Εδώ και αρκετά χρόνια, ο Ερίκ Καντονά, ο εκρηκτικός στην ιδιοσυγκρασία αλλά ταλαντούχος γάλλος ποδοσφαιριστής που στη δεκαετία του 1990 έδωσε φινέτσα στο αγγλικό ποδόσφαιρο ως μεσοεπιθετικός της Leeds United και κυρίως της Manchester United, ακολουθεί διαφορετικά μονοπάτια. Παρότι από το 2011 κρατά καθήκοντα διευθυντή ποδοσφαίρου στον αθλητικό σύλλογο New York Cosmos στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του είναι πολύ πιο έντονες. Είναι κινηματογραφικός παραγωγός, παίζει μουσική και του αρέσει πάρα πολύ η υποκριτική.
Ως ηθοποιό τον έχουμε δει σε κάποιες ταινίες, η «Δεύτερη πνοή» του Αλέν Κορνό είναι μία από αυτές, η «Εlizabeth» με την Κέιτ Μπλάνσετ μια άλλη. Δεν τον έχουμε δει όμως να υποδύεται τον εαυτό του, όχι σε ταινία μυθοπλασίας, και αυτήν ακριβώς την ευκαιρία του έδωσε πριν από μερικά χρόνια ο βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς με την ταινία «Looking for Eric». Η ταινία θα αρχίσει να παίζεται για πρώτη φορά σε ελληνικές αίθουσες από την ερχόμενη εβδομάδα και ήταν η αφορμή για τη συνάντηση του «Βήματος» με τους δύο συνεργάτες στην παρουσίασή της στο φεστιβάλ των Καννών, όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.
Μικρή ταινία με μεγάλη ψυχή
«Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε όμως και δύσκολο να παίζει κανείς τον εαυτό του –πόσω μάλλον σε μια κινηματογραφική ταινία…» μας είχε πει ο Ερίκ Καντονά. Τον θυμάμαι καθισμένο χαλαρά σε μια πολυθρόνα της πλαζ του ξενοδοχείου Majestyk, με σορτς και αθλητικά παπούτσια να απολαμβάνει τον ανάμεικτο χυμό του. «Είναι απλώς ιδιαίτερο. Στη ζωή όλα γίνονται με αυθορμητισμό. Στη μυθοπλασία πρέπει να σε υποδυθείς με φυσικό τρόπο. Εν τέλει, χάρη στον Κεν Λόουτς φαίνεται ότι βρέθηκα σε φόρμα. Γιατί στ’ αλήθεια πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να συμπεριληφθεί το ποδόσφαιρο στον κινηματογράφο είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Λόουτς και ο (σεναριογράφος) Πολ Λάβερτι το ενέταξαν στο «Looking for Eric»».
Στο «Looking for Eric», μια μικρή ταινία με μεγάλη ψυχή, η οποία κατασυγκίνησε όσους την είδαν (τουλάχιστον στις Κάννες), ο Καντονά δεν είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Είναι όμως η ενέργειά της. Η ταινία φτιάχνει το προφίλ ενός δυστυχισμένου ανθρώπου (Στιβ Εβέτς) ο οποίος παίρνει κουράγιο και βρίσκει λύσεις για να ξεφύγει από τα αδιέξοδά του με τη βοήθεια ενός οράματος. Ενός φαντάσματος: του ειδώλου του, του πρώην άσου του ποδοσφαίρου Ερίκ Καντονά.
Το στόρι ακούγεται δυσάρεστο, δεν είναι όμως. Ο Λόουτς έχει χιούμορ και η μόνιμη πένα του, ο Λάβερτι, είναι φαν του ποδοσφαίρου. Ο συνδυασμός ήταν ιδανικός. Ακόμη και το γύρισμα της ταινίας υπήρξε μία από τις πιο χαλαρές εμπειρίες ενός σκηνοθέτη του οποίου οι ταινίες δεν διακρίνονται και τόσο για το χιούμορ τους: ο «Ανεμος χορεύει το κριθάρι», «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», παλαιότερα η «Γη και ελευθερία» ή «Το τραγούδι της Κάρλα».
Για τον Κεν Λόουτς συγκεκριμένα η δουλειά με τον Καντονά έπρεπε να έχει τη βάση της στη διασκέδαση και για πρακτικούς λόγους. «Είναι μια διασημότητα που όμως δεν έχει ιδιαίτερη εμπειρία με τον κινηματογράφο» μας είπε. «Επρεπε λοιπόν να νιώσει χαλαρός, έπρεπε να διατηρήσει την ενέργειά του γιατί ανάμεσα σε 150 ανθρώπους που δουλεύουν σε μια ταινία, η ενέργεια εύκολα μπορεί να χαθεί. Οταν έχεις τον Καντονά να παίζει τον Καντονά σε μια ταινία, το μόνο που δεν θες να χάσεις είναι τη γνησιότητά του».
Ο «πνευματικός προπονητής» Ερίκ
Κατά μία έννοια, σε αυτή την ταινία ο Ερίκ Καντονά είναι κάτι σαν «πνευματικός προπονητής» εφόσον βρίσκεται στη σκέψη του κεντρικού ήρωα, τον καθοδηγεί, διαμορφώνει τη ζωή του. Αλλά το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί ο Καντονά δεν αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα πραγματικού προπονητή όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο. «Γιατί διασκεδάζω περισσότερο με τον κινηματογράφο» απάντησε αμέσως χαμογελώντας. «Ειδικά με νύχτες όπως η χθεσινή!» (αναφέρεται στην εντυπωσιακή πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες όταν ο Καντονά ανέβηκε τα κόκκινα σκαλιά της αίθουσας Lumiere).
Δεν αποκλείει βέβαια την πιθανότητα κάποια στιγμή να εμφανιστεί και ως προπονητής· εξάλλου είναι διευθυντής στους New York Cosmos. «Ισως κάποια μέρα στο μέλλον –δεν ξέρω» είπε σκεπτικός. «Θα γίνω μάνατζερ ποδοσφαιρικής ομάδας μόνον αν πιστέψω ότι θα μπορέσω να πάρω κάτι στα χέρια μου και θα δημιουργήσω. Εχω τον πήχη ανεβασμένο ψηλά. Θα ήθελα, ας πούμε, να αναλάβω μια ομάδα και να τη μετατρέψω σε αυτό που υπήρξε ο Αγιαξ στη δεκαετία του ’70. Μόνον έτσι θα είχε νόημα. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως ότι θα πετύχαινα».
Ο πρώην ποδοσφαιριστής κοκκινίζει όταν ακούει λόγια κολακευτικά, όπως για παράδειγμα ότι υπήρξε ο πρώτος Γάλλος που έγινε μεγάλο όνομα στα βρετανικά γήπεδα ποδοσφαίρου. «Προσπάθησα να παίξω το καλύτερο ποδόσφαιρο που μπορούσα σε μια εποχή την οποία θεωρώ την καλύτερη που έχει υπάρξει για το ποδόσφαιρο» απάντησε όταν του ζήτησα να σκαλίσει τη μνήμη του από εκείνη την περίοδο. «Πρώτα με τη Leeds και μετά με τη Manchester United. Είχα την τύχη να πέσω σε προπονητές που μου έδωσαν την ευκαιρία να παίξω επιθετικό, δημιουργικό ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο που πάντα ονειρευόμουν».
Η ζωή έχει αλλάξει εκτός των γηπέδων
Ομως το βλέπεις μπροστά σου, ο Καντονά δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το παρελθόν, λόγος για τον οποίο δεν κράτησε ποτέ επαφή με τους παλιούς συμπαίκτες του. «Η ζωή έχει προχωρήσει, τα πρόσωπα έχουν αλλάξει. Ισως κάποια μέρα όταν θα γράψω την αυτοβιογραφία μου, θα επανέλθω σε αυτούς τους ανθρώπους». Οταν ρώτησα τον Καντονά τι είναι αυτό που τον συγκινεί όταν παίζει στον κινηματογράφο, εκείνος με «μετέφερε» λίγο στα παιδικά του χρόνια, όταν μεγάλωνε στην Μπους-Ντε-Ρον, στη γενέτειρά του, την Μασσαλία (γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1966).

«Βλέπω σινεμά από παιδί, δεν θα ξεχάσω πόσο γελούσα με τον Ντε Φινές, πόσο θαύμαζα τον Ζαν Γκαμπέν. Το να παίξω στο σινεμά ήταν ένα παιδικό μου όνειρο. Εξάλλου δύο πράγματα μου άρεσαν από παιδί. Το σινεμά και η μπάλα. Αλλωστε το σινεμά και το ποδόσφαιρο έχουν αρκετά κοινά σημεία. Η διαδικασία των προπονήσεων πριν από έναν αγώνα δεν διαφέρουν πολύ από τη διαδικασία των προβών πριν από μια σκηνή. Γιατί απλούστατα είναι και τα δύο ομαδικά παιχνίδια. Αλλά νομίζω ότι η ουσία είναι ότι αντιμετωπίζω το σινεμά όπως αντιμετώπιζα το ποδόσφαιρο: σαν ένα παιχνίδι. Και στα δύο παίζεις, άρα πρέπει να διασκεδάζεις, γιατί μόνον όταν ευχαριστιέσαι αυτό που κάνεις, μόνον έτσι, μπορείς να το κάνεις καλά. Οταν λοιπόν έχασα το πάθος μου για το ένα παιχνίδι, βρήκα ένα άλλο. Σαν να λέμε έφυγα από το σκάκι και πήγα στο πόκερ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ