Benedict Anderson
Ζωή πέρα από σύνορα. Μια αυτοβιογραφία
Μετάφραση Εφη Καλλιφατίδη – Ζωή Σιαπαντά
Εκδόσεις Ροπή 2018
σελ. 172, τιμή 12,72 ευρώ
Αν δώσει κανείς πίστη στον ίδιο τον Μπένεντικτ Αντερσον (1936-2015), σημαντικό πολιτικό επιστήμονα που άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη του εθνικισμού με τις «Φαντασιακές κοινότητες», τα βασικά θέματα της αυτοβιογραφίας του είναι δύο: «Το πρώτο είναι η σπουδαιότητα της μετάφρασης τόσο για τα άτομα όσο και για τις κοινωνίες. Το δεύτερο είναι ο κίνδυνος του υπεροπτικού επαρχιωτισμού ή του να ξεχάσεις ότι ο σοβαρός εθνικισμός συνδέεται με τον διεθνισμό». Ωστόσο, η «Ζωή πέρα από σύνορα» αποδεικνύεται πολύ πιο πλούσια από έναν τέτοιο αυστηρά εστιασμένο και μάλλον μετριόφρονα ορισμό. Μέσα σε μόλις 172 σελίδες ο Αντερσον κατορθώνει να πραγματευθεί μια ιδιαίτερα εκτεταμένη προβληματική: ζητήματα προσωπικής και εθνικής ταυτότητας, αλληλεπίδρασης επιστήμης και πολιτικής ισχύος, έρευνας πεδίου και διεπιστημονικότητας, μεταβολών του ακαδημαϊκού οργανωτικού παραδείγματος, προσέγγισης της ανθρώπινης ετερότητας. Προκύπτει έτσι ένας ελκυστικός συνδυασμός: μια αυτοπροσωπογραφία ενός πανεπιστημιακού μέσα στην εποχή και στον γεωγραφικό χώρο δράσης του και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση της καίριας σημασίας της αδιάκοπης ροής ανθρώπων και ιδεών στον νεωτερικό κόσμο.

Τα νεανικά χρόνια

Η καταγωγή και η περιπλάνηση αποτελούν την εισαγωγική θεματική του Μπένεντικτ Αντερσον. Γεννημένος στο Κουνμίνγκ της Κίνας, γιος ιρλανδού μεσαίου διοικητικού στελέχους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που εργαζόταν στην Κινεζική Υπηρεσία Ναυτιλιακών Δασμών και της αγγλίδας κόρης τού υποδιευθυντή της Σκότλαντ Γιαρντ, ζει σε τρεις χώρες προτού καν κλείσει τα δέκα του χρόνια, ακολουθώντας τη διαδρομή της οικογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια στην Ιρλανδία. Μαζί με τον αδελφό του, τον γνωστό ιστορικό Πέρι Αντερσον, φοιτούν κατόπιν εξετάσεων στο Ιτον, εν συνεχεία στο Κέιμπριτζ και στην Οξφόρδη αντίστοιχα. Από νωρίς ο Αντερσον βιώνει την εμπειρία της διαφορετικότητας («στην Καλιφόρνια με κορόιδευαν για την αγγλική προφορά μου, στο Γουότερφορντ για τους αμερικανικούς ιδιωματισμούς και στην Αγγλία για τους ιρλανδισμούς μου») που τον προετοιμάζει για μια «κοσμοπολίτικη και συγκριτική στάση απέναντι στη ζωή». Η ατμόσφαιρα της αποικιοκρατίας (πόλεμος του Βιετνάμ, σφαγές στην Ινδονησία) και η αίσθηση της ταύτισης με τον ιρλανδό πατέρα του τον κάνουν να επιλέξει την ιρλανδική υπηκοότητα. Πρόκειται για τις απαρχές της διαμόρφωσης μιας αριστερής, δημοκρατικής συνείδησης: ο νεαρός που προηγουμένως σπανίως προβληματιζόταν για την ταυτότητά του (ως έννοια «συσχετιζόταν περισσότερο με τα μαθηματικά ή με την ιατροδικαστική») φτάνει να απεχθάνεται την υποχρεωτική ανάκρουση του εθνικού ύμνου έπειτα από κάθε προβολή ταινίας στον κινηματογράφο («με το αίμα μου να βράζει από το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» ήταν σωστό μαρτύριο να υφίσταμαι αυτές τις απολυταρχικές μοναρχικές ανοησίες») και ορμά προς την έξοδο «πάνω που ξεκινούσε ο εθνικός ύμνος, ενώ πολλοί οργισμένοι πατριώτες ήταν έτοιμοι να με αρπάξουν ή να με χτυπήσουν καθώς έβγαινα».

Το πανεπιστήμιο

Μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας από πολύ νωρίς, σε ηλικία 21 μόλις ετών, όταν κατέλαβε την πρώτη του θέση στο Τμήμα Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Κορνέλ (στο οποίο τελικά θα συμπλήρωνε πενήντα και πλέον χρόνια διδασκαλίας), ο Αντερσον είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να επισημάνει τις κατακλυσμιαίες αλλαγές στο δυτικό ακαδημαϊκό σύστημα εκπαίδευσης. Υπογραμμίζει έτσι το γεγονός ότι η δική του γενιά είναι αφενός η τελευταία που επωφελείται από ένα κατά βάση συντηρητικό σχολικό πρόγραμμα, το οποίο όμως έφερνε σε επαφή τους μαθητές με την ανθρωπιστική παιδεία, αφετέρου η πρώτη που βιώνει τη στροφή, ιδιαίτερα στα αμερικανικά πανεπιστήμια, προς τη «θεωρία» και την τάση των εκάστοτε κλάδων να περιχαρακώσουν τα όριά τους διαμορφώνοντας διακριτά επιστημονικά ιδιώματα. Παράλληλα, σημειώνει την επαγγελματική αναδιοργάνωση των πανεπιστημίων ως συνέπεια του εκδημοκρατισμού της ανώτατης εκπαίδευσης εξαιτίας του «G.I. Bill» (της νομικής ρύθμισης που επέτρεψε στους αμερικανούς στρατιώτες που επέστρεφαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να σπουδάσουν με ευνοϊκούς όρους), διαδικασία ταυτόχρονη με εκείνη της ανάδειξης της επιστήμης σε θεραπαινίδα της αμερικανικής ισχύος: «Υπήρξε μια σημαντική μετατόπιση στους στόχους των μελετών, η οποία αντανακλούσε τις προτεραιότητες του κράτους των ΗΠΑ. Η Πολιτική Επιστήμη έγινε εξαιρετικά σημαντική και ακολουθούσαν τα Οικονομικά, η Ανθρωπολογία (η Ουάσιγκτον ενδιαφερόταν για τις εξεγέρσεις των φυλών και των μειονοτήτων) και η σύγχρονη Ιστορία».
Η δική του συμβολή στην πολιτική επιστήμη γίνεται διά μέσου της μελέτης των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας –και εδώ ίσως αγγίζουμε και το πιο σημαντικό τμήμα του βιβλίου του Αντερσον. Εχοντας ζήσει για πολλά χρόνια στην Ινδονησία, στην Ταϊλάνδη και στις Φιλιππίνες, γνωρίζοντας πλήθος γλωσσών της περιοχής, όχι μόνο δίνει εξαιρετικές λεπτομέρειες των κοινωνιών τους (από ενδυματολογικές συμπεριφορές ως ταξικά φορτισμένους τρόπους ομιλίας), καθιστώντας τες πιο οικείες στον ευρωπαίο αναγνώστη, αλλά φωτίζει τόσο τις πολιτισμικές ανταλλαγές όσο και την εμπειρία της μη δυτικής νεωτερικότητας. Εννοιες, τρόποι, ιδέες εισάγονται από τη Δύση και προσαρμόζονται, αναδιατάσσονται, ανασυνδυάζονται με τα δεδομένα του τοπικού πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου απολήγοντας σε υβριδικές μορφές. Η ροή της γνώσης και της πληροφορίας ωστόσο είναι αμφίδρομη: «Κάποιοι Γάλλοι μάθαιναν από Αμερικανούς και Βέλγους, κάποιοι Κινέζοι από Φιλιππινέζους και Ιάπωνες, κάποιοι Ιταλοί από Ισπανούς και Ρώσους, κάποιοι Φιλιππινέζοι από Γερμανούς και Κουβανούς. Και πάει λέγοντας», τονίζει ο συγγραφέας σε ένα χωρίο του για την παγκόσμια εξάπλωση του αναρχισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Ηταν αυτή ακριβώς η εξωτερική οπτική γωνία που βοήθησε τον Αντερσον να δώσει το 1983 μια «λοξή» ματιά στις ως τότε ευρωκεντρικές κατά κανόνα εξηγήσεις του εθνικισμού με τις «Φαντασιακές κοινότητες», ενσωματώνοντας στη συζήτηση και στο συγκριτικό πεδίο τους «κρεολούς πρωτοπόρους» των επαναστάσεων της Νότιας Αμερικής, ιάπωνες διανοουμένους του 19ου αιώνα και τη διάδοση της περί έθνους ιδεολογίας στην Μπατάβια των αρχών του 20ού αιώνα.
Πολύτιμη για τον ιστορικό και τον πολιτικό επιστήμονα, η αυτοβιογραφία του Μπένεντικτ Αντερσον είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα προσπελάσιμη για τον μέσο αναγνώστη. Από το πώς συνελήφθη ο ίδιος κάποτε από την ισπανική πολιτοφυλακή γιατί δεν φορούσε το ολόσωμο μαγιό που απαιτούσε η φρανκική δικτατορία ως το πώς τα μεγαλύτερα αδέλφια στην Ινδονησία της δεκαετίας του ’60 χρησιμοποιούσαν προσεκτικά μικρότερα, «πιο κοντά στην ηλικία του μπουσουλήματος παρά του τρεξίματος», ως κινητά δοκάρια σε αγώνες ποδοσφαίρου, το βιβλίο είναι γεμάτο από χιουμοριστικές αναφορές και λεπτομέρειες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα. Ικανότατος δάσκαλος, ο Αντερσον τις χειρίζεται διττά: για να τέρψει και ταυτόχρονα να τονίσει ξανά ένα βασικό αίτημα για τον επιστήμονα –τη σημασία της παρατήρησης στην ερμηνεία των ανθρώπινων κοινωνιών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ