«Τα βιβλία είναι το παρελθόν, είναι το παρόν, είναι το μέλλον μας! Είναι καθρέφτες άλλων ζωών, που όμως μιλούν επίσης για τις δικές μας ζωές. Ανοίγουν πόρτες προς τον κόσμο. Τα βιβλία είναι επικίνδυνα, σε ωθούν να σκεφθείς, να αναρωτηθείς, να ωριμάσεις. Δεν είναι αθώα. Και μας αφορούν όλους. Δεν αντιμετωπίζω τα βιβλία ως καταφύγια των μαργαριταριών αυτού του κόσμου». Η ισπανίδα σκηνοθέτρια Ιζαμπέλ Κοϊξέ μιλάει για τα βιβλία με ανυπέρβλητο πάθος. Και δείχνει ευτυχής ενώ κάθεται χαλαρά ανάμεσα σε ένα μικρό γκρουπ δημοσιογράφων σε μια σάλα του ξενοδοχείου «Regent» στο Βερολίνο. Δικαίως. Γιατί η τελευταία ταινία της, «Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» («The Bookshop»), η οποία ασχολείται με τα βιβλία, έχει μόλις κάνει επιτυχημένη πρεμιέρα στο φεστιβάλ της γερμανικής πόλης, έχει αρέσει σε κοινό και κριτικούς και έχει επίσης αποσπάσει τρία βραβεία στα εφετινά Goya (τα σημαντικότερα κινηματογραφικά βραβεία της Ισπανίας): καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου.

Γυναίκα-μαχήτρια

Η ταινία της Κοϊξέ, που θα αρχίσει να προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη και στην Ελλάδα, αφηγείται την ιστορία μιας σχετικά νέας αλλά αποφασιστικής Βρετανίδας (Εμιλι Μόρτιμερ), χήρας στρατιώτη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία αποφασίζει να κάνει το πιο τολμηρό βήμα της ζωής της ανοίγοντας βιβλιοπωλείο σε μια παραλιακή πόλη της Αγγλίας, εκεί όπου το διάβασμα είναι σχεδόν άγνωστη λέξη.
Η απόφασή της έχει συνέπειες για πολλούς και διάφορους λόγους. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και η επαρχιακή Αγγλία δεν είναι ακόμη έτοιμη να δεχθεί αιρετικά βιβλία-αριστουργήματα της εποχής, όπως η «Λολίτα» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ ή το «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι. Κατά μια έννοια η κυρία Γκριν προετοιμάζει το έδαφος της αφύπνισης για τη συντηρητική αυτή πόλη.
Η Κοϊξέ, διακεκριμένη, 58χρονη σκηνοθέτρια ταινιών υψηλής ευαισθησίας όπως η «Μυστική ζωή των λέξεων», «Ζωή χωρίς εμένα». «Ελεγεία» και «Μαθήματα οδήγησης», ενθουσιάστηκε όταν διάβασε το μπεστ σέλερ της Πενέλοπε Φιτζέραλντ στο οποίο στηρίζεται το σενάριό της. «Αυτή η φράση, «κανείς δεν νιώθει μόνος ανάμεσα στα βιβλία», λέει τόσα πολλά για μένα, νομίζω από εκεί ξεκίνησα να κάνω την ταινία». Η σκηνοθέτρια θαυμάζει γυναίκες σαν την κυρία Γκριν, γυναίκες από τις οποίες, μέσα από την απλότητα και την οικειότητά τους, πηγάζει ένας αξιοθαύμαστος ηρωισμός. «Είναι μια μαχήτρια και οι σελίδες των βιβλίων είναι το όπλο της. Γιατί όπως λέει η Φιτζέραλντ «ένα καλό βιβλίο είναι το νόημα της ζωής για κάθε άνθρωπο, πολύτιμο και αγαπημένο, με στόχο τη ζωή κι ακόμα παραπέρα. Και ως τέτοιο είναι οπωσδήποτε ένα απαραίτητο αγαθό». Γιατί τελικά ανάγνωση σημαίνει ελπίδα».
Μαχήτρια έχει υπάρξει και η ίδια η Ιζαμπέλ Κοϊξέ. Γεννημένη το 1960 στη Σαντ Αντριά ντε Μπεσός της Βαρκελώνης, δεν τα βρήκε εύκολα μπροστά της όταν αποφάσισε να χαράξει πορεία στον κινηματογράφο. Το ανδροκρατούμενο περιβάλλον της ισπανικής κινηματογραφίας την ανάγκασε να φύγει για το εξωτερικό και, πράγματι, την πρώτη της ταινία τη γύρισε στο Πόρτλαντ του Ορεγκον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα ωστόσο, ενώ ο όρος φεμινίστρια της αρέσει, τον χρησιμοποιεί με μεγάλη προσοχή. «Οι γυναίκες κατηγορούν τον εαυτό τους για καθετί που θεωρούν λάθος, κάτι που οι άντρες δεν κάνουν ποτέ» είπε. «Εμείς οι γυναίκες πρέπει να σταματήσουμε να ρίχνουμε όλο το φταίξιμο πάνω μας, να κατηγορούμε τους εαυτούς μας για τα όσα δεν έχουμε. Πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε για τα όσα δικαιούμαστε –είτε είναι χρήματα είτε δουλειά είτε οτιδήποτε».

Η Αγγλία των 50s

Θαυμάστρια της αγγλικής περιόδου στην οποία τοποθετείται η ιστορία της ταινίας της, η Κοϊξέ λατρεύει και συλλέγει βιβλία που αναφέρονται σε εκείνη την εποχή και μπορεί να μιλήσει με άνεση για κάθε ταινία του Αλεξάντερ Μακ Κέντρικ ή του Μάικλ Πάουελ, βρετανών σκηνοθετών που διέπρεψαν στα 50s. Κάποτε ήταν ερωτευμένη με τον Αλεκ Γκίνες. Με τον διευθυντή φωτογραφίας της, τον Ζαν-Κλοντ Λαριού, παρακολούθησαν τουλάχιστον 10 φορές την ταινία «Blinders sisters». «Ναι, ήθελα να περάσω στην ταινία μου τα πράσινα και τα μαύρα και τα κόκκινα, αυτό το έντονο μελοδραματικό χρώμα που συναντούσαμε στο σινεμά εκείνης της περιόδου».
Ενα μεγάλο κομμάτι της ταινίας αφορά τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ και την προσπάθεια της Εμιλι να πουλήσει το απαγορευμένο μυθιστόρημα στη μικρή κοινότητα του χωριού. Η επίθεση που δέχεται από τη συντηρητική κοινωνία του χωριού –με σημαιοφόρο την πλούσια κυρία της περιοχής που υποδύεται η θαυμάσια Πατρίτσια Κλάρκσον –κλιμακώνει τη δραματουργία της ιστορίας αλλά συγχρόνως επισημαίνει και πάλι τη γενναιότητα της κυρίας Γκριν: «Διάβασα τη «Λολίτα» με λεξικό όταν ήμουν 16 χρονών» είπε η Κοϊξέ. «Για μένα ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο. Ισως να ήμουν αφελής και ίσως να παραμένω. Πάντως για μένα ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα αριστούργημα που δεν θα παλιώσει ποτέ. Αν ο Ναμπόκοφ κατάφερε να γράψει αυτό το μυθιστόρημα ενώ μάθαινε αγγλικά σε ηλικία 23 ετών, τότε εγώ μπορώ να γυρίσω το «Βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν»».

Οχι στα μηνύματα

Αλλά τι μπορεί να πει στον σημερινό κόσμο μια ταινία για ένα βιβλιοπωλείο. «Απεχθάνομαι τα έργα με μηνύματα, τους στομφώδεις λόγους, την καθοδήγηση για το σωστό και το λάθος. Κάποιοι το χειρίζονται καλά –ο Κεν Λόουτς για παράδειγμα -, εγώ όμως δεν μπορώ. Για μένα το «Βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» είναι μια ταινία για την μπαναλιτέ του Κακού αλλά και για το πόσο δύσκολα μπορεί κανείς να είναι αυτό που λέμε «καλός άνθρωπος». Kαι πραγματικά πιστεύω ότι σήμερα μια ταινία για βιβλία είναι απαραίτητη όσο και τα ίδια τα βιβλία». Η Κοϊξέ ξέρει πως «η αφέλεια μπορεί να γίνει επικίνδυνη». Ξέρει όμως επίσης ότι έκανε μια ταινία για την ελπίδα και την προσπάθεια και για τα εμπόδια που έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο αυτές έννοιες για να επικρατήσουν. «Ο σπόρος που φυτεύει αυτή η γυναίκα στη μίζερη κοινωνία που την «κλωτσά» θα πιάσει. Και κάποια στιγμή άνθη θα φυτρώσουν μέσα στα παράσιτα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ