Το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση είναι τα έντονα χρώματα στις αφαιρετικές συνθέσεις. Θυμίζουν τις καθαρές, αβίαστες μονοχρωμίες στα κολλάζ του Ανρί Ματίς και δημιουργούν μια ευχάριστη διάθεση. «Μια καταπραϋντική, ηρεμιστική επιρροή στον νου, που είναι καλύτερη από μια καλή πολυθρόνα», όπως έλεγε ο μεγάλος των φωβιστών και της μοντέρνας τέχνης. Κάτι πέρα για πέρα συναφές με το ζωγραφικό έργο του Πολ Τσαν στην έκθεσή του «Ο Οδυσσέας και οι λουόμενοι» σε επιμέλεια Σαμ Θορν, διευθυντή του Κέντρου Τέχνης Nottingham Contemporary, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ο ΝΕΟΝ στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης».
Οι συνθέσεις είναι ζωγραφισμένες πάνω σε καμβάδες που θυμίζουν πετσέτες έτσι όπως κρέμονται σε ράγες επιτοίχιας τοποθέτησης και αποτελούν, τρόπον τινά, τα αξεσουάρ για τους «Λουομένους». Ακέφαλες φιγούρες από νάιλον τις οποίες ο αμερικανός καλλιτέχνης έχει προσαρμόσει σε επιδαπέδιους ανεμιστήρες ώστε να κινούνται ξέφρενα προς διάφορες κατευθύνσεις, όπως τα φουσκωτά ανθρωπάκια (tube guys) που υποδέχονται τους πελάτες σε βενζινάδικα και εμπορικά κέντρα στην Αμερική. Αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης ενότητας έργων, των «Breathers» (Πνέοντες), και για τις ανάγκες της έκθεσης προστίθεται και η εκδοχή του «Οδυσσέα» και της «Πηνελόπης» –άλλωστε η έκθεση εμπνέεται από το δοκίμιο του Τσαν «Ο Οδυσσέας ως καλλιτέχνης» (2017) και περιστρέφεται γύρω από τον όρο «πολύτροπος». Είναι ένας χαρακτηρισμός που ενσαρκώνει ο ίδιος ο Τσαν, ο οποίος μέσα από τους συγκεκριμένους πνέοντες αποπειράται να πραγματευτεί με τη σειρά του την παράδοση του μοτίβου των λουομένων, όπως έκαναν πριν από αυτόν ο Σεζάν ή ο Ματίς. Ας πούμε λοιπόν ότι αυτή είναι η καρτουνίστικη εκδοχή τους. Εξάλλου ο Τσαν στο παρελθόν έχει δημιουργήσει έργα κινούμενης εικόνας και αποφεύγει τη στατικότητα.
Το αποτέλεσμα είναι μια ευάερη, μια ευφρόσυνη έκθεση που δημιουργεί παράλληλα συνειρμούς για την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, για το σισύφειο μαρτύριο της ύπαρξης, ιδίως στην περίπτωση του μαύρου «Λουομένου», ο οποίος μοιάζει να νιώθει δυσβάσταχτο το βάρος μιας πανάλαφρης πετσέτας. Σημειωτέον ότι χρειάστηκαν 42 δοκιμές και ισάριθμοι «λουόμενοι» προκειμένου ο αέρας του ανεμιστήρα να προκαλεί αυτήν ακριβώς την αίσθηση της αδυναμίας. Είναι ένα έξυπνο κόνσεπτ που σε κερδίζει με την απλότητά του και ως έναν βαθμό καταφέρνει να συνομιλήσει και με τα εκθέματα του μουσείου. Οπως στις μακέτες από ύφασμα, οι οποίες σαν προπλάσματα των «γλυπτών» έργων από νάιλον θυμίζουν την κουκλίστικη εκδοχή από συμπλέγματα προϊστορικών ειδωλίων.
Είναι απορίας άξιο ωστόσο γιατί ο διεθνούς εμβέλειας Τσαν θέλει να προσδώσει και πολιτικές προεκτάσεις σε αυτό το σώμα έργων, ένα βάθος που πρέπει να το τραβήξεις πολύ δυνατά από τα μαλλιά για να βγει στην επιφάνεια. Υποτίθεται, για παράδειγμα, ότι τα αμιγή χρώματα στις πετσέτες-πίνακες, «χρησιμοποιημένα κατευθείαν από το σωληνάριο χωρίς να υπάρχουν προσμείξεις και χωρίς να ακουμπούν το ένα το άλλο» όπως λέει ο καλλιτέχνης, συμβολίζουν την εποχή του «απόλυτου διαχωρισμού» που ζουν αυτή την εποχή οι ΗΠΑ σε όλα τα επίπεδα. Θα το βλέπαμε (που δεν το είδαμε δηλαδή) αν δεν μας το υποδείκνυε; Θα μπορεί να διακρίνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας που προσπαθεί να τους προσδώσει ο δημιουργός τους; Μάλλον όχι. Αυτό που θα μπορούσε να διακρίνει διαβάζοντας τα συνοδευτικά κείμενα της έκθεσης είναι ότι ο καλλιτέχνης είναι ειδικός, όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Νίκος Σταμπολίδης (σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, για να μην παρεξηγούμαστε), στο «art of cheating».
Ως άλλος εύστροφος Οδυσσέας γίνεται πολύτροπος και ακολουθεί τις στροφές της επικαιρότητας για να προσδώσει κύρος(;), στιβαρότητα(;) σε ένα έργο που τελικά αισθάνεται ένοχο για την υπαρξιακή «ελαφράδα» του. Μπορεί πάλι να μιλάει η προκατάληψη από μέρους μου, γιατί θυμάμαι την παρουσία του στα Σφαγεία στην Υδρα ως καλεσμένου του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, το 2015, εν μέσω δηλαδή εμφυλιοπολεμικού κλίματος το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος. Τότε, μαζί με την εκτός τόπου και χρόνου ομάδα του, όσον αφορά την επαφή της με την εκρηκτική ελληνική πραγματικότητα δηλαδή, είχε δημιουργήσει τρεις πρωτόλειους «Πνέοντες». Ηταν ο Σωκράτης, ο Ιππίας και ο Εύδικος και θύμιζαν μπουγάδα απλωμένη στην ταράτσα. Ηταν οι πρωταγωνιστές του πλατωνικού φιλοσοφικού διαλόγου «Ιππίας Ελάσσων» όπου, τι σύμπτωση, συζητούν περί της τέχνης του ψεύδους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ