Αγέρωχη, υπερήφανη και μαυροφορούσα, η Ελλη Λαμπέτη, το «Κορίτσι με τα μαύρα», περπατά με το κορμί στητό και τη ματιά στην ευθεία. Λες και τίποτα δεν μπορεί ν’ αποσπάσει την προσοχή αυτής της γοητευτικής, μυστηριώδους γυναίκας που γίνεται «ένα» με το λιτό, απέριττο φυσικό τοπίο της Υδρας.
Ομως η τραγωδία παραμονεύει στη γωνία, έχει τη μορφή του Αθηναίου Παύλου, του Δημήτρη Χορν, και τελικά θα γονατίσει την αποφασιστική γυναίκα μέσα στο εχθρικό περιβάλλον του νησιού. Και ο Μιχάλης Κακογιάννης, σε μεγάλη στιγμή, μας δίνει αυτό το αξέχαστο καλοκαιρινό μελόδραμα, «αποφεύγοντας να ρίξει στα μάτια του θεατή το couleur local» όπως είχε επισημάνει ο μεγάλος σκηνοθέτης Κάρολ Ριντ. Εν έτει 1956, ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει μια άγνωστη πλευρά του ελληνικού κινηματογράφου, την πλευρά που είχε αρχίσει ήδη να ανιχνεύει στη «Στέλλα», εκεί όπου επέτρεψε στον εαυτό του να «κλέψει» λίγο από το αμερικανικό μελόδραμα: δείχει τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα να φιλιούνται ενώ κυλιούνται στην καυτή άμμο στο Καβούρι. Μια σκηνή-αναφορά στο «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» με τους Ντέμπορα Κερ – Μπαρτ Λάνκαστερ σε κάτι αντίστοιχο, αλλά στη Χαβάη.
Αν και τα ασπρόμαυρα ελληνικά μελοδράματα σε καλοκαιρινό φόντο δεν είναι περισσότερα των κωμωδιών, έχουν εντυπωθεί πιο έντονα στη μνήμη. Είναι πάντως γεγονός ότι το καλοκαιρινό φόντο έχει βοηθήσει στο στήσιμο ασπρόμαυρων ταινιών κάθε είδους, από κλασικές κωμωδίες όπως «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» όπου ο Βασίλης Αυλωνίτης και ο Νίκος Ρίζος σκανδαλίζονται από τις ομορφιές της πλαζ των Καμένων Βούρλων, μέχρι αστυνομικά φιλμ νουάρ όπως ο «Ζεστός μήνας Αύγουστος» (1966) του Σωκράτη Καψάσκη ή ασήμαντες ερωτικές κομεντί όπως τα «Σκάνδαλα στο νησί του έρωτα» (1963), όπου η Γκιζέλα Ντάλι προσποιείται την κόρη μεγαλοεφοπλιστή για να κερδίσει την καρδιά του πλούσιου Λευτέρη Βουρνά.
Διακοπές με χαμόγελο
Εν έτει 1954 και πάλι ο Μιχάλης Κακογιάννης, στο ντεμπούτο του, γύρισε το επίσης καλοκαιρινό «Κυριακάτικο ξύπνημα». Στην απολαυστική αυτή ταινία παρεξηγήσεων με πρωταγωνιστές την Ελλη Λαμπέτη, τον Δημήτρη Χορν και ένα λαχείο, όλα ξεκινούν από ένα θαλάσσιο μπάνιο: μέσα στο στριμωξίδι του λεωφορείου η Λαμπέτη προσπαθεί να επιλέξει μια κοντινή αλλά μοναχική παραλία και όταν τη βρίσκει βουτά αμέσως με το ολόσωμο μαγιό και το σκουφάκι της. Βγαίνοντας από το νερό, όμως, τα πράγματά της λείπουν. Με ένα πεσκιράκι προσπαθεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματος και η ιστορία αρχίζει σε μια ταινία που κοιτώντας τη σήμερα βλέπεις μια όμορφη Αθήνα να έχει φύγει ανεπιστρεπτί.
Αντιθέτως, το Ναύπλιο του Γιώργου Σκαλενάκη έτσι όπως το απαθανάτισε στην «Ντάμα σπαθί» (1965), ένα καλοκαιρινό ιψενικό τρίγωνο (Ελενα Ναθαναήλ, Σπύρος Φωκάς και Θόδωρος Ρουμπάνης) σε σενάριο Γιάννη Τζιώτη, έχει παραμείνει σχεδόν αυτούσιο. Αλλά, θα πείτε, τι θα μπορούσε ν’ αλλάξει στον γύρο της Αρβανιτιάς, ποιος θα μπορούσε να πειράξει τα 999 σκαλοπάτια του πανέμορφου Παλαμηδίου;
Μπικίνι και κανάτια



Ανάμεσα σε μια παρηκμασμένη Κυψέλη και στην πλαζ της Βάρκιζας, ο Αλέκος Σακελλάριος, το 1957, μας συστήνει τη «Θεία από το Σικάγο». Σε αυτή την κλασική αστική κωμωδία ο πρώην στρατιωτικός Ορέστης Μακρής κάθε Τετάρτη του καλοκαιριού ντύνει ομοιόμορφα τις τέσσερις κόρες του και όλοι μαζί πάνε για μπάνιο με τα μαγιό κλειστά ως τον λαιμό. Ομως η τρελοαμερικάνα αδελφή του, η Γεωργία Βασιλειάδου, έχει νεωτεριστικές ιδέες όχι μόνο για την ανακαίνιση του σπιτιού στη συμβολή Σπετσών και Κασταλίας, αλλά και για την εμφάνιση στην πλαζ. Εχει φέρει πεσκέσια για τις ανιψιές της: μπικίνι!
Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Πόρο έτσι όπως τον κατέγραψε ο Ορέστης Λάσκος διασκευάζοντας για το σινεμά τον θεατρικό «Καρδιοκλέφτη» του Ναπολέοντα Ελευθερίου; Στο «Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο» (1963) ο Θανάσης Βέγγος τρέχει για ν’ αποφύγει τις… θαυμάστριες που τον έχουν μπερδέψει με τον συνονόματό του, διάσημο ποιητή Στέφανο Αυγερινό (ο γόης Κώστας Κακαβάς). Ο Λάσκος προσφέρει στο κοινό διακοπές με πλατιά χαμόγελα, όμορφα κορίτσια (σαν την «Αφροδίτη της Μήλου και τον Ερμή του Πραξιτέλους») και… ποίηση: «Ησυχο, ήσυχο το ποταμάκι, αργοκυλά το γαλάζιο του νεράκι…».

Αφροδίτες και μύγδαλα

Νησιά και παραθαλάσσιες πόλεις έχουν υπάρξει φόντο σε ασυνήθιστες ταινίες τέχνης, όπως το «Αμόκ» (1963) του Ντίνου Δημόπουλου όπου 10 κοπέλες δραπετεύουν από ένα αναμορφωτήριο, κρύβονται σε κάποιο ερημονήσι και εκεί τις ανακαλύπτει μια ομάδα πρώην Ες Ες που αναζητούν έναν κρυμμένο θησαυρό (η ταινία γυρίστηκε στο νησάκι Υβάλα στον Αμβρακικό Κόλπο). Στις «Μικρές Αφροδίτες», ο Νίκος Κούνδουρος με σεναριογράφους τον Βασίλη Βασιλικό και τον Κώστα Σφήκα χρησιμοποιεί τη Ρόδο ως χώρο γυρισμάτων μιας αλληγορίας που μας μεταφέρει στην αρχαία Ελλάδα του 200 π.Χ. Εκεί όπου τα μέλη μιας ομάδας βοσκών αλληλοτρώγονται μεταξύ τους για κοινωνικούς, οικονομικούς και φυσικά ερωτικούς λόγους.

Και τέλος, το 1968, σε ένα από τα πιο όμορφα κυκλαδονήσια, την Ανδρο, και ειδικά στο Μπατσί, ο Βασίλης Γεωργιάδης με διευθυντή φωτογραφίας τον Νίκο Γαρδέλη γυρίζει τα «Κορίτσια στον ήλιο». Ολη η ταινία είναι το κατάλευκο μαγιό, το ταγάρι, τα σανδάλια και τα κατάξανθα μαλλιά της Αν Λόμπεργκ, της νεαρής ξένης που θέλει να διεισδύσει στην ελληνική νοοτροπία χωρίς ποτέ να την κατανοεί πλήρως. Αδοξο το φινάλε του καλοκαιριού για εκείνη και τον ερωτευμένο μαζί της βοσκό Γιάννη Βόγλη που για μια χούφτα μύγδαλα κλείνεται πίσω από τα κάγκελα. Αλλά τα δικά μας καλοκαίρια λούζονται ακόμη από τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και το «Ενα πρωινό» με τη Μαρία Δημητριάδη εξακολουθεί να μας αφήνει με τη μελαγχολία για κάθε καλοκαίρι μας που τελειώνει.

Το Χόλιγουντ κοιτάζει την Ελλάδα… ασπρόμαυρα

Οι φυσικές ομορφιές της Ελλάδας δεν πέρασαν απαρατήρητες στη Μέκκα του κινηματογράφου. Αντιθέτως, το Χόλιγουντ τις αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο. Στη δεκαετία του 1960 δύο είναι οι μεγάλες καλοκαιρινές παραγωγές σε ελληνικό φόντο που έγραψαν Ιστορία. Ταινίες που έκαναν πολλά εισιτήρια παγκοσμίως, αγαπήθηκαν, έφτασαν στα Οσκαρ, όπου και κέρδισαν σε κάποιες κατηγορίες και τελικά έγιναν σημεία αναφοράς σε ό,τι αφορά την κινηματογραφική Ελλάδα.

Η μία είναι το «Ποτέ την Κυριακή» (1960), τρίτη συνεργασία στον κινηματογράφο του Ζυλ Ντασσέν με τη Μελίνα Μερκούρη, και η πρώτη ταινία τους που γυρίστηκε στη χώρα μας. Ο ίδιος ο Ντασσέν υποδύεται τον αμερικανό συγγραφέα που έρχεται στην Ελλάδα για να γνωρίσει από πρώτο χέρι τον αρχαίο πολιτισμό τον οποίο λατρεύει, μόνο και μόνο για να… γονατίσει τελικά μπροστά στη γοητεία μιας ελκυστικής πόρνης του Πειραιά (Μερκούρη) χάρη στην οποία αναθεωρεί τις στεγνές απόψεις του για τις χαρές της ζωής.

Αξέχαστη η σκηνή όπου η Ιλυα βουτά στο λιμάνι του Πειραιά φωνάζοντας προκλητικά στους άντρες γύρω της να την ακολουθήσουν. Η ταινία έκανε διεθνώς γνωστό τον Μάνο Χατζιδάκι που κέρδισε το Οσκαρ για το ομότιτλο τραγούδι και στα ίδια βραβεία η Μερκούρη ήταν υποψήφια στην κατηγορία του α’ γυναικείου ρόλου, κάτι που δεν έχει καταφέρει καμία άλλη ελληνίδα ηθοποιός.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1964, η 20th Century Fox δίνει το πράσινο φως στον Μιχάλη Κακογιάννη να γυρίσει στο σινεμά το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Αλέξης Ζορμπάς», την ιστορία ενός ανοιχτόκαρδου, παρορμητικού και τυχοδιωκτικού Κρητικού που θα γίνει ο μέντορας ενός βρετανού διανοουμένου. Η ταινία γυρίστηκε σε διάφορες περιοχές της Κρήτης (Χανιά, Αποκόρωνας, Κόκκινο Χωριό, Παραλία Σταυρού κ.α.), καθιέρωσε διεθνώς το συρτάκι και προτάθηκε για επτά Οσκαρ κερδίζοντας τρία (β’ γυναικείου ρόλου – Λίλα Κέντροβα, καλύτερης ασπρόμαυρης φωτογραφίας – Γουόλτερ Λάσαλι και σκηνικών σε ασπρόμαυρη ταινία – Βασίλης Φωτόπουλος). Ηταν επίσης υποψήφια ως καλύτερη ταινία για τη σκηνοθεσία της, το σενάριό της (και στα δύο ο Κακογιάννης) και φυσικά για τον α’ ανδρικό ρόλο, ένα βραβείο που διεκδίκησε ο Αντονι Κουίν που ταυτίστηκε με τον ήρωα του Ζορμπά όσο με κανέναν άλλον της φιλμογραφίας του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ