Για τρεις δεκαετίες περίπου, από τα τέλη του ’30 ως λίγο μετά τα μέσα του ’60, οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις του Αμερικανού Καρλ Μπλέγκεν επί ελληνικού εδάφους χάριζαν εντυπωσιακούς τίτλους στον διεθνή Τύπο. Η ανασκαφή του Ανακτόρου του Νέστορα στην Αρχαία Πύλο, στον λόφο του Επάνω Εγκλιανού, το 1939 και η συνακόλουθη εύρεση σημαντικού αριθμού πήλινων πινακίδων γραμμικής Β’ γραφής –των πρώτων στην ηπειρωτική Ελλάδα –επέφεραν πραγματική επανάσταση και σφράγισαν ανεξίτηλα τον 20ό αιώνα. Οι πινακίδες συνέβαλαν αποφασιστικά στην αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β’ το 1952 από τον 30χρονο, τότε, άγγλο αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις και στη διατύπωση της βεβαιότητας από μέρους του ότι πρόκειται για γραφή ελληνική. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην οριστική υποχώρηση της άποψης που πρέσβευε ως τότε ο Αρθουρ Εβανς, ο οποίος θεωρούσε ότι η εν λόγω γραφή αφορούσε μια μινωική, μη ελληνική γλώσσα, εφόσον είχε την πεποίθηση ότι οι Μινωίτες κυριαρχούσαν και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η εξέλιξη αυτή ήταν ανυπολόγιστης αξίας για τον ελληνικό πολιτισμό, αφού «μετακινούσε» τη γραπτή του παράδοση περίπου επτά αιώνες νωρίτερα (από τον 8ο αιώνα π.Χ. στον 15ο αιώνα π.Χ.). Με τον τρόπο αυτόν τα δεδομένα της ιστορίας μας άλλαζαν άρδην…
Ποιος ήταν όμως ο Καρλ Μπλέγκεν; Πώς κατευθύνθηκε στην ανασκαφή στον Επάνω Εγκλιανό και ποια ήταν η ως τότε προσωπική και επαγγελματική του πορεία; Η συστηματικότερη μελέτη της συλλογής των εγγράφων του, την οποία ο ίδιος κληροδότησε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα μετά τον θάνατό του τον Αύγουστο του 1971, ήρθε να ρίξει περισσότερο φως τα τελευταία χρόνια σε μια προσωπικότητα σύνθετη, με μια ευρεία κλίμακα ενδιαφερόντων που εκτείνονταν πολύ πέραν της αρχαιολογίας: από την πολιτική ως την… κηπουρική!

Πρώτη άφιξη στην Αθήνα

Γεννημένος στη Μινεσότα των ΗΠΑ στις 27 Ιανουαρίου 1887 ο Καρλ Μπλέγκεν ήταν ο μεγαλύτερος από τα έξι παιδιά που απέκτησαν οι γονείς του, αμφότεροι μετανάστες από τη Νορβηγία. Ηρθε στην Αθήνα για πρώτη φορά το 1910, ως υπότροφος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, έχοντας ήδη ευρεία γνώση της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γραμματείας. Ως το 1913 εργάστηκε σε ανασκαφές στη Λοκρίδα και στην Κορινθία, ενώ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε μέρος στο έργο της ανακούφισης των θυμάτων και τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος το 1919 με τη διάκριση του Τάγματος του Σωτήρος. Την επόμενη χρονιά ολοκλήρωσε το διδακτορικό του δίπλωμα στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και ως το 1926 διετέλεσε βοηθός διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας.
Την περίοδο εκείνη έκανε φιλίες στη χώρα μας που έμελλαν να αποδειχθούν στέρεες και μακροχρόνιες. Ανάμεσά τους, ο Μπερτ Χιλ, διευθυντής της Σχολής, με τον οποίο μάλιστα επρόκειτο να μείνουν κάτω από την ίδια στέγη, στην οδό Πλουτάρχου 9, από κοινού με τις συζύγους τους Ελίζαμπεθ Πιρς Μπλέγκεν και Ιντα Θάλον Χιλ, σε μια ιδιότυπη συγκατοίκηση η οποία έμεινε γνωστή ως το «κουαρτέτο» και θα μπορούσε, ίσως, να τροφοδοτήσει τις σελίδες των σύγχρονων ταμπλόιντ. Και τα δύο ζευγάρια παντρεύτηκαν το 1924, με τις γυναίκες να συνδέονται μεταξύ τους με στενή φιλία και οικειότητα από πριν. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μπλέγκεν φέρεται να είναι αυτός ο οποίος έπεισε τον Χιλ να παντρευτεί τη φίλη της συζύγου του. Σύμφωνα μάλιστα με τις πηγές, στα συμφωνηθέντα του γάμου περιλαμβανόταν και το ότι η Ελίζαμπεθ και η Ιντα «θα μπορούσαν να έχουν προσωπικό χρόνο μεταξύ τους».
Η εξώθηση σε παραίτηση του Χιλ από τη διεύθυνση της Σχολής το 1926 οδήγησε σε δυσμενείς για τον Μπλέγκεν εξελίξεις. Ετσι απεδέχθη τη θέση του καθηγητή της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, την οποία διατήρησε ως το 1957. Το διάστημα 1932-1938 διεξήγαγε ανασκαφές στην Τροία. Αναφορικά με την Πύλο, όπως επισημαίνει ο Τζακ Ντέιβις στο βιβλίο «Carl W. Blegen – Personal & Archaelogical Narratives» (Lockwood Press, 2015), ο Μπλέγκεν είχε αντιληφθεί την αρχαιολογική σημασία του Επάνω Εγκλιανού από τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει την ανασκαφή (από κοινού με τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη) μία δεκαετία νωρίτερα εάν είχαν επιτρέψει οι συνθήκες. Ωστόσο, τόσο οι ανειλημμένες υποχρεώσεις του στην Τροία όσο και οι «βυζαντινισμοί» της εποχής στο εσωτερικό της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, σύμφωνα πάντα με τον Ντέιβις, καθυστέρησαν την έναρξη.
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της δοκιμαστικής ανασκαφής του Απριλίου του 1939 αποκαλύφθηκαν το Ανάκτορο του Νέστορα, το καλύτερα διατηρημένο μυκηναϊκό παλάτι, και στο εσωτερικό του οι πινακίδες της γραμμικής Β’ που εξαρχής θεωρήθηκαν ανυπολόγιστης αξίας. Τα σύννεφα του πολέμου που πύκνωναν όμως οδήγησαν στη διακοπή των εργασιών. «Πρέπει να βράσουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι σε λάδι» θα γράψει ο Μπλέγκεν στην αδελφή του Μάρθα.
Ο ίδιος θα επιστρέψει στην Πύλο πολύ αργότερα, αρκετά μεγάλος σε ηλικία για τα δεδομένα της εποχής, όπου θα διεξαγάγει νέο κύκλο ανασκαφών το διάστημα 1952-1966. Η αλληλογραφία του με τον Βέντρις θα αρχίσει στις 4 Ιουλίου 1952 με επιστολή στην οποία ο νεαρός αρχιτέκτονας θα απευθυνθεί στον βετεράνο αρχαιολόγο ενημερώνοντάς τον για δημοσιεύματα αυστριακών εφημερίδων της εποχής σύμφωνα με τα οποία ο Μπλέγκεν είχε βρει και νέες πινακίδες στο Ανάκτορο του Νέστορα. «Αν αυτό είναι αλήθεια, έχετε τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια για το γεγονός ότι κάνατε πραγματικότητα τόσο σύντομα την ελπίδα για την οποία μού μιλήσατε το περασμένο καλοκαίρι» γράφει ο Βέντρις.
Σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής, διατυπώνει με βεβαιότητα τη λύση του μυστηρίου: «Στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων άλλαξαν δραματικά οι απόψεις μου για τις πινακίδες της Πύλου και πλέον είμαι πεπεισμένος ότι είναι γραμμένες στα ελληνικά (η υπόθεση είναι ότι το ίδιο συμβαίνει και με τις πινακίδες της Κνωσού, αλλά αυτή είναι μια γέφυρα που θα διασχίσουμε εν ευθέτω χρόνω)» θα σημειώσει ο Βέντρις εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στις μέχρι τούδε έντονες αρχαιολογικές διαμάχες ως προς τις σχέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας με την Κρήτη και την ιστορική ακρίβεια του ομηρικού έπους…

Αρχαιολόγος… κατάσκοπος!

Πού βρισκόταν ωστόσο ο Μπλέγκεν το διάστημα μεταξύ των δύο φάσεων της ανασκαφής στην Πύλο; Η Ελλάδα εξακολουθούσε να τον απασχολεί και, αν ναι, από ποιο μετερίζι; «Ο Μπλέγκεν συμπεριελάμβανε μακροσκελείς και λεπτομερειακές αναφορές στα ημερολόγιά του για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και παράλληλα προσπαθούσε να εξηγήσει το σύνθετο ελληνικό πολιτικό σκηνικό στις επιστολές του στην οικογένειά του» γράφει η δρ Ναταλία Βογκέικοφ-Μπρόγκαν, υπεύθυνη των Αρχείων της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, επίσης στο βιβλίο «Carl W. Blegen – Personal & Archaeological Narratives». H βαθιά κατανόηση της ελληνικής κουλτούρας και η γνώση της σύγχρονης Ελλάδας αποδείχθηκαν χρήσιμες στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του χάρισαν τη φήμη του κορυφαίου αναλυτή των ελληνικών υποθέσεων στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’40.
Το διάστημα 1942-1945 ο Μπλέγκεν θα εργαστεί στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS), την υπηρεσία πληροφοριών που σχηματίστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες την περίοδο του Πολέμου και υπήρξε «πρόγονος» της CIA με αρμοδιότητα τον συντονιστικό ρόλο των κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων πίσω από τις εχθρικές γραμμές για την απόκτηση κυρίως στρατιωτικής φύσεως ενημέρωσης. Η ευθύνη του Μπλέγκεν ήταν να αναλύει τον ελληνικό Τύπο και να συντάσσει σχετικές αναφορές.

«Το 1945 έχοντας εξασφαλίσει άδεια ενός έτους από το Σινσινάτι ο Μπλέγκεν ορίστηκε μορφωτικός ακόλουθος της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, υπό τον πρέσβη Λίνκολν Μακ Βι, μεγάλο υποστηρικτή της Αμερικανικής Σχολής» γράφει και πάλι η Ναταλία Βογκέικοφ-Μπρόγκαν. Τον Απρίλιο του 1946 θα συμμετάσχει στη Συμμαχική Επιτροπή Παρατηρητών των ελληνικών εκλογών και του δημοψηφίσματος του Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου με το ερώτημα της επανόδου του βασιλιά Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα. Περιέγραψε τη θέση του στην αδελφή του Μάρθα ως «Υπευθύνου του Τμήματος Αναφορών», μια απαιτητική δουλειά που δεν του άφηνε χρόνο να ασχοληθεί με τα θέματα των πολιτιστικών σχέσεων στην Πρεσβεία. Επιπροσθέτως, από κοινού με τον Χιλ, έκανε αρχαιολογικές ξεναγήσεις στα μέλη της Επιτροπής και διοργάνωνε κοκτέιλ πάρτι για μεγάλο αριθμό καλεσμένων στο σπίτι της οδού Πλουτάρχου. Ο Μπλέγκεν περιγράφει αυτή την περίοδο ως ιδιαίτερα απαιτητική και έντονη αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία την οποία δεν θα έχανε με τίποτε.

Ο αγώνας του για τα ελληνικά μουσεία

Το διάστημα 1948-1949, με την ευκαιρία μιας νέας άδειας από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, ο Μπλέγκεν άσκησε καθήκοντα διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής για έναν χρόνο. Οι διασυνδέσεις που είχε ως τότε αποκτήσει του επέτρεψαν να στρατευθεί στην προσπάθεια να συμπεριληφθεί στο Σχέδιο Μάρσαλ ένα Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης των ελληνικών μουσείων. «Καθώς το Σχέδιο Μάρσαλ δεν περιελάμβανε την ανάπτυξη του τουρισμού στις αρχικές χρηματοδοτικές προτεραιότητες, οι οποίες ήταν η γεωργία και η βιομηχανία, το υπόμνημα του Μπλέγκεν στον νέο πρέσβη (τον Γκρέιντι) ήταν εξέχουσας σημασίας» σημειώνει η Ναταλία Βογκέικοφ-Μπρόγκαν. «Αν τα ελληνικά μουσεία δεν γίνουν εύκολα προσβάσιμα και δεν διατηρηθούν σε μια σωστή κατάσταση, ο τουρισμός δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί πραγματικά. Αυτή τη στιγμή τα μουσεία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι άδεια κελύφη, σε αξιοθρήνητη κατάσταση» ανέφερε στο υπόμνημά του. «Ωστόσο, οι ελπίδες του για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Στοάς του Αττάλου διαψεύστηκαν, αφού από το 1949 το Σχέδιο Μάρσαλ προέβλεπε την ανακατανομή της χρηματοδότησης αποκλειστικά σε στρατιωτικούς σκοπούς» αναφέρει η υπεύθυνη Αρχείων της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας.
Το 1949, ύστερα από πέντε χρόνια προσφοράς υπηρεσιών στην κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλά και τη σύντομη θητεία του στη θέση του διευθυντή της Σχολής, ο Μπλέγκεν, στα 62 του χρόνια πλέον, ήταν έτοιμος να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές του. Η πρώτη ήταν η δημοσίευση της ανασκαφής της Τροίας και η δεύτερη η επιστροφή στην Πύλο. Και τα δύο θα συνέβαιναν την επόμενη εικοσαετία.

«Κατά την άποψή μας ο Μπλέγκεν είχε εκπληρώσει τις απαιτήσεις ενός μυθιστορήματος διάπλασης ως το 1949» σημειώνει η Ναταλία Βογκέικοφ-Μπρόγκαν. «Αφού απελευθερώθηκε από τις νόρμες της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσε, διαμόρφωσε τη δική του ταυτότητα, χωρίς όμως να συμμορφώνεται πάντα με τους κανόνες της νέας κοινωνίας που είχε αγκαλιάσει».

Η συνέντευξη στο «Βήμα» το 1964

Το 1964, σε ηλικία 77 ετών, ο Καρλ Μπλέγκεν έδωσε μια βαρύνουσας σημασίας συνέντευξη στο «Βήμα» και στην Ελένη Καραπαναγιώτη, η οποία δημοσιεύθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου εν όψει της συμπλήρωσης του συγγράμματός του για το Ανάκτορο του Νέστορα.

«Απ΄ όσα λέμε μένει η αίσθηση επαναστατικών αλλαγών στην αρχαιολογία, σαν να αλλάζη ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε την αρχή της ελληνικής ιστορίας» είναι η τελευταία ερώτηση-παρατήρηση της συνέντευξης. «Ναι, βέβαια» απαντά ο Μπλέγκεν. «Γιατί, ξέρετε, κάθε γενιά έρχεται και ελέγχει την προηγούμενη. Επισημαίνει τις παραλείψεις της και καταγγέλλει τα σφάλματά της. Τα σφάλματα όμως καμμιά φορά τα υπερβάλλουμε, και ξεχνάμε πόσο καλή ήταν η δουλειά που είχε γίνει πριν από μας. Πιστεύω όμως ότι αυτός ο έλεγχος της μιας γενιάς από την επόμενη και αυτή η αναθεώρηση απόψεων είναι εποικοδομητικά και κάποια ώρα κατασταλάζουμε και βλέπουμε μέχρι ποιο σημείο προχωρήσαμε. Ετσι και η ίδια η Ιστορία μας διδάσκει πόσο πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, και ιδίως, θα έλεγα, μας διδάσκει πόσο πρέπει να μένουμε πιστοί στα ίδια τα γεγονότα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ