Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εύα Νάθενα καταπιάνεται με την αρχαία τραγωδία. Γι’ αυτό και στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που έστησαν εφέτος ο Αιμίλιος Χειλάκης με τον Μανώλη Δούνια, η έμπειρη σκηνογράφος ακολούθησε την κλασική οδό: βαθιά μελέτη, ψάξιμο, documentation, ανάμεσα στη «γοητευτική χαοτική κατάσταση» και στη «συγκίνηση της αρχαίας γλώσσας».
Προτού αναφερθεί στη συγκεκριμένη σκηνογραφία, κάνει έναν μικρό πρόλογο: «Εδώ και χρόνια έχω μια προσφιλή απασχόληση, την οποία θεωρώ εικαστική: το κέντημα. Ολη αυτή η χειροποίητη ιστορία μού δημιουργεί ένα αίσθημα, κάτι σαν κομποσκοίνι. Το ανακάλυψα στον «Κόκκινο Βράχο» του Ξενόπουλου, που έκανε η Ρούλα Πατεράκη στο Εθνικό. Ηταν ένα τεράστιο κέντημα στη σκηνή. Από τότε άρχισα να κεντάω. Κάθε φορά, μπαίνω σε μια κατάσταση κάθαρσης».
Οσο για τη σοφόκλεια τραγωδία, εξηγεί: «Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα στην «Αντιγόνη» ήταν ότι αυτό το κορίτσι λειτούργησε με την καρδιά του –όχι με το αίσθημα. Εφτιαξαν ένα ρούχο από καμβά που θα έχει στο μέρος της καρδιάς ένα κέντημα και μαζί της ο Χορός –μια αντίστοιχη, χειροποίητη καρδιά, κεντημένη στο σακάκι του.

Το σκηνικό το εμπνεύστηκα από τον σκηνογράφο Στέφανο Λαζαρίδη, ερήμην του βέβαια. Τον είχα συναντήσει μία φορά στη ζωή μου και ρούφηξα όσα μου είπε. Μια από τις μεγάλες αγάπες του ήταν το τέλειο σχήμα του κύβου. Και σαν να χρωστούσα έναν κύβο, έκανα αυτό το σκηνικό. Δεν έχει καμία σχέση με τους κύβους τους δικούς του, είναι ο δικός μου. Φτιαγμένος από μάρμαρο, σαν έτοιμος να σκαλιστεί, με ένα ημιτελές πόδι Κούρου. Ξέροντας ότι θα παιχθεί και στη Μεσσήνη, έναν τόπο στον οποίο έχω ξεναγηθεί από τον Πέτρο Θέμελη και έχω μαγευτεί, θέλησα αυτό το κομμάτι μάρμαρο να δείχνει σαν να ήταν πάντα εκεί. Σαν να μην είναι σκηνικό –άλλωστε κανένα άλλο σκηνικό στοιχείο δεν έχει η παράσταση, ήμουν απόλυτη σε αυτό».
Γεννημένη στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, η Εύα Νάθενα έφυγε από το νησί στα 18, όταν μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ηθελε να γίνει ζωγράφος. «Ούτε είχα υποψιαστεί τι δρόμο τελικά θα έπαιρνα. Είχα όμως τρομερή αγάπη στο θέατρο. Είχα δει λίγο θέατρο, τα καλοκαίρια της εφηβείας μου, στην Κρήτη, στον Μουσικό Αύγουστο του Χατζιδάκι. Τότε ήμουν στη Χορωδία του Ηρακλείου που είχε ιδρύσει ο Χατζιδάκις και έκανα κλασικό τραγούδι. Τελικά γύρισα στην παλιά μου αγάπη που ήταν η ζωγραφική. Στην ΑΣΚΤ, όταν έπρεπε να διαλέξουμε κατεύθυνση, στράφηκα στη σκηνογραφία. Δάσκαλός μου ήταν ο Γιώργος Ζιάκας.

Σκέφτομαι ότι πολλές φορές οι μεγάλοι και διακαείς πόθοι μας γίνονται η τύχη μας. Είχα τρομερή όρεξη να εξερευνήσω όλο αυτό που ανοιγόταν μπροστά μου κι έλεγα στον Ζιάκα να μας πάει θέατρο για να το καταλάβουμε. Τότε, ένα παιδί που σπούδαζε στη σχολή Σταυράκου, του οποίου ο πατέρας ήταν φίλος του δικού μου, με πήρε τηλέφωνο για να μου προτείνει να κάνουμε μαζί μια ταινία… Κι έτσι εγώ αντί να δείξω μακέτα στο τρίτο έτος, έδειξα ταινία. Εκείνος ήταν μαθητής του Γιάννη Σμαραγδή, τότε ο Σμαραγδής θα έκανε τον «Καβάφη» και η μία συγκυρία έφερε την άλλη». Δούλεψε με τον Δαμιανό Ζαρίφη. Ενδιαμέσως γνώρισε τον Διονύση Φωτόπουλο, πήγε στο ατελιέ του και για χρόνια έκανε τις μακέτες του. «Γιατί η ανάγκη μου είναι να βρίσκομαι εκεί, στις πρόβες. Αυτό θέλω».

«Νόμιζα ότι αγαπούσα πολύ το σκηνικό και όταν με έλεγαν ενδυματολόγο θιγόμουν. Τελικά κατάλαβα ότι δεν έχω στεγανά –πολλές φορές ξεκινάω από ένα κοστούμι και εμπνέομαι για το σκηνικό, ή το ανάποδο. Αλλά βλέπω το κοστούμι σαν αρχιτεκτόνημα. Πάντα η φόρμα με ενδιαφέρει».
Στις επιλογές της τώρα πια όλα μπερδεύονται –έργο, συνεργάτες. «Εχει τεράστια σημασία με ποιους κάνεις τι» λέει, αλλά πιστεύει ότι το κείμενο έχει τη δική του δύναμη. «Υπάρχει το λεγόμενο παράλληλο σενάριο, το όραμα του σκηνοθέτη. Και σ’ αυτό το όραμα μπαίνεις στη διαδικασία να το υπηρετήσεις, να το ανθίσεις, να το προεκτείνεις αλλά και να το ανατρέψεις. Εχω ευτυχήσει με τον Δημήτρη Λιγνάδη, που είναι μια σταθερά στη ζωή μου, να του ανατρέπω πράγματα κι εκείνος να αρπάζει και να πολλαπλασιάζει τελικά τις ιδέες μου. Εχω βρεθεί και με σκηνοθέτες που υπηρετώ το όραμά τους και μόνον, δύσκολο και γοητευτικό. Πάντα υπάρχει χώρος να βάζεις τον εαυτό σου μέσα. Οχι, δεν επιδιώκω να φαίνεται το σκηνικό μου. Θέλω όμως να «γράφει», να είναι «κάτι», να είναι λειτουργικό, να μην περισσεύει. Από τις δουλειές μου ξεχωρίζω ένα σκηνικό από πλέξιγκλας, γυάλινο, για το «Παίζοντας με τη Φωτιά» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, κι ένα μαρμάρινο στη «Λούλου» του Βέντεκιντ, του Γιώργου Μιχαηλίδη».
Χρωστάει πολλά στον Διονύση Φωτόπουλο για την παιδεία της, «αλλά και το ότι αρκετά νωρίς μου είπε «από εδώ και πέρα προχώρα μόνη σου, είσαι έτοιμη, μπορείς». Το ίδιο κάνω κι εγώ στους νεότερους, στους βοηθούς μου. Ο καλός θα φανεί, θα ξεχωρίσει. Και στο τσιμέντο θα ανθίσει. Κι αν δεν σου δοθεί η ευκαιρία, θα τη βρεις, θα τη δημιουργήσεις».
Αν υπάρχει ιδανικό σκηνικό; «Ενα installation, ένα εικαστικό τοπίο που επρόκειτο να παρουσιάσω στο Φεστιβάλ αλλά δεν πρόλαβα γιατί απομακρύνθηκε ο Γιώργος Λούκος. Μια δουλειά που προέκυψε από όλα όσα μου έχουν περισσέψει. Σαν μια εικαστική πομπή με τις φιγούρες, τους ανθρώπους, όπως λέω, που περίσσεψαν, που δεν τους ζήτησε ποτέ κανένας σκηνοθέτης, που δεν μπήκαν ποτέ σε καμιά παράσταση. Ενας ολόκληρος κόσμος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ