Ενα νέο παγκόσμιο φαινόμενο δίνει το στίγμα των καιρών: οι μεγάλοι οίκοι μόδας χρηματοδοτούν εκθέσεις και παραστάσεις αλλά ο ρόλος τους δεν περιορίζεται μόνο σε εκείνον του χορηγού. Σε τι είδους συμβιβασμούς οδηγείται η τέχνη;


Αυτές τις μέρες ολόκληρος ο δεύτερος όροφος του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ Σόχο έχει καταληφθεί από έξι καλλιτέχνες, ορισμένοι εκ των οποίων, όπως ο Πιπιλότι Ριστ και ο Ντάγκλας Γκόρντον, βρίσκονται στο απόγειο της δόξας τους. Πρόκειται για τους έξι φιναλίστ που διαγωνίζονται για το διεθνές βραβείο «Ούγκο Μπος». Ασφαλώς, το όνομα αυτό το γνωρίζουν πολλοί: πρόκειται για τον λαμπρό γερμανικό οίκο μόδας, ο οποίος έκλεισε ειδική συμφωνία με το αμερικανικό μουσείο, βάσει της οποίας δεν χρηματοδοτεί απλώς, αλλά κυριολεκτικά διευθύνει μια εκδήλωση η οποία αποτελεί αναγνώριση της αξίας της σύγχρονης τέχνης.


Το βραβείο «Ούγκο Μπος» ουσιαστικά είναι σήμερα το σημείο όπου συναντάται η μόδα με τη σύγχρονη τέχνη για να αναπτυχθεί μια σχέση που γίνεται όλο και πιο στενή. Ο κατάλογος των εκδηλώσεων που διευθύνονται από μετρ της μόδας είναι τεράστιος, φθάνει να σκεφθεί κανένας την παράσταση της Λόρι Αντερσον στο ίδρυμα Πράντα του Μιλάνου, την έκθεση που οργάνωσαν στη Νέα Υόρκη οι αδελφές Φέντι, τις εκθέσεις του Βαλεντίνο στην Ακαδημία, το μουσείο που άνοιξε ο Τρουσάρντι στο Μιλάνο, τις παρεμβάσεις του Ζιλ Σαντέρ στην έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη.


Η διαμάχη που ξέσπασε πριν από δύο χρόνια με αφορμή την Μπιενάλε της Μόδας που οργάνωσε στη Φλωρεντία ο Τζερμάνο Τσέλαν δεν πτόησε τους οίκους μόδας, οι οποίοι όλο και περισσότερο παρεμβαίνουν στην καλλιτεχνική δημιουργία, δηλαδή στα χωράφια της σύγχρονης τέχνης, η οποία τέχνη βέβαια έχει άμεση ανάγκη από χορηγούς ­ και η βιομηχανία της μόδας είναι η μόνη ευημερούσα που μπορεί να προσφέρει στην τέχνη, γιατί ενδιαφέρεται για την τέχνη. Τέχνη και μόδα λοιπόν βρέθηκαν αναγκαστικά στην ίδια πορεία, βίοι παράλληλοι που ωστόσο ενίοτε όχι απλώς συναντώνται αλλά κοντράρονται κιόλας.


Ο εύκολος χρηματοδότης


Πράγματι, η διαδικασία αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη δεν είναι διόλου ανώδυνη. Υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις γι’ αυτό το «ειδύλλιο», παρ’ όλο που ο κόσμος της μόδας προσπαθεί να εκπέμπει καθησυχαστικά μηνύματα. Οπως είπε και ο Γιόακιμ Βογκτ, διευθυντής της Ούγκο Μπος: «Η μόδα και η τέχνη έχουν πολλά κοινά στοιχεία, καθώς και οι δύο αναζητούν τον νεωτερισμό, τις καινούργιες ιδέες, εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να βρίσκονται πάντα πρωτοπόρες των καιρών μας. Αρα αυτό που προέχει, είναι να ξεκαθαρισθούν οι όροι αυτής της συνεργασίας».


Καλλιτέχνες και κριτικοί ωστόσο ­ και κυρίως οι Ιταλοί ­ δεν διστάζουν να εκφράσουν τις έντονες ανησυχίες τους. Χωρίς να ρίχνουν τη μόδα εις το πυρ το εξώτερον, επισημαίνουν πόσο επικίνδυνα δύσπεπτο μπορεί να γίνει το πλούσιο πιάτο που εκείνη συνήθως προσφέρει. Μαρτυρία της Λία Βέρτζινε: «Στη μόδα η τέχνη ανακάλυψε έναν εύκολο χρηματοδότη. Ομως η τέχνη είναι τέχνη και η μόδα μόδα. Και το λέω αυτό γνωρίζοντας πολύ καλά ότι υπάρχει μεγάλη δόση μόδας στη σύγχρονη τέχνη, έστω και αν γίνεται χρήση με έντονα ειρωνική διάθεση, όπως στα έργα της Βανέσα Μπίκροφτ. Στην ουσία όμως πρόκειται για δύο κόσμους εντελώς διαφορετικούς και από τη συνεργασία τους επωφελούνται περισσότερο οι στυλίστες, αφού εξασφαλίζουν έτσι μεγάλη διαφήμιση, και μάλιστα δωρεάν. Το πρόβλημα δημιουργείται κυρίως στους νέους καλλιτέχνες: πώς θα μπορέσουν να αντισταθούν στις πιέσεις της μόδας και να αγνοήσουν τις απαιτήσεις της; Ο κίνδυνος δεν βρίσκεται σε αυτά που γίνονται σήμερα, αλλά σε αυτά που θα γίνουν στο μέλλον. Σε τι είδους συμβιβασμούς οδηγείται η τέχνη;»


Ο Ακίλε Μπονίτο Ολίβα, ο διοργανωτής της έκθεσης των αδελφών Φέντι, λέει: «Αν η μόδα καταφέρει να παραμείνει ως πλαίσιο της τέχνης, αν δηλαδή αρκεσθεί στη χρηματοδότηση και στην προώθηση, τότε δεν πρόκειται να δημιουργηθούν προβλήματα. Είναι αποδεκτό άλλωστε να ερμηνεύει ο καλλιτέχνης θέματα και τάσεις κοινωνικού περιεχομένου, τα οποία και η μόδα εκφράζει, όπως για παράδειγμα η ανάδειξη του σώματος. Το σχίσμα όμως, δηλαδή η καταστρατήγηση του νόμου, είναι δικαίωμα του καλλιτέχνη και όχι του μόδιστρου. Κατά συνέπεια αυτό που μετράει είναι ο βαθμός της ηθικής αντίστασης του καλλιτέχνη και, αν κρίνω από την Μπιενάλε της Φλωρεντίας, η αντίσταση αυτή ήταν μηδενική».


Λόγια σκληρά, στα οποία ­ όπως ήταν φυσικό ­ ποτέ δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει ο Τζερμάνο Τσέλαν, ο διοργανωτής της Μπιενάλε: «Στην Μπιενάλε της Φλωρεντίας λίγο έλειψε να μας λιντσάρουν. Εκ των υστέρων βέβαια τα γεγονότα μάς δικαιώνουν, αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Η σχέση της τέχνης με τη μόδα είναι παραδοσιακή, πρόκειται για τους πόλους της κουλτούρας που πάντα συνεργάζονταν. Αρνητική πλευρά δεν υπάρχει. Οι συσχετισμοί μπαίνουν και βγαίνουν από τον κόσμο της τέχνης. Και ασφαλώς η μόδα υποκλίνεται μπροστά στην τέχνη, την οποία θεωρεί σημείο αναφοράς, από το οποίο εμφανώς επηρεάζεται».


Διιστάμενες απόψεις κριτικών, αλλά και οι καλλιτέχνες δεν πάνε πίσω. Ο Γιάννης Κουνέλλης, εκ των διδασκάλων της πτωχής τέχνης, πιστεύει ότι η μόδα οφείλει να αρκεσθεί στον ρόλο του χορηγού: «Είναι απαράδεκτο να γίνεται ο μόδιστρος καλλιτέχνης και να εκθέτει σε μουσείο. Ζήτημα φλέγον που δημιουργήθηκε από ορισμένους τεχνοκριτικούς που μεταμορφώθηκαν σε μάνατζερ. Παλιά, η μπουρζουαζία έχτιζε μουσεία και σήμερα, στη βιομηχανική κοινωνία μας, η μόδα χρησιμοποιεί τα μουσεία αυτά. Η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην και σοβαροί κίνδυνοι προδιαγράφονται: τα κοινωνικά κριτήρια μπορούν να εκφυλισθούν σε μια ολέθρια απολογητική σχέση».


Οι κοινές προθέσεις


Ο Σάντρο Γκία, ένας από τους πρωτεργάτες της Υπερπρωτοπορίας, δεν ανησυχεί καθόλου, και μάλιστα άνοιξε στη Νέα Υόρκη ένα κέντρο εκθέσεων όπου γίνονται εκδηλώσεις τέχνης ή μόδας, αδιακρίτως. Και δεν διστάζει να εκφράσει την εκτίμησή του για τη μόδα: «Οι άνθρωποι της μόδας δεν είναι χορηγοί σαν τους άλλους, διότι η τέχνη και η μόδα έχουν κατά κάποιον τρόπο κοινές προθέσεις. Από την εποχή της Αναγέννησης η μόδα αποτελεί σημαντικό στοιχείο της τέχνης ­ ας θυμηθούμε τον Πιζανέλο ή τον Μπενότζο Γκονζόλι. Σε σύγκριση με το παρελθόν ωστόσο, η υπόθεση έγινε πιο εμφανής, καθώς και η μόδα πιο απροκάλυπτα εκφράζει το ενδιαφέρον της για το ανθρώπινο σώμα και τις εκδηλώσεις του. Και υπάρχει ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο: η μόδα δεν είναι πλέον κάτι το εφήμερο και επιπόλαιο. Περιέχει πολιτιστικά στοιχεία τα οποία δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε».


Εντελώς απροβλημάτιστη και χωρίς αναστολές εμφανίζεται πάντως η Λόρι Αντερσον, που έχει απροκάλυπτα συνδέσει το έργο της με τη μόδα: «Οταν εξασφαλίζω χρηματοδότη για κάποιο έργο μου, είμαι ευτυχής και μακάρι πάντα να στηρίζει ο κόσμος της μόδας την παραγωγή μου…»


Τέχνη της μόδας, λοιπόν, ή μόδα της τέχνης; Οι απόψεις διίστανται, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και για την ώρα τουλάχιστον η σύγχρονη τέχνη έχει ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της στη χρυσοφόρο μόδα.