Βαθµολογία


5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: µέτρια, 0: απαράδεκτη
Mamma Mia! Here we go again
Μπορεί η Σερ να κλέβει την παράσταση με μια σύντομη εμφάνισή της, όπου εκτός των άλλων τραγουδά το «Fernando» των ΑΒΒΑ (προς τον Αντι Γκαρσία που μοιάζει με πάμπλουτο μαφιόζο κρυμμένο σε εξωτικό νησί για να μην τον δολοφονήσουν), όμως το «Mamma Mia! Here we go again» (ΗΠΑ, 2018), η συνέχεια του «Mamma Mia!» που προβάλλεται σε περισσότερα από 170 σινεμά της Ελλάδας, είναι μια ταινία όπου τα νιάτα παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο.
Τα νιάτα είναι που αυτή τη φορά κρατούν τα ηνία γιατί εδώ όλα τα βασικά πρόσωπα των «μεγάλων», από τον Πιρς Μπρόσναν και τον Κόλιν Φερθ μέχρι φυσικά τη Μέριλ Στριπ, την ψυχή και το σώμα της πρώτης ταινίας, βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο. Η δεύτερη ταινία ακολουθεί την πρώτη μπρος και πίσω στον χρόνο. Στο παρόν η Σόφι (Αμάντα Σέιφριντ), η κόρη της Ντόνα (Μέριλ Στριπ), κάτοικος στο φανταστικό νησί Καλοκαίρι, πρόκειται να γίνει μητέρα. Παράλληλα με τη δική της ιστορία ξεδιπλώνεται η ιστορία της δικής της μητέρας, στο παρελθόν, τον ουσιαστικό παλμό της ταινίας, τότε που όλα τα πρόσωπα της πρώτης ταινίας βρίσκονταν στη μετεφηβεία τους και ανακάλυπταν τον έρωτα. Τότε που κατέληξαν όλοι μαζί στο νησί Καλοκαίρι, που θα γινόταν ο τόπος που θα κέρδιζε για πάντα την Ντόνα.
Η Λίλι Τζέιμς, που υποδύεται την Ντόνα/Στριπ απόφοιτη, πίσω στο 1979, έχει μια φυσική δροσιά και έναν αέρα που θαυμάζεις και όλοι οι νεαροί που παίζουν τους μπαμπάδες της κόρης της είναι έκτακτοι βγάζοντας την αβεβαιότητα και ανωριμότητα της ηλικίας τους (Χιου Σκίνερ, Τζος Ντίλαν, Τζέρεμι Ερβάιν). Βέβαια, το σενάριο είναι ό,τι καλύτερο μπορεί κανείς να περιμένει από μια ταινία που θέλει να λειτουργήσει σαν πάρτι χωρίς τέλος, με τους πάντες να χορεύουν και να τραγουδούν ξέγνοιαστα και με το χαμόγελο διαρκώς ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους. Πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στα πλάνα χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις, όλες οι καταστάσεις δημιουργούνται με το «έτσι θέλω», ο χρόνος είναι μια έννοια που δεν μοιάζει να βρίσκεται στις προτεραιότητες των δημιουργών, ακριβώς όπως συμβαίνει με τα παραμύθια, γιατί περί αυτού εν τέλει πρόκειται. Ενα ηλιόλουστο και δροσερό παραμύθι, το οποίο παρακολουθείς για να χαλαρώσεις, τελεία και παύλα.
Βαθμολογία: 2 ½
Η ταινία προβάλλεται σε περισσότερες από 170 αίθουσες, ανοιχτές και κλειστές, σε όλη τη χώρα.
Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν
Με το «Βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» («The bookshop», Αγγλία, 2018), η ισπανίδα σκηνοθέτρια Ιζαμπέλ Κοϊξέ μας μεταφέρει στην επαρχιακή Αγγλία των τελών της δεκαετίας του 1950 και καταγράφει το χρονικό ενός πολύ ενδιαφέροντος «πολέμου». Στα αντίπαλα στρατόπεδα μια χήρα στρατιώτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η προκατάληψη μιας μερίδας των κατοίκων του χωριού στο οποίο η πρώτη αποφάσισε να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο. Φανατική αναγνώστρια η ίδια, η κυρία Γκριν νιώθει ότι επιτελεί έργο, ότι μεταφέρει στο χωριό τη σημασία του βιβλίου, ότι έτσι διευρύνει το πνεύμα ανθρώπων στους οποίους «η πραγματικότητα είναι αρκετή», όπως της λέει στην αρχή ο ψαράς του χωριού.
Η κυρία Γκριν, την οποία η Μόρτιμερ υποδύεται με συγκρατημένο πάθος, είναι μια πραγματική αγωνίστρια, με πυγμή, σθένος και αποφασιστικότητα, μόνον που ο τόπος και ο χρόνος λειτουργούν εναντίον της. Κάποιοι, όπως ο ηλικιωμένος ερημίτης (Μπιλ Νάι) που ενδιαφέρεται για κάθε τι καινούργιο στη λογοτεχνία, θα τη στηρίξουν, αν και οι περισσότεροι βρίσκονται με τη μεριά της προύχοντα στην περιοχή (Πατρίτσια Κλάρκσον) που φοβάται την επιρροή που μπορεί να ασκήσει η νεαρή βιβλιοπώλισσα στην αυλή της. Πάνω σε αυτή την ιδέα, η Κοϊξέ με όχημα το μπεστ σέλερ της Πενέλοπε Φιτζέραλντ, όπου το σενάριο βασίζεται, δημιούργησε μια ταινία που προασπίζεται τη σημασία των εννοιών και των λέξεων, μια ταινία για το μυστήριο της απόλαυσης όταν ανοίγουμε ένα βιβλίο, ακόμη και αν δεν καταλαβαίνουμε πάντα ότι τη νιώθουμε.
Βαθμολογία: 3
ΑΘΗΝΑ: ΕΚΡΑΝ – ODEON ΜΑΡΟΥΣΙ – ΣΙΝΕ ΨΥΧΙΚΟ – ΑΜΙΚΟ – ΑΝΟΙΞΗ – ODEON ESCAPE ΙΛΙΟΝ – ODEON STARCITY – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΚΤΗ – ΣΙΝΕ ΒΟΤΣΑΛΑΚΙΑ – ΟΡΦΕΑΣ ΣΑΡΩΝΙΔΑ ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΠΟΛΛΩΝ – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – ODEON ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ο 20ός μου αιώνας

Ο «20ός μου αιώνας» («Az én XX. szazadom»), η πρώτη, ασπρόμαυρη ταινία της ουγγαρέζας σκηνοθέτριας Ιλντικο Ενιέντι –η οποία απέσπασε για αυτήν τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ των Καννών του 1989 –προβάλλεται στην Ελλάδα με καθυστέρηση 29 χρόνων· αν εξαιρέσουμε την περυσινή προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που έκανε μεγάλο αφιέρωμα στη σκηνοθέτρια.
Η Ενιέντι –της οποίας η περυσινή δημιουργία «Η ψυχή και το σώμα» απέσπασε υποψηφιότητα για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας –θέλει να αφηγηθεί την ιστορία της δίνοντας έμφαση στην εικόνα και λιγότερη σημασία στον λόγο. Κατά κάποιον τρόπο το φιλμ, που συμβαδίζει με την εποχή τού μη ομιλούντος κινηματογράφου, επιδιώκει να θυμίζει βωβό σινεμά. Αρχίζει το 1880 στο Νιου Τζέρσι, όταν ο Τόμας Εντισον (Πέτερ Αντομπάι) παρουσίαζε στο κοινό τον ηλεκτρικό λαμπτήρα και παράλληλα στη Βουδαπέστη από όπου ξεκινά το χρονικό της επιβίωσης δύο δίδυμων κοριτσιών που μέσα στο καταχείμωνο πωλούν σπίρτα στον δρόμο.
Τα κορίτσια χωρίζουν και η Ενιέντι ανάμεσά τους μοιράζει με υπομονή τον χρόνο της ταινίας παρακολουθώντας την παράλληλη μα και τόσο διαφορετική πορεία τους. Αναρχική η μία, ψευδοαριστοκράτισσα η άλλη (τις υποδύεται η πολωνή ηθοποιός Ντορότα Σέγκτα). Το κινηματογραφικό ταξίδι τους γεμάτο από μικρές και μεγάλες αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα, σε ιστορικά γεγονότα, σε ταινίες και σκηνοθέτες, ακόμη και σε εμβληματικά οχήματα, όπως το Οριαν Εξπρές. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία ρευστή σαν νερό αλλά την ίδια στιγμή συμπαγής, γεμάτη φαντασία και εικόνες ποίησης, αλλά συγχρόνως απαιτητική, δύσκολη στην παρακολούθησή της. Ωστόσο, αν αφεθείς στον κόσμο της, έχει τον τρόπο να σε παρασύρει σε αυτόν.
Βαθμολογία: 3
ΑΘΗΝΑ: ΡΙΒΙΕΡΑ

Μυστικό συστατικό
Ελληνοσκοπιανή συμπαραγωγή, η αξιοπερίεργη αυτή σάτιρα, ίσως προς στιγμήν θυμίσει κάπως τη βρετανική «Του Θεού το χόρτο», με την Μπρέντα Μπλέθιν στον ρόλο της καλοκάγαθης χήρας αγρότη που για να ξεφύγει από το οικονομικό αδιέξοδό της καλλιεργεί στον κήπο της μαριχουάνα, την οποία και εμπορεύεται. Κάπως έτσι, στο «Μυστικό συστατικό» («Iscelitel», 2017), ο μηχανικός τρένων κεντρικός ήρωας της ταινίας (Μπλαγκόι Βεσελίνοφ) για να απαλύνει τον πόνο του καρκινοπαθούς πατέρα του (Αναστάς Τανόφσκι) κατασκευάζει ένα πολύ «ιδιαίτερο» κέικ, βασικό συστατικό του οποίου είναι το «χόρτο» που έχει βρεθεί ύποπτα στα χέρια του πρώτου. Ως εκ θαύματος, ο πατέρας του ξανανιώνει και καθότι ουδέν κρυφό υπό τον ήλιο, το μυστικό γίνεται γνωστό και όλοι θέλουν από λίγο.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τα αστεία παρατράγουδα που μπορούν να προκύψουν, όμως η ταινία δεν στηρίζεται στην πλάκα του θέματος και μόνον. Με εργαλείο το χιούμορ, ο σκοπιανός σκηνοθέτης Γκιόρτσε Σταβρέσκι, που έγραψε και το σενάριο, αφουγκράζεται μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα της χώρας του, μια κοινωνία όπου ο πολίτης ταπεινώνεται και οδηγείται σε λύσεις απελπισίας, θύμα του περιορισμού των φαρμάκων, της επέλασης των ιδιωτικών νοσοκομείων και τελικά της απάτης.
Βαθμολογία: 3
ΑΘΗΝΑ: ΤΡΙΑΝΟΝ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ
Επανέκδοση
Η πολυαγαπημένη και στη χώρα μας ταινία του Μάικλ Ράντφορντ «Ο ταχυδρόμος – Il postino» (Ιταλία / Αγγλία / Βέλγιο, 1994) προβάλλεται στις αθηναϊκές αίθουσες ΑΘΗΝΑΙΑ, ΔΙΟΝΥΣΙΑ, ΑΒΑΝΑ και στη ΝΑΤΑΛΙ της Θεσσαλονίκης. Το γνήσια ρομαντικό, υπέροχο αυτό φιλμ αναφέρεται στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε έναν αγράμματο ιταλό ταχυδρόμο (Μάσιμο Τροΐσι) και τον εξόριστο στη μεταπολεμική Ιταλία χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα (Φιλίπ Νουαρέ) μέσω της οποίας ο πρώτος μυήθηκε στην ποίηση και στη γνώση. Ετσι κατάφερε να εκφράσει τον έρωτά του για τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε ποτέ (Μαρία Γκράτσια Κουτσινότα). Ο Τροΐσι σε σκλαβώνει με την τρυφερότητά του, η Κουτσινότα σε μαγεύει με την ομορφιά της και το σύνολο σε αφήνει ακίνητο στο κάθισμα μόλις το φιλμ τελειώσει. Πέντε υποψηφιότητες για Οσκαρ, απέσπασε εκείνο της μουσικής (Λουίς Μπακάλοφ). Οι υπόλοιπες: ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, α’ ανδρικού ρόλου (Τροΐζι).
Βαθμολογία: 4

HeliosPlus