Ντράγκαν Βέλικιτς
Ο ιχνηλάτης
Μετάφραση Ισμήνη Ραντούλοβιτς
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018
σελ. 304, τιμή 18 ευρώ
Οι σημαντικοί πεζογράφοι –αλλά και ποιητές –από τα Βαλκάνια αρχίζουν σιγά-σιγά να γίνονται γνωστοί και στη χώρα μας μαζί με άλλους, άγνωστους ως σήμερα, από την Κεντρική Ευρώπη. Ιδιαίτερα οι συγγραφείς της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι περισσότεροι από τους οποίους παραμένουν κατά συνείδηση Γιουγκοσλάβοι παρά τη διάλυση της χώρας. Και η συνείδηση αυτή αποτυπώνεται στα βιβλία τους, όπου ο γεωγραφικός και πολιτισμικός χώρος δεν περιορίζεται στα νέα εθνικά σύνορα.
Ο σέρβος πεζογράφος Ντράγκαν Βέλικιτς, γεννημένος το 1953, είναι ένας τέτοιος συγγραφέας. Και το βραβευμένο βιβλίο του Ο ιχνηλάτης, που εκδόθηκε στη γλώσσα του το 2015 και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Καστανιώτη, είναι η καλύτερη απόδειξη. Παρευρέθηκα στην παρουσίασή του πριν από δύο χρόνια στο Ζάγκρεμπ. Η αγορά του βιβλίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία παραμένει σε μεγάλο βαθμό ενιαία.
Ο Ιχνηλάτης είναι ένα φιλόδοξο, πολυσύνθετο και πολυφωνικό μυθιστόρημα. Σε μεγάλο βαθμό και μια καλυμμένη αυτοβιογραφία. Ιχνηλάτης είναι ο πρωταγωνιστής που βρίσκεται στη Βουδαπέστη, όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του πέθανε. Το γεγονός θα του αλλάξει τη ζωή, δηλαδή τη ζωή που έζησε, την οποία και θα αρχίσει να ανακαλεί ξεκινώντας από τα χρόνια που ήταν παιδί στο Βελιγράδι ώσπου να φτάσει στο παρόν.

Από τη μνήμη στην αυτογνωσία

Η ανάκληση της μνήμης επομένως συνιστά ιχνηλασία –που οδηγεί στην αυτογνωσία. Ποιος υπήρξε, ποιους συνάντησε, τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή του, ποιος είναι τώρα. Και μαζί με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος παρελαύνουν και πλήθος τόποι στην πρώην Γιουγκοσλαβία: στη Σερβία, στην Κροατία και ιδιαίτερα στη χερσόνησο της Ιστριας, ανάμεσα στον κόλπο της Τεργέστης και του Κβάρνερ, όπου βρίσκεται μία από τις ωραιότερες παραλιακές πόλεις της Μεσογείου, η Οπάτια, παλαιό θέρετρο της αυστριακής αριστοκρατίας. Εκεί κοντά και η Πούλα (ή Πόλα για τους Ιταλούς), όπου δίδαξε έναν χρόνο ο Τζόις στο παράρτημα της σχολής Μπέρλιτζ. Ή το Ρόβινι (όπου ο Βέλικιτς έχει σπίτι) και πλήθος άλλες πόλεις που συνθέτουν μια τοπογραφία η οποία συνδυάζεται αρμονικά με την ανθρωπογεωγραφία του μυθιστορήματος.
Αν ο αναγνώστης έχει κάποια εξοικείωση με τις πόλεις και τους τόπους που περιγράφει ο Βέλικιτς, θα γοητευθεί από το βιβλίο –χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα συμβεί το ίδιο και με εκείνον που τα μέρη στα οποία κινεί τα πρόσωπά του ο συγγραφέας τού είναι άγνωστα.

Δύο γυναικείες μορφές

Εκτός από τον αφηγητή, δύο είναι οι κυρίαρχες μορφές στο βιβλίο –και οι δύο γυναικείες: η μητέρα του, η παρουσία της οποίας στη ζωή του υπήρξε κυρίαρχη, και η φίλη της Λιζέτα Μπενεντέτι από τη Θεσσαλονίκη (υπήρξε πραγματικό πρόσωπο) που είχε μια περιπετειώδη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή. Ο Βέλικιτς αφιερώνει πολλές σελίδες στη Θεσσαλονίκη, που την περιγράφει με ευαισθησία και σπάνια ακρίβεια. Κινείται περίτεχνα στον χώρο και στον χρόνο, θυμάται, ανακαλεί, κρίνει. Μέσω της μνήμης, των προσώπων που περιγράφει (μορφές εμβληματικές, όπως αυτή του Μάλεσα, ο οποίος ήταν ο έμπιστος ρολογάς του Τίτο), δημιουργεί μιαν άλλη πατρίδα, αφού εκείνη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε δεν υπάρχει πλέον. Αλλά για τον αληθινό συγγραφέα, που είναι τέκνο της Μνημοσύνης, ό,τι υπήρξε εξακολουθεί να υπάρχει. Και για έναν στυλίστα, όπως ο Βέλικιτς, η μνήμη είναι το κλειδί της αυτογνωσίας.
Αυτή η μοναχική, στην ουσία, πορεία σημαδεύεται και από την προσπάθειά του να απαλλαγεί από την καταλυτική επίδραση που είχαν πάνω του η μητέρα του και το οικογενειακό του περιβάλλον. Η μνήμη όμως δεν είναι μόνο ανάκληση αλλά και απολογισμός και κρίση. «Πόσο μονολιθικός ήταν ο κόσμος μέσα στο μυαλό ενός δεκάχρονου!» μας λέει. Και παρακάτω αναρωτιέται: «Σε ποιον κόσμο ανήκαν οι γονείς μου; Πόσο θλιβερή είναι σήμερα αυτή η εικόνα». Που σημαίνει ότι η μνήμη δεν είναι πάντοτε αγαθή. Και σ’ έναν κόσμο συνεχών αλλαγών και κίνησης τα όσα συμβαίνουν παίρνουν μιαν άλλη, τηλεσκοπική πλέον διάσταση, όταν αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο κόσμος ενώ δεν αλλάζει επί της ουσίας δεν είναι πια ίδιος, αφού και η ζωή δεν είναι αυτή που ήταν.
Ο Ιχνηλάτης είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης αλλά και απολογισμού. Γιατί, όπως λέει πολύ ωραία ο συγγραφέας, «η ζωή είναι πιο πλατιά από κάθε ιστορία». Κι ας είναι «μια μεγάλη πλάνη» κι ας έχει γίνει «το βλέμμα του τώρα μελαγχολικό και σκληρό».

Μνήμη και λήθη

Δεν θα αναφέρω από ποια αιτία πέθανε η μητέρα του αφηγητή. Διότι θα ήταν σαν να ακύρωνα το περίτεχνο παιχνίδι ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη πάνω στο οποίο είναι βασισμένο το μυθιστόρημα. Ο αφηγητής θυμάται, όμως ο ελεγειακός τόνος, ιδιαίτερα στις τελευταίες σελίδες, υποβάλλει το ερώτημα: Τι είναι καλύτερο: να θυμάται κανείς ή να ξεχνά; Η τέχνη ενισχύει τη μνήμη, αλλά ένα μέρος της ζωής την αφαιρεί. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα άτομα αλλά και τις περιοχές και τις χώρες. Μιλώντας, λ.χ., για τις πόλεις στη χερσόνησο της Ιστριας, η μητέρα του λέει: «Κάποτε όλα αυτά ανήκαν στην Ιταλία. Ολόκληρη η Ριέκα (σ.σ.: το παλιό ιταλικό Φιούμε, που σήμερα ανήκει στην Κροατία), η Οπατία, ο Κόλπος του Κβάρνερ, όλα αυτά ανήκαν στην Ιταλία». Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Και οι χώρες σαν τους ανθρώπους είναι, γεννιούνται και πεθαίνουν».
Η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας προκάλεσε στην Ευρώπη ένα πολιτικό σοκ που οι συνέπειές του είναι ακόμα και σήμερα δύσκολο να εκτιμηθούν σε βάθος. Αλλά σε τούτο το εξαίρετο μυθιστόρημα, πέραν των καθαρά αφηγηματικών αρετών του, παρουσιάζεται μέσω των ιστοριών που συνθέτει ο Βέλικιτς και το τεράστιο πολιτισμικό σοκ που έχουν υποστεί οι κάτοικοι σε όλες τις δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας –αλλά και σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης. Στον καμβά του εξέχουσα θέση έχει και η Ελλάδα (και όχι μόνο γιατί μεγάλο μέρος του περιλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη). Γι’ αυτό και παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ