«Ο Μυταράς ήταν γεννημένος εξπρεσιονιστής με κλασική πειθαρχία. Ενας μπαρόκ καλλιτέχνης που ήθελε να υποτάξει την υπερβολή του χαρακτήρα του». Με αυτά τα λόγια περιγράφει τον έλληνα ζωγράφο, που έφυγε από τη ζωή το 2017, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μεγάλη θαυμάστρια και επιστήθια φίλη του από τα χρόνια της κοινής τους πορείας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα λόγια με τα οποία μιλάει για εκείνον η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης αλλά και ο τρόπος που κοιτάζει τα έργα του στην έκθεση «Από το σύγχρονο στο διαχρονικό» δείχνουν τη βαθιά εκτίμηση που έτρεφαν για τη δουλειά του πρωτίστως οι ομότεχνοί του αλλά και το κοινό.
Στα εγκαίνια της έκθεσης-αφιερώματος, που παρουσιάζεται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο, κλήθηκε να μας χαρίσει ιστορίες από την κοινή τους ζωή η σύζυγος και επίσης ζωγράφος Χαρίκλεια. Οσο γοητευτικές και αν είναι όμως οι άγνωστες πτυχές ενός καλλιτέχνη στην περίπτωση του Μυταρά, το έργο σε καθηλώνει τόσο που σταματάς να ακούς και χάνεσαι ανάμεσα σε σχέδια και χρώματα.
Με οδηγό τη ζωγραφική
Δεινός σχεδιαστής και όχι τόσο κολορίστας ο Μυταράς από την ηλικία των 15 χρόνων σχεδιάζει παντού και πάντα. Από χαρτοπετσέτες, τετράδια μέχρι και στους φακέλους των γραμμάτων που του έστελνε η Χαρίκλεια. Πρώιμα έργα που δείχνουν όμως τη μαεστρία του καλλιτέχνη να αποτυπώσει όχι μόνο τον χώρο αλλά και τον χαρακτήρα του κάθε θέματος. Ενας ζωγράφος που γνώρισε διεθνή καταξίωση, που ξεπέρασε τα στεγανά, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει το εξπρεσιονιστικό του ιδίωμα. Ενας σπουδαίος καθηγητής, ένας σεμνός άνθρωπος, ένας πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, ένας διανοούμενος που «καταδικάστηκε» με τη χειρότερη των ποινών, να μείνει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο σκοτάδι. Από το 2008 ο Μυταράς είχε χάσει την όρασή του και τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε απομονωμένος στο σπίτι, με τη σύζυγό του και επίσης ζωγράφο Χαρίκλεια πάντα στο πλευρό του.
Βλέποντας κανείς τα πρώτα δείγματα δουλειάς του, στα μικρά έργα από τον στρατό αλλά και τους καθρέφτες, καταλαβαίνει γιατί ο ίδιος θεωρούσε ότι η ζωγραφική τον οδηγεί και όχι εκείνος τη ζωγραφική. Σαν να ακουμπούσε το πινέλο πάνω στον καμβά και ακολουθούσε την έμπνευση πολλές φορές χωρίς να έχει αποφασίσει τον προορισμό. «Ολα είναι παράδοξα στον Μυταρά. Ποίηση και βία, λυρισμός και τραχύτητα, πληθωρικότητα και εγκράτεια συνυπάρχουν μέσα σε ένα έργο σύνθετο και περίπλοκο, που εξελίσσεται επί σχεδόν εξήντα χρόνια μαζί με τον δημιουργό του» λέει στο «Βήμα» η Μαρία Κουτσομάλλη, ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια της έκθεσης «Από το σύγχρονο στο διαχρονικό». Και συμπληρώνει:
Ειρωνεία της πραγματικότητας
«Υπήρξε ίσως ο πιο γνωστός ζωγράφος στην Ελλάδα όσο ήταν ήδη εν ζωή, αλλά μόνο για ένα ελάχιστο μέρος του έργου του. Αν και αρνιόταν πάντα να σχολιάσει την πολιτική ζωή της χώρας του, έγινε, με μοναδικό όπλο τη ζωγραφική του, ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Απαράμιλλος σχεδιαστής, δεν επαναπαύθηκε ποτέ μόνο σε αυτό το ταλέντο του, ενώ δεν δίστασε να εισαγάγει τη φωτογραφία και την τεχνική του στένσιλ στη μέθοδο της δουλειάς του. Επιδεικνύοντας την ίδια ευχέρεια στα πορτρέτα των επωνύμων και στις συνθέσεις που προέκυπταν αποκλειστικά από τη φαντασία του, αρνήθηκε να περιοριστεί σε ένα μόνο είδος παραστατικότητας. Γοητευμένος από τον κόσμο του θεάτρου, τον συναναστράφηκε με περισσή χαρά, αφού ήξερε ότι τον περίμενε πάντα η απομόνωση του ατελιέ του. Πίσω από την ειρωνεία, το μαύρο χιούμορ, κρύβεται στην πραγματικότητα μια έντονη ευαισθησία, ένας βαθύς ουμανισμός, που δεν έπαψε ποτέ να εξεγείρεται κατά των χειρότερων στοιχείων του ανθρώπου. Ολα αυτά τα παράδοξα, όλες αυτές οι αντιφάσεις, μας δείχνουν, παρ’ όλα αυτά, πόσο ολοκληρωμένος υπήρξε ο Μυταράς, τόσο στις καλλιτεχνικές επιλογές του όσο και στην προσωπική διαδρομή του».
Μόχθος επάνω στο καβαλέτο
Σχέδια, μορφές, σκληρά σκοτεινά έργα στη δικτατορία, αγριεμένα σκυλιά, φωτεινές προσωπογραφίες, όλα στοιχεία του ίδιου ιδιοφυούς ζωγράφου που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό μόνο για ένα μέρος της δημιουργίας του. Η αναγνωρισιμότητα δεν τον ενόχλησε ποτέ ούτε η εμπορική αξία των προσωπογραφιών που συνεχώς μεγάλωνε. Αλλωστε εκείνος δεν ξέχασε ποτέ τη λαϊκή καταγωγή του, τον κουρέα πατέρα του ούτε τους ανθρώπους του μόχθου που συχνά απεικόνιζε στα έργα του.

«O Μυταράς είχε μια διαρκή αυτοπειθαρχία που ήθελε να την υποτάξει. Αυτό χαρακτηρίζει το έργο του. Πολύ συχνά στις δημιουργίες του, ιδιαίτερα σε αυτές που εμπνέονται από αρχαίες στήλες, βάζει ένα πλαίσιο και προσπαθεί μέσα σε αυτό να χωρέσει ένα σχέδιο που θέλει να διαρρήξει τα όριά του. Αυτό δίνει έναν δραματικό χαρακτήρα στα έργα του. Υπάρχει διαρκώς αυτή η αντινομία. Ενας χαρακτήρας που τείνει προς το μπαρόκ και μια εσωτερική ανάγκη να αυτοπεριοριστεί» μου εξηγεί η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα και προσθέτει: «Ο καθηγητής μου ο Πρεβελάκης μού έλεγε: «Βγάλε από τον χώρο που ανήκει έναν δημιουργό και πρόσεξε να δεις αν ο χώρος πτωχαίνει». Για παράδειγμα, αν βγάλεις από τα Γράμματά μας τον Καζαντζάκη γίνονται αμέσως επαρχιακά. Με τον Μυταρά θα έλεγα ότι πραγματικά πλουτίζει την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και έχει δημιουργήσει ένα ύφος και μια τεχνοτροπία που δεν ταιριάζει με κανενός άλλου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ