Ο Μάνος Ελευθερίου ξεκίνησε, εξ όσων γνωρίζω, ως ποιητής. Και έτσι τελείωσε: ως ποιητής. Οπως ακριβώς ορίζει ο Πλάτων τον ποιητή, δηλαδή ως «κούφον χρήμα και πτηνόν και ιερόν». Δεν έγραψε στιχάκια. Συνέταξε μικρά, ακαριαία, θα τα έλεγα, κείμενα, με πλήρες, ολοκληρωμένο νόημα. Με απαστράπτουσα ποιητική λέξιν. Νομίζω πως ακολούθησε τον δρόμο του Νίκου Γκάτσου ο οποίος ξεκινά με την αινιγματική Αμοργό αλλά τελειώνει με τα μεγαλειώδη μελοποιημένα ποιήματά του. Με το παρόν ελάχιστο κείμενό μου επιθυμώ να υπενθυμίσω πώς ξεκινά ο Ελευθερίου ήδη από τα άγρια πλην αθώα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ’60.
Το 1961 το περιοδικό «Πανσπουδαστική» προκηρύσσει έναν ποιητικό διαγωνισμό με κριτές τους Νικηφόρο Βρεττάκο, Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη Ρίτσο. Στον διαγωνισμό αυτόν συμμετέχουν 244 φοιτητές και σπουδαστές. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και αρκετοί ποιητές της εποχής μας. Στον διαγωνισμό είχε λάβει μέρος και ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Ηταν ένας από τους 23 ποιητές που ξεχώρισαν… Την άνοιξη, λοιπόν, του 1962 ανακοινώνονται τα αποτελέσματα και γίνεται μια σχετική εκδήλωση για να δοθούν τα βραβεία. Αν θυμάμαι καλά, στο Γαλλικό Ινστιτούτο.
Είχαν, άλλωστε, αθλοθετηθεί χρηματικά βραβεία με χορηγούς πολλούς, από τον «Ταχυδρόμο», την πρεσβεία της Κούβας και άλλους. Το πρακτικό της Επιτροπής διαπίστωνε ότι τα ποιήματα των περισσότερων από αυτούς που πήραν μέρος στον Διαγωνισμό δείχνουν «μια πλημμελή αισθητική καλλιέργεια» κ.λπ. Ομως όλα τα ποιήματα φανερώνουν ότι οι νέοι ποιητές «έχουν αναπροσαρμόσει τα ενδιαφέροντά τους μέσα στο κλίμα της εποχής, και έχουν αφήσει πίσω τα κιτρινισμένα φύλλα και τον ερωτικό μαρασμό άλλων εποχών […] και προβληματίζονται ουσιαστικώτερα πάνω στα σύγχρονα δεδομένα της ζωής».
Ανάμεσα, λοιπόν, στους διακριθέντες ήταν και ο Ελευθερίου. Πήρε 1ο έπαινο. Η ταπεινότης μου είχε πάρει 2ο βραβείο και 1.000 δραχμές, έπαθλο της πρεσβείας της Κούβας… Συχνά πείραζα τον Μάνο για αυτήν την (μάλλον απρόσμενη) επιτυχία μου. «Ναι» μου έλεγε εκείνος. «Αλλά εγώ θα γίνω πολύ πιο γνωστός και πιο πλούσιος από εσένα, κύριε καθηγητά…». Σήμερα, μέσα στον όλεθρο που ζούμε, ακούω τα «Παραπονεμένα λόγια» και συμφωνώ με τον Μάνο. Μαζί ξαναδιαβάζω το ποίημά του «Η τελική λύση» από την παλαιά Πανσπουδαστική. Τον πρώτο έπαινο του Μάνου Ελευθερίου.
H τελική λύση
Ανυποψίαστο, ελάχιστο απόγευμα…
Το σώμα που λάτρεψε τον ήλιο και που τώρα υποκρίνεται,
το δέντρο στην πεθαμένη θάλασσα
έσμιξε τη μνήμη
του καλοκαιριού
με τα δικά σου μάτια.
Τώρα γλιστρώ κάπου-κάπου κι ακούω το δέντρο
που μιλάει.
Συμβαίνει κάποτε να μιλούν τα δέντρα,
όταν τροποποιείς μια κατάσταση
και δεν σ’ εμποδίζει το κυριακάτικο εμβατήριο,
ή κάτι που ήταν άξιο ν’ αγαπηθεί και ισορρόπησε
τη λύπη του μέσα στην πείρα.
Το βράδυ, όμως, υπάρχουν οι ανεπαίσθητες υποψίες
και τότε θέλεις να κουβεντιάσεις, ή να πας σ’ ένα θέατρο,
ή οτιδήποτε άλλο,
αρκεί αυτό το βράδυ να γυμνωθεί από λέξεις,
όπως κάποιος που προχωρώντας για τ’ απόσπασμα
θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει τα γυαλιά του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ