Ο Γιάννης Κόκκος επιστρέφει στην πατρίδα του. Στις 17 και 18 Αυγούστου θα βρίσκεται στην Επίδαυρο για να παρουσιάσει τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή σε δική του σκηνογραφία και σκηνοθεσία. Αυτός ο διεθνής έλληνας δημιουργός που ζει στη Γαλλία, αλλά νοιάζεται πάντα για την Ελλάδα, ξεδιπλώνει τις ανησυχίες του για το μέλλον της Ευρώπης και προτείνει να σκύψουμε πάνω στην αρχαία τραγωδία γιατί κρύβει λύσεις για το σήμερα…
Κύριε Κόκκο, με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» επιστρέφετε και πάλι στη γενέτειρά σας. Είναι διαφορετικό το συναίσθημα;
«Για μένα είναι σημαντικό κάθε φορά που επιστρέφω στην Ελλάδα για δουλειά. Ιδιαίτερα δε στην Επίδαυρο, όπου είχα την ευκαιρία να το κάνω άλλες δύο φορές, με την «Ορέστεια» και τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι. Είναι ένας τόπος που έχω πάντα μέσα μου γιατί εκεί αγάπησα και το θέατρο, με τις πρώτες παραστάσεις που είδα μικρός».

Ποια είναι η σημασία αυτής της τραγωδίας;

«Τα σημαντικά στοιχεία στον «Οιδίποδα», όπως και σε όλες τις τραγωδίες, είναι τα μεγάλα και βασικά ερωτήματα που τίθενται. Εδώ είναι η ατομική και η συλλογική υπευθυνότητα. Με κάποιον τρόπο ο Σοφοκλής και ο Οιδίποδας δεν δίνουν απαντήσεις. Σημαντικό είναι και το θέμα της αντιμετώπισης του άλλου, του ξένου, που έρχεται να ζητήσει άσυλο σε μια άλλη χώρα. Και η απόφαση είναι συλλογική. Εκεί ο Σοφοκλής δίνει την εικόνα μιας πόλης που οι πολίτες της παίρνουν σωστές αποφάσεις».

Πού εστιάζετε το ενδιαφέρον σας;

«Αυτό που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα στο έργο είναι το γεγονός ότι ο πρώτος άνθρωπος που συναντάει ο Οιδίποδας όταν φτάνει στην Αθήνα με την Αντιγόνη είναι ένας πολίτης του Κολωνού. Και ο Σοφοκλής τον αναφέρει ως ξένο. Δίνει δηλαδή ο Σοφοκλής μια αντικειμενική αίσθηση του ποιος είναι ξένος για τον άλλον. Εχει ενδιαφέρον αυτή η παρατήρηση, νομίζω. Οπως και κάτι άλλο, που το ξεχνάμε πολλές φορές. Οτι ο Οιδίποδας είναι αδελφός και πατέρας της Αντιγόνης, της Ισμήνης, του Ετεοκλή, του Πολυνείκη. Και αυτό είναι κάτι που δεν μετράει για τα παιδιά. Τον βλέπουν μόνον σαν πατέρα».

Ο Οιδίποδας είναι ένοχος;



«Εδώ τίθεται το ερώτημα της υπευθυνότητας. Ο Οιδίποδας, προτού γεννηθεί, οι ανώτερες δυνάμεις, το πεπρωμένο –τον δείχνουν ως προσεχώς εγκληματία. Είναι ένοχος – αθώος. Αρα ποιος είναι ο ένοχος; Οι θεοί; Οι θεοί που του λένε ότι όπου επιλέξει να πεθάνει θα φέρει καλά στον τόπο».

Αρα λέτε ότι δεν πρέπει να θεωρούμε τον σημερινό ξένο ως επικίνδυνο;
«Εκείνος που έρχεται σήμερα από αλλού δεν φέρνει μόνο καταστροφή, αλλά και κάτι το θετικό. Γιατί ίσως από τα πιο σημαντικά προβλήματα που βάζει η αρχαία τραγωδία είναι η αστάθεια των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τότε και τώρα. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό».

Η έννοια του ξένου πόσο οικεία σάς είναι;
«Με κάποιον τρόπο δεν με έχει θίξει προσωπικά. Παντού αισθάνθηκα Ευρωπαίος, και η Γαλλία με αγκάλιασε με έναν ιδιαίτερα θετικό τρόπο. Από την άλλη, πάντα ένιωθα ξένος παντού γιατί νομίζω ότι κι εγώ ο ίδιος ήθελα να αισθάνομαι ξένος, να βρίσκομαι πάντοτε αλλού. Κρατώντας όμως την Ελλάδα βαθιά μέσα μου. Επιθυμία μου ήταν και είναι να βρίσκομαι σε άλλους τόπους. Η δουλειά μου, και κυρίως στην όπερα, μου το παρέχει αυτό –Πεκίνο, Αγία Πετρούπολη… Οχι γιατί ήθελα να απομακρυνθώ από την Ελλάδα, αλλά γιατί νομίζω ότι είναι αρκετά ελληνικό να βρεθούμε, ή από ανάγκη ή από θέληση, σε άλλους κόσμους. Το σύνδρομο του Οδυσσέα, κατά κάποιον τρόπο. Αλλά ομολογώ ότι στην Ελλάδα δεν αισθάνομαι ποτέ ξένος –ακόμα κι όταν έχω καιρό να έρθω. Ο,τι και να συμβεί, η Ελλάδα είναι πάντοτε η έγνοια μου».

Πώς αγαπήσατε το θέατρο;
«Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τις τέχνες. Αρεσε πολύ στη μητέρα μου το θέατρο και όταν είδε ότι έχω αυτή τη διάθεση και το πάθος με βοήθησαν –με βοήθησαν ξεκινώντας από το ίδιο το γεγονός ότι με άφησαν να φύγω. Από τα δέκα μου χρόνια με ενδιέφεραν οι τέχνες. Πήγαινα στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο, στο Εθνικό, Βασιλικό τότε, και στο Τέχνης, όπου εκεί νομίζω πως αγάπησα τη σκηνογραφία. Γιατί η σκηνογραφία από μεγάλους έλληνες ζωγράφους στου Κουν ήταν κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Υπήρχε μια λιτότητα, μια ανάγκη λιτότητας, που νομίζω ότι υπάρχει και στη δουλειά μου».

Ποιοι σας καθόρισαν;
«Με καθόρισαν άνθρωποι όπως ο Τσαρούχης. Οι γονείς μου τον είχαν ρωτήσει και τους είχε πει ότι έπρεπε να συνεχίσω στο θέατρο. Μέτρησε πολύ. Οταν τον γνώρισα προσωπικά, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω –ήταν η εποχή που σκηνοθετούσε τις «Τρωάδες». Αργότερα, στο Σαγιό είχα κάνει μια έκθεση με τις σκηνογραφίες του. Και μετά ο Αντουάν Βιτέζ. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν πολύ σημαντική. Ανθρωπος με τολμηρή καλλιτεχνική διάσταση, μεγάλη κουλτούρα, κοντά στην ελληνική ποίηση και στο ελληνικό θέατρο. Ο Βιτέζ με προέτρεψε να εργαστώ πάνω σε σημαντικά έργα».

Νιώθετε επιτυχημένος;
«Εγω αρχίζω κάθε φορά από το μηδέν, από μια άσπρη κόλλα χαρτί. Υπάρχει βέβαια η εμπειρία, αλλά πάντα έχω την αίσθηση ότι κάνω κάτι για πρώτη φορά.
Επιτυχία; Από τη μια είναι το πάθος, το βαθύ ενδιαφέρον, η πλήρης δέσμευση και από την άλλη οι συναντήσεις, οι άνθρωποι που θα σε πιστέψουν. Και πραγματικά υπήρξαν άνθρωποι που μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία».

Εσείς δεν είχατε πίστη στον εαυτό σας;
«Νιώθω μια αμφίσημη εμπιστοσύνη. Ενυπάρχει η αμφιβολία και είναι μια σημαντική διάσταση. Ποτέ δεν συμμετείχα σε απόλυτες λύσεις και γνώσεις. Δεν υπάρχει απόλυτη γνώση, όλα γίνονται μέσα από έναν διάλογο –με τον εαυτό μας, με τους άλλους. Εκεί άλλωστε υπάρχει η αλήθεια, αν υπάρχει κάποια αλήθεια».
Παρακολουθείτε το ελληνικό θέατρο;
«Εχω σε μεγάλη εκτίμηση τους έλληνες καλλιτέχνες –κάνουν θέατρο με έναν τρόπο που είναι εντός της ελληνικής πραγματικότητας. Επίσης αυτό που βλέπω είναι νέους ηθοποιούς και υπέροχες παραστάσεις μέσα από δυσκολίες».

Πιστεύετε στο μέλλον της Ευρώπης;
«Εγώ πιστεύω απόλυτα στην Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι η μόνη λύση, αν φυσικά είναι μια πραγματικά ενωμένη Ευρώπη. Αυτό το όνειρο υπήρχε, υπάρχει, αλλά βρίσκεται σε κίνδυνο, με φταίξιμο και της ίδιας της Ευρώπης. Δεν περίμενα ποτέ αυτή την εικόνα διάλυσης της Ευρώπης που βλέπω σήμερα –με τους Εγγλέζους που φεύγουν, με την Ανατολική Ευρώπη που θέλει να φύγει, με τα εθνικιστικά μέτωπα και κινήματα που θέλουν να αλλάξουν την πορεία μιας πραγματικά ανοιχτής Ευρώπης. Είναι ανησυχητικό. Ομως υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα με τα θετικά πνεύματα της Ευρώπης που έχουν κάποια σοφία να μπορέσουν να αλλάξουν τα πράγματα».

Τι σας τρομάζει;
«Οτι κλονίζεται η δημοκρατία, γιατί κατά κάποιον τρόπο η Ευρώπη δεν κατάφερε να χειριστεί σωστά τα ζητήματά της. Παρακολουθώ τις πολιτικές εξελίξεις και τον τρόπο που η Ελλάδα λένε ότι ξαναμπαίνει σε μια πιο θετική τροχιά στην Ευρώπη. Παραμένω σκεπτικός, αλλά πρέπει να υπάρχει μια ελπίδα».

Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης μέσα σε αυτή τη συγκυρία;
«Νομίζω ότι η πολιτιστική διάσταση μπορεί να συμβάλει. Είναι όμως δύσκολο. Η βαρβαρότητα δεν αποκλείει τη βαρβαρότητα. Η εκπαίδευση και η τέχνη αποτελούν τη βάση μιας καλλιέργειας. Πολλά από αυτά που γράφονται στα social media παρέχουν μια ψεύτικη δημοκρατική διάσταση. Και αυτό πλήττει τη δημοκρατία».
Είστε οπαδός του Μακρόν;

«Είναι ο μόνος που έχει μια υψηλή ιδέα της Ευρώπης σήμερα. Εκεί τον εκτιμώ, κυρίως. Ερχεται με άλλες ιδέες που αν γίνουν δεκτές, αυτό θα είναι θετικό».

Πώς και διατηρείτε τόσο καλά τα ελληνικά σας; Είναι η γλώσσα μια πατρίδα;

«Μιλάω πάντα ελληνικά, διαβάζω, λογοτεχνία, εφημερίδες. Η γλώσσα είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα, όπως και η ποίηση».
Τελικά θα λέγατε ότι η σκηνογραφία είναι μια σκηνοθεσία;



«Ναι, για μένα είναι. Αλλες φορές γίνεται από δύο, άλλες φορές ο σκηνοθέτης σκηνοθετεί εντός της σκηνογραφίας και άλλοτε, όταν ο σκηνοθέτης είναι και σκηνογράφος, τα πράγματα γίνονται πιο απλά κατά κάποιον τρόπο. Γιατί υπάρχει μια ενιαία έκφραση. Στην όπερα, καθώς η εικόνα είναι πολύ σημαντική, πρέπει η σχέση μουσικής και εικόνας να είναι έντονη. Στο θέατρο ο λόγος φτάνει πολλές φορές, αλλά πάντοτε μέσα σε ένα στοιχείο περιβάλλοντος. Και μόνο μια καρέκλα επί σκηνής να υπάρχει, πρέπει να είναι σκηνογραφημένη, τοποθετημένη σκηνογραφικά. Αυτή η σχέση είναι πολύ ισχυρή».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ