«Ο καθείς και τα όπλα του» έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης, «ο καθείς και τα κόλπα του» ανταπαντούσε ο Μάνος Ελευθερίου με αυτό το ιδιαίτερο χιούμορ που τον διέκρινε στην καθημερινότητά του, ενίοτε και στο έργο του.
Ουσιαστικά όμως ο Μάνος Ελευθερίου δεν είχε κόλπα. Δεν τα χρειάστηκε και δεν του πήγαιναν. Ηταν αληθινός στο έργο του και το μόνο… κόλπο που έκανε ήταν να αναγάγει τη στιχουργία σε ποίηση. Ηταν λόγιος και συνάμα λαϊκός. Ακολουθώντας τον δρόμο που είχε ανοίξει ο Νίκος Γκάτσος, κατόρθωσε στα τραγούδια που έγραψε να εντάξει την τέχνη του λόγου. Χωρίς αυτό να τον αποξενώσει από αυτούς στους οποίους κυρίως απευθυνόταν. Στους λαϊκούς ανθρώπους. Σε αυτούς που ιδρώνουν κάθε ημέρα με τις αγωνίες τους, τους έρωτές τους και τον κάματο της δουλειάς.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, μανιώδης αναγνώστης, γραφιάς, είχε κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους στιχουργούς. Καταλάβαινε, «διάβαζε» τη μουσική. Γράφοντας πάνω σε μια συγκεκριμένη μουσική, οι λέξεις που χρησιμοποιούσε είχαν μουσικότητα, λικνίζονταν στις νότες, ακολουθούσαν τον ρυθμό και έδιναν την αίσθηση στον ακροατή ότι γράφτηκαν αποκλειστικά και μόνο για τη μουσική που τις έντυνε. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τον ακολουθεί σε όλη του την πορεία. Στα «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» και «Είναι άρρωστα τα τραγούδια» ο στιχουργός – ποιητής είναι ακριβής, δημιουργεί συγκίνηση στον ακροατή, «ακολουθεί» τον συνθέτη. Ή μάλλον κινείται παράλληλα μαζί του, για να ενωθούν στο τέλος με τη φωνή του τραγουδιστή ή της τραγουδίστριας.
Ο Μάνος Ελευθερίου έχει μελετήσει τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γι’ αυτό τις λέξεις που χρησιμοποιεί τις έχει παιδεύσει. Εχει βουτήξει την πένα του στο μελάνι της παράδοσης της ελληνικής γλώσσας αλλά και της ελληνικής ιστορίας και έχει κατορθώσει να παρουσιάσει μερικά από τα πλέον όμορφα υπερβατικά λαϊκά πολιτικά τραγούδια.
«Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία / που στράγγιξες χαμένα μια γενιά / καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία / και να ‘σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά / κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία / και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά». Αυτή η στροφή από τα «Μαλαματένια λόγια» (με αυτό και τη «Μαρκίζα» θα μπορούσε να είχε μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού) καταδεικνύει τη λαϊκότητά του (στην ποίηση) αλλά και το λόγιο υπόβαθρό του.
Οξύς και διεισδυτικός ο λόγος του, σουρεαλιστικός εκεί που απαιτείται για να χτίσει το οικοδόμημά του, σε προκαλεί να τον ακολουθήσεις σε νοητικά και λογικά παιχνιδίσματα. Και αυτά χωρίς να χάνεται η ουσία του τραγουδιού. Να είναι δηλαδή στα στόματα των ανθρώπων. Εχει γράψει για τη δικτατορία, για όσους σκοτώθηκαν άδικα διεκδικώντας την ελευθερία τους, για όσους έχουν αδικηθεί. «Τα λόγια και τα χρόνια» είναι ένα καθαρόαιμο πολιτικό – λαϊκό τραγούδι, ένα τραγούδι αντίστασης.
Δεν είναι όμως μόνο πολιτικός ο λόγος του Μάνου Ελευθερίου. Το «Ναύτης βγήκε στη στεριά» θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον συντοπίτη του Μάρκο Βαμβακάρη. Τσαχπίνικη η γραφή της ιστορίας του, αλλά και όποτε έκρινε χρησιμοποιούσε παρομοιώσεις και μεταφορές. Οπως στο «Αλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη» όπου ο συριανός ποιητής – στιχουργός περιδιαβαίνει την Ελλάδα. Παράλληλα στους «Ελεύθερους και ωραίους» δεν διστάζει να κυνηγήσει ουτοπίες. Η ποίηση της στιχουργίας του –όσο αδόκιμη και αν είναι η έκφραση αυτή –κινείται στο δίπολο «μάγκας – πρίγκιπας». Δύσκολη η ισορροπία. Τα κατάφερε όμως. Και τους έβαλε όλους σε αυτό το παιχνίδι. Ακροατές, συνθέτες, τραγουδιστές.
Στα περίπου 500 τραγούδια που έχει γράψει δεν σκιαγραφεί, δεν αναλύει. Αφήνει σημάδια. Δείχνει καταστάσεις, γεγονότα, συναισθήματα. Δεν περιγράφει. Γράφει βιωματικά και παράλληλα οικουμενικά. Ισως για αυτό ήταν από τους πλέον αναγνωρίσιμους ποιητές – στιχουργούς. Οι στίχοι έχουν μεράκι. Αφήνει τις σκέψεις του να πετάνε. Αλλά θέλει να τις… πιάσουν οι άλλοι. Γι’ αυτό τα τραγούδια του χορεύτηκαν και τραγουδήθηκαν. Γι’ αυτό και θα συνεχίσουν να χορεύονται και να τραγουδιούνται.
Κάποτε είχε δηλώσει ότι «ουσιαστικά γράφεις ένα ποίημα με πολλές παραλλαγές» και ότι «είναι ταπεινή τέχνη να γράφεις στίχους για τραγούδια όπως έλεγε ο Καρυωτάκης». Μπλόφαρε. Προκαλούσε κυρίως τον εαυτό του με αυτή την αστική σεμνότητα που τον διέκρινε. Το έκανε για να συνεχίσει να πατάει στα πόδια του και να μην προδώσει αυτό που αγαπούσε. Να γράφει στίχους για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του.

Διαβάστε:

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ