνάνε καλά και να είναι πολύ πολύ χαλαροί. Ολοι οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στην ντίσκο πρέπει να περνούν ωραία και να ξεχνούν όλα τους τα προβλήματα. Από τη στιγμή που περνούν την πόρτα, μπορούν να κάνουν ό,τι τους αρέσει. Μερικοί λένε πως είναι πολύ δύσκολο να περάσεις αυτήν την πόρτα, έτσι όμως έχουμε αυτούς που ταιριάζουν στον χώρο. Ξέρεις, τις προάλλες, ο Ροντ (Στιούαρτ) ανησυχούσε για το πώς θα αντιδρούσε το κοινό με την παρουσία του στον χώρο. Ολα όμως πήγαν μια χαρά. Ο Ροντ όλο το βράδυ γύριζε στην πίστα και χόρευε. Δεν ξέρω αν τον είδες μαζί με τον Ελτον (Τζον).


Bob: Φαίνονταν να καταδιασκεδάζουν.


Steve: Ηταν υπέροχοι. Μερικοί κάνουν αρνητικά σχόλια γι΄ αυτούς, οι ίδιοι όμως είναι υπέροχοι. Οπως αρνητικά σχόλια γίνονται και για τον Σινάτρα. Είχε έρθει την περασμένη εβδομάδα. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος από ό,τι ήταν.


Bob: Οι άνθρωποι πάντα κατηρορούν τις διασημότητες.


Steve: Δεν ξέρω γιατί! Οπως, π.χ., την Μπιάνκα, η οποία είναι γλυκύτατη. Δεν ζητεί ποτέ τίποτε. Το μόνο που θέλει, είναι να έρθει και να περάσει όμορφα, χωρίς να ενοχλείται από φωτογράφους και από τον Τύπο. Μετά το πάρτι των γενεθλίων της, μας πήγε στο σπίτι της και μας ετοίμασε πρωινό. Ηταν μία από τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου.


Steve Rubell, Bob Colacello, Kirk Daglas, Andy Warhol, Bianca Jagger, το 1978


Bob: Μπορούμε να σε φωτογραφήσουμε τη Δευτέρα;


Steve: Κανένα πρόβλημα.


(Μπαίνει ο Κερκ Ντάγκλας).


Bob: Κύριε Ντάγκλας, να σας συστήσω τον Στιβ Ρούμπελ του «Στούντιο 54».


Steve: Χθες, το βράδυ μάς επισκεφθήκατε.


Kirk: Μου αρέσει ο χώρος σας.


Steve: Είχαμε ένα πάρτι πιο νωρίς και είχα γυρίσει στο σπίτι μου για να κοιμηθώ δύο ωρίτσες. Με ειδοποίησαν πως ήσασταν στην ντίσκο και βιάστηκα να σας προλάβω. Είχατε φύγει όμως. Είχα έρθει γύρω στη μία.


Kirk: Το διασκεδάσαμε ιδιαίτερα. Θα σας επισκεφθούμε πάλι.


Steve: Πόσο καιρό θα μείνετε στη Νέα Υόρκη;


Kirk: Αναχωρώ το Σαββατοκύριακο.


Steve: Αν μπορείτε, προσπαθήστε να ξαναέρθετε. Θα ήθελα να σας έχουμε μαζί μας.


Kirk: Θα έρθω να σας ξαναδώ. Να είστε καλά.


(Ο Κερκ Ντάγκλας φεύγει).


Bob: Πώς αποφασίζεις ποιος θα μπει; Θυμάσαι, Αντι; Κάποτε μου είχες πει πως ο Στιβ έχει τους δικούς του κανόνες.


Andy: Ναι. Πάντοτε όμως τους αλλάζει.


(Ερχεται η Μπιάνκα Τζάγκερ).


Bianca: Γεια σας, παιδάκια!


Bob: Ηρθες καθυστερημένη, το Χόλιγουντ αποχώρησε.


Bianca: Χαίρομαι ιδιαίτερα. Ετσι δεν θα υπάρχει ανταγωνισμός. Τέλος πάντων!! Εγώ, επιτέλους, τις κοιμήθηκα τις οκτώ ώρες μου.


Steve: Εγώ θα κοιμηθώ το απόγευμα. Πρέπει να το κάνω!


Steve Rubell, Bob Colacello, Truman Capote, Andy Warhol, Bianca Jagger, το 1979


Andy: Σε έχασα χθες το βράδυ, Μπιάνκα.


Bianca: Το ξέρω. Σε αναζητούσα παντού. Μου είχες πει πως θα πήγαινες στην Ιλέιν, και πήγα στην Ιλέιν.


Andy: Εγώ τελικά πήγα για ένα ποτό. Μετά πέρασα από το «Στούντιο», όπως με προέτρεπες στο μήνυμα σου. «Ελα στο «Στούντιο 54″ στις 11.30», έλεγες.


Bianca: Η τέλεια ώρα για διασκέδαση είναι ανάμεσα στις 11.30 και στις 2 π.μ.. Οι δύο είναι το όριο. Τότε πρέπει να βρίσκεσαι στο κρεβάτι σου.


(Η Μπιάνκα Τζάγκερ φεύγει).


Steve: Τώρα ετοιμάζουμε το πάρτι μας για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Είναι μια ολόκληρη παραγωγή. Θα κάνουμε τη… σφαγή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου.


Truman: Γιατί δεν βάζετε εκεί πίσω, όπου μαζεύονται και χορεύουν, ένα οπλοπολυβόλο, για να τους… γαζώσετε όλους;


Andy: Αληθινό οπλοπολυβόλο;


Steve: Τις προάλλες, όταν έφαγα την τούρτα στη μούρη, προς στιγμήν σοκαρίστηκα. Ηταν μια φτηνή τούρτα.


Andy: Εμένα μου έριξαν μία με γεύση κεράσι.


Truman: Τι περίμενες, καμιά γαλλική σπεσιαλιτέ;


(…)


Steve: Υπάρχουν μερικές διασημότητες που είναι πολύ ανοικτές στον κόσμο. Υπάρχουν κάποιες άλλες που απλώς κάνουν ένα πέρασμα, περιφέρονται και τίποτε άλλο. Οταν έχεις την Ντόλι Πάρτον π.χ…. Ανοίγει τον εαυτό της σε όλους! Είναι σχεδόν επικίνδυνο αυτό που κάνει. Η Νταϊάνα Ρος είναι επίσης πολύ ανοικτή. Της αρέσει να χορεύει. Της αρέσει επίσης να κάθεται μόνη της. Νομίζω πως η Λίλιαν Κάρτερ είναι η αστειότερη από τις επισκέπτριές μας. Αναρωτιόταν, «γιατί όλα αυτά τα αγόρια χορεύουν μαζί, από τη στιγμή που υπάρχουν γύρω τους όλα αυτά τα χαριτωμένα κορίτσια;».


Truman: Η Λίλιαν Κάρτερ θεωρεί πως η Ανίτα Μπράιαντ είναι ένα πολύ γλυκό κορίτσι και ότι τραγουδά πολύ καλά. Τώρα που θα έχει διαβάσει όλα όσα η Ανίτα είπε για τους γκέι, θα πρέπει να τη μισεί. Καμιά φορά, όταν κάθομαι στο «Στούντιο», σκέφτομαι όλους αυτούς που θα το αγαπούσαν, αλλά δεν πρόλαβαν να το γνωρίσουν. Δεν θα άρεσε στον Τουλούζ Λοτρέκ, στον Μποντλέρ, στον Οσκαρ Γουάιλντ ή στον Κολ Πόρτερ;


Bob: Στη Χέντα Χόπερ;


Truman: Οχι! Ηταν πολύ βαρετή.


Steve: Δεν πίστευα πως θα άρεσε στον Μπομπ Χοπ, και όμως διασκέδασε. Χόρευε.


Truman: Είχα γνωρίσει τον Μπομπ Χοπ και τη γυναίκα του. Μια πολύ γλυκιά κυρία.


Bob: Δεν σε έχω δει ποτέ να χορεύεις στο «Στούντιο», Στιβ.


Steve: Το κάνω, αργά τη νύχτα.