Paul Celan
Καμπή πνοής
Μετάφραση Μιχάλης Καρδαμίτσης
Εκδόσεις Κίχλη, 2018
σελ. 251, τιμή 15,50 ευρώ
Ο Πάουλ Τσέλαν (1920-1970) ανήκει στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα αλλά και στους πλέον δυσκολομετάφραστους, ενώ δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν πως είναι σχεδόν αδύνατον να μεταφραστεί. Ο Τζορτζ Στάινερ, που θαυμάζει την ποίησή του, στο μνημειώδες έργο του Μετά τη Βαβέλ για τη μετάφραση, υποστηρίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως ο Τσέλαν στη γλώσσα του πρωτοτύπου (τα γερμανικά) μεταφράζει τον εαυτό του. Οσον αφορά τα καθ’ ημάς, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι είναι από τους πιο μεταφρασμένους ποιητές στη γλώσσα μας. Κι αν εξαιρέσει κανείς τη Φούγκα θανάτου, ένα από τα διασημότερα ποιήματα του 20ού αιώνα, οι δυσκολίες που παρουσιάζει η ποίηση του Τσέλαν, ο οποίος είχε μια τραγική ζωή, είναι σχεδόν ανυπέρβλητες, όπως αντίστοιχα και οι μεταφραστικές προκλήσεις.
Με τις προκλήσεις αυτές θέλησε να αναμετρηθεί ο Μιχάλης Καρδαμίτσης μεταφράζοντας τη δυσκολότερη αλλά και αντιπροσωπευτικότερη Καμπή πνοής του Τσέλαν, ο πρώτος κύκλος της οποίας με τίτλο Κρύσταλλος πνοής κυκλοφόρησε το 1965. Πληροφορήθηκα ότι ο μεταφραστής (η μετάφρασή του είναι αξιοθαύμαστη) πάλευε επί δέκα χρόνια να μεταφέρει στα ελληνικά αυτά τα ποιήματα. Και επέλεξε σε αυτή τη δίγλωσση έκδοση, εκτός από τα χαρακτικά που φιλοτέχνησε η σύζυγος του ποιητή Gisele Celan-Lestrange, να μην προσθέσει τίποτε άλλο, αφήνοντας τα ποιήματα να μιλήσουν από μόνα τους.
Είναι μια άποψη, αλλά δεν ξέρω αν είναι σωστή, ειδικά όταν πρόκειται για έναν ποιητή σαν τον Τσέλαν, το έργο του οποίου διαψεύδει, με τον τρόπο του, τον αφορισμό του Αντόρνο «όχι ποίηση μετά το Αουσβιτς». Για έναν ποιητή εβραϊκής καταγωγής, που γεννήθηκε στη Ρουμανία κι οι δύο γονείς του πέθαναν σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης (ο πατέρας του από τύφο, η μητέρα του εκτελέστηκε), τα βιογραφικά και άλλα στοιχεία έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ο Τσέλαν, μολονότι πολύγλωσσος, έγραψε όλη του την ποίηση στα γερμανικά, στη γλώσσα εκείνων που εξολόθρευσαν τους γονείς του, δημιουργώντας μια νέα γλώσσα, μια μετα-γλώσσα κατά κάποιον τρόπο, όπου καταργείται το νόημα με τη συμβατική του έννοια.
Ο αναγνώστης που είναι κάπως εξοικειωμένος με την ποίηση του Τσέλαν δεν θα δυσκολευτεί να ανακαλύψει τις μνήμες του Ολοκαυτώματος που στοίχειωσαν τη ζωή του, μνήμες που σφραγίζουν ακόμη και εικόνες της μεταπολεμικής εποχής. Αυτό είναι σχετικά εύκολο αν έχει διαβάσει πιο μπροστά τον μελωδικό θρήνο –αλλά σε ανατριχιαστικά ψυχρή γλώσσα –της Φούγκας θανάτου, όπου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης οι εβραίοι κρατούμενοι αναγκάζονται από τους δήμιους τους να τραγουδήσουν μπροστά στους τάφους τους πριν τους εκτελέσουν, σκηνή που τη μεταφέρει συγκλονιστικά ο ποιητής στους παρακάτω στίχους: «Ενας άντρας κατοικεί μες στο σπίτι με τα φίδια που παίζει που γράφει / Γράφει σαν σκοτεινιάσει στη Γερμανία τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα / Γράφει και προβαίνει μπρος απ’ το σπίτι κι αστράφτουν τ’ αστέρια / Σφυρίζει να ‘ρθουν τα σκυλιά του / Σφυρίζει να βγουν οι Εβραίοι του και βάζει να σκάψουν στη γης έναν τάφο / Μας προστάζει τώρα παίξτε για χορό» (μετάφραση Δημ. Στ. Δήμου).
Τέτοιες εικόνες έχουμε κι εδώ, όπως λ.χ. στο σπαρακτικό ποίημα Μητέρα, μητέρα της σελ. 217: «Μητέρα, μητέρα // Απ’ τον αέρα σε ξεσέρνουν, / απ’ τη γη σε ξεσέρνουν // Πάνω- / κάτω / σε τραβολογάνε // Μπρος στα μαχαίρια / προγράφοντας σε στήνουν / κομψοπρεπείς, αριστεροί Νιμπελούνγκεν…». Αλλού όμως η γλώσσα είναι τόσο κρυπτική, το ιδιόλεκτο τέτοιο και το παιχνίδι με τη συναισθησία τόσο δαιμονικό, που ο αναγνώστης μένει άφωνος. Οπου «Η βολίδα της αυγής, επίχρυση / σου καρφώνεται στη / φτέρνα…», όπου «Με κατάρτια τραγουδισμένα προς τη γη / αρμενίζουν τα ουράνια ναυάγια», όπου η «ερημοσύνη» είναι «φαιόμαυρη» κι όπου «Μες στο άρμα των δρακόντων, από / το λευκό περνώντας κυπαρίσσι, / μες απ’ την πλημμύρα / σε πηγαίναν».

Ενα δυσοίωνο σύμπαν

Η φοβερή πύκνωση του λόγου, αυτό το δυσοίωνο μαύρο σύμπαν όπου αστράφτουν οι εικόνες του Τσέλαν βυθίζουν τον αναγνώστη πρώτα στον κόσμο του ανείπωτου, όπου το νόημα συνήθως έχει χαθεί, και αναδεικνύεται η στιγμή με εικόνες που, καθώς γράφει σε έναν στίχο του, φτάνουν «στην απώτατη εσχατιά του βλέμματος», όταν «η θάλασσα σε γεμίζει άστρα, κατάσπλαχνα, μια για πάντα».
Ο Τσέλαν ξεκίνησε ως ποιητής από τον Νοβάλις και τον Ρίλκε, αλλά η τραγική του ζωή τον οδήγησε στη διαπίστωση πως δεν μπορεί κανείς να γράφει μ’ αυτόν τον τρόπο σε μια εγκληματική εποχή. Σε ένα περιβάλλον μαζικής εξόντωσης ωρίμασε ποιητικά –κι αυτό τον σημάδεψε διά βίου. Ομως όσο καθοριστικά κι αν ήταν τα τραυματικά του βιώματα, δεν πρέπει κανείς να ταυτίζει την ποίησή του με την εβραϊκή του ταυτότητα. Και αν θέλει να ερμηνεύσει τον τίτλο αυτής της συλλογής του, θα έλεγε πως η «καμπή πνοής» είναι η φοβερή καμπή της Ιστορίας, αυτής που έζησε η ανθρωπότητα, όπου η ζωή είχε χάσει το νόημά της.
Ετσι, η ποίησή του είναι ταυτοχρόνως ευλογία και κατάρα. Οι εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπάρχουν σε όλη του την ποίηση, είναι όμως τόσο κρυπτικές, που ό,τι αναδεικνύουν ως γενική αίσθηση παραπέμπει στον τρόμο της βίας και στο μυστήριο του θανάτου που σημάδεψαν και τη μεταπολεμική εποχή. Αλλά το Ολοκαύτωμα σημάδεψε και τη γλώσσα. Οπως ήταν ακατανόητο το ίδιο, ακατανόητη μέσω της κρυπτογραφίας θα έπρεπε να είναι και η γλώσσα, το σπίτι του ποιητή, ο οποίος εν τούτοις στο σπίτι αυτό αισθάνεται άλλοτε επισκέπτης και άλλοτε ξένος. Για τούτο και το ποιητικό του ιδίωμα είναι ανοίκειο, κρυπτογραφικό, μια «ανταύγεια γραμμάτων», ένας «αστρικός αυλός», μια σταματημένη αιωνιότητα «γεμάτη μάτια».
Ο Τσέλαν πέρασε τη ζωή του μέσα στην κατάθλιψη, και όμως υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στυλίστες που κανείς δεν κατάφερε να τον μιμηθεί. Αποφάσισε να πεθάνει πέφτοντας στον Σηκουάνα στις 20 Απριλίου 1970. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία. Εκείνη την ημέρα, αν ζούσε ο Χίτλερ, θα γιόρταζε τα γενέθλιά του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ