Οι εκδόσεις του κόμικ «Λούκυ Λουκ», που για έξι εβδομάδες θα συνοδεύουν την κυριακάτικη έκδοση του «Βήματος» με τρία τεύχη ανά εβδομάδα, έχουν σήμερα πολλαπλό ενδιαφέρον. Αναστηλώνοντας ένα παρελθόν του οποίου η αξία ποτέ δεν μειώθηκε, προσφέρουν στον αναγνώστη μια πραγματική απόλαυση. Είναι ανάγνωσμα ψυχαγωγικό αλλά και ασυνήθιστο.
Το κόμικ που δεν βαριέσαι να ξεφυλλίζεις
Ενώ μπορείς να το διαβάσεις ανά πάσα στιγμή, όσο κουρασμένος ή κακόκεφος και αν είσαι, για κάποιον μυστηριώδη λόγο θέλεις αργότερα να ανατρέξεις ξανά και ξανά σε αυτό. Ο «Λούκυ Λουκ» είναι ένα κόμικ που δεν βαριέσαι ποτέ να κοιτάζεις και ξεφυλλίζοντάς το δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις, να καγχάσεις ή ακόμη και να ξεκαρδιστείς. Σίγουρα θαυμάζεις την ευφυΐα του.
Καβάλα στο άλογό του, την Ντόλι Τζάμπερ, ο Λούκυ Λουκ, αυτός ο θριαμβευτικά μοναχικός αλλά χαρούμενος καουμπόι με το κίτρινο πουκάμισο, το μαύρο γιλέκο, το κόκκινο φουλάρι και το λευκό στέτσον κάτω από το οποίο κρέμεται ένα τεράστιο μελαχρινό τσουλούφι, είναι μια παρήγορη ανάμνηση μιας ηρωικής εποχής όταν η Αγρια Δύση κατακλυζόταν από πολύχρωμους, χυμώδεις, αξέχαστους χαρακτήρες οι οποίοι παραλλαγμένοι (ή όχι και τόσο) παρελαύνουν στις χορταστικές ιστορίες του. Ολη η παράδοση του Φαρ Γουέστ ανασταίνεται με χιούμορ στις περιπέτειες του Λούκυ Λουκ, ο οποίος γεννήθηκε αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά στη χώρα μας εμφανίστηκε περισσότερο από 20 χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ντάλτον, τράπεζες και… νεκροθάφτες
Πλασμένος από έναν φανατικό κινηματογραφόφιλο και λάτρη των γουέστερν, τον βέλγο σκιτσογράφο Μορίς –ψευδώνυμο του κομίστα Μορίς Ντε Μπεβέρ –ο «Λούκυ Λουκ» εμφανίζεται για πρώτη φορά ως κόμικ τον Δεκέμβριο του 1946 στο περιοδικό «Σπιρού και Φαντάζιο». Ωστόσο, το κόμικ ωρίμασε και βρήκε τον ολοκληρωμένο εαυτό του μόνον όταν ο «πατέρας» του, αρκετά χρόνια αργότερα, άρχισε να συνεργάζεται με τον σεναριογράφο Ρενέ Γκοσινί, υπεύθυνο κυρίως για τα κείμενα στα καλύτερα «Λούκυ Λουκ».
Στις περιπέτειες του Λούκυ Λουκ θα βρούμε αδίστακτους, αν και όχι και τόσο ευφυείς παρανόμους (όπως οι τρομεροί αδελφοί Ντάλτον ή ο Μπίλι ο Τρομερός και ο Τζέσε Τζέιμς που βρίσκονται στο πρώτο τρίπτυχο της προσφοράς), ατρόμητους σερίφηδες και παθιασμένους με το γράμμα του νόμου δικαστές (ο δικαστής Ρόι Μπιν).
Σε δεύτερο πλάνο, κυνικοί νεκροθάφτες, βαριεστημένοι μπάρμαν και τσαχπίνες χορεύτριες σε θορυβώδη σαλούν όπου τα μηχανικά πιάνα δεν σταματούν ποτέ και ο καβγάς ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει. Οι τράπεζες είναι ευάλωτες στις ορέξεις ληστών τους οποίους ο Λούκι μπορεί να κάνει μια χαψιά και ενίοτε έχει επίσης να αντιμετωπίσει περιπλανώμενους τυχοδιώκτες που κάνουν ο καθένας το δικό του παιχνίδι ανομίας· από τον φυσιοδίφη στο «Ελιξήριο» μέχρι τον κυνηγό επικηρυγμένων στο «Κοράκι». Οι Μορίς και Γκοσινί άγγιξαν κάθε πτυχή της Αμερικής του 19ου αιώνα. Θα βρούμε επίσης άξεστους αγελαδάρηδες («Σύρματα στα Λιβάδια»), «τρελαμένους» χρυσοθήρες («Ο πυρετός του χρυσού»), καραβάνια με μετανάστες («Το καραβάνι»), άπληστους πετρελαιοθήρες («Στη σκιά των Ντέρικ») και παρηκμασμένους Ινδιάνους που φιλοσοφούν, γκρινιάζουν, πίνουν το νερό που καίει αλλά και αντιστέκονται με σθένος στη λευκή υπεροχή («Το Κάνυον των Απάτσι, Η επέλαση του ιππικού»).
Οι αναφορές στον κινηματογράφο
Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον Λούκυ Λουκ, η φιγούρα του φέρει τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά των παλιών, γνήσιων ηρώων που άρχισαν να περνούν στον κινηματογράφο από τα γεννοφάσκια του κιόλας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι περισσότεροι από τους ένθερμους ακολούθους και θαυμαστές αυτού του ήρωα σε όλον τον κόσμο είναι φανατικοί κινηματογραφόφιλοι, παθιασμένοι με τα κυνηγητά πάνω στα άλογα, τις χορογραφημένες μονομαχίες, τα απέραντα τοπία, εκείνα τα τοπία που η κάμερα σκηνοθετών όπως ο Τζον Φορντ, ο Ραούλ Γουόλς και ο Αντονι Μαν απαθανάτισαν με αξέχαστο τρόπο στις ταινίες τους.
Ή μήπως είναι τυχαίο που η φιγούρα του Φιλ Ντέφερ στο «Ο Φιλ Ντέφερ απειλεί» αποτελεί καρικατούρα του Τζακ Πάλανς, του «κακού» στο κλασικό γουέστερν του Τζορτζ Στίβενς «Shane»; Αλλά και το Κοράκι μοιάζει παρμένο από καρέ της «Μονομαχίας στο Ελ Πάσο» ή του «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», αφού είναι φτυστός ο Λι Βαν Κλιφ. Ακόμα και ο Ραν Ταν Πλαν, ο πιο ηλίθιος σκύλος του κόσμου, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στο επεισόδιο «Στα ίχνη των Ντάλτον», οφείλει την ύπαρξη και το όνομά του στο σινεμά: την εποχή του βωβού κινηματογράφου υπήρχε ένας σκύλος-σταρ ονόματι Ριν Τιν Τιν που πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες.
Μαζί με τον «Αστερίξ» (που ως κινηματογραφικός ήρωας, σε αντίθεση με τον Λούκυ Λουκ είχε θαυμάσια καριέρα), ο «Λούκυ Λουκ» είναι το κόμικ που καλύτερα από κάθε άλλο αναδεικνύει τις ομοιότητες της αφηγηματικής τέχνης ανάμεσα στο κόμικ και τον κινηματογράφο.
Ο Λούκυ Λουκ είναι καλοπροαίρετος και δίκαιος, έξυπνος και με χιούμορ. Μιλάει μόνον όταν χρειάζεται, στοχάζεται μόνον όταν κουβεντιάζει με την Ντόλι και στο τράβηγμα του πιστολιού είναι «πιο γρήγορος και από τη σκιά του». Εξάλλου, η ίδια η μορφή του Λούκυ Λουκ είναι ένα ψηφιδωτό θετικών κινηματογραφικών προσώπων που διέπρεψαν στα γουέστερν. Οπως αναφέρει στη μελέτη του για τον ήρωα ο Φρανσίς Λακασέν «ο Λούκυ Λουκ συγκεντρώνει τη νεότητα του Οντι Μέρφι, το φλέγμα του Ράντολφ Σκοτ, την ευλυγισία αλλά και πανουργία του Ντάγκλας Φέρμπανξ, το χιούμορ του Γκλεν Φορντ, τη δύναμη του Τζον Γουέιν, τη ραθυμία και νωχέλεια του Γκάρι Κούπερ και όλα αυτά πάνω στο άλογο του Τομ Μιξ!».
Η συνάντηση Μορίς – Γκοσινί
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω εδώ ότι «πειραγμένα» στοιχεία του Λούκυ Λουκ μπορούμε να διακρίνουμε ακόμη και στον «Ανθρωπο χωρίς όνομα» που έκανε διάσημο τον Κλιντ Ιστγουντ στη σπαγγέτι κινηματογραφική «τριλογία του δολαρίου» του Σέρτζιο Λεόνε. Πειραγμένα, διότι ο κυνισμός του συγκεκριμένου, επίσης μοναχικού ήρωα, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί στοιχείο του Λούκυ Λουκ.
Η συνάντηση Μορίς – Γκοσινί έγινε στην Αμερική όπου ο πρώτος αναζητούσε ντοκουμέντα για το παλιό Γουέστ και ο δεύτερος μελετούσε τις μεθόδους εργασίας των αμερικανών σκιτσογράφων. Εκτοτε, οι επιλογές των περιπετειών του Λούκυ Λουκ αποκρυσταλλώνουν τη μεγάλη αγάπη και των δύο για το γουέστερν, εμπλουτισμένη με ιδέες που προέκυπταν από την πολυμάθεια των νόμων και των ιδιαιτεροτήτων του είδους, τη βαθιά γνώση της Ιστορίας της Αγριας Δύσης αλλά και από μια μοναδική επιδεξιότητα στον χειρισμό ενός κυριολεκτικά ανεπανάληπτου και πολυεπίπεδου χιούμορ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ