Ο ιππότης του Χάαρλεμ



Ο Χάρι Μούλις είναι σήμερα ο διασημότερος ολλανδός συγγραφέας. Η λογοτεχνική κριτική αποφάνθηκε ότι η θέση που κατέχει στη χώρα του θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν του Γκύντερ Γκρας στη Γερμανία. Τα μυθιστορήματά του δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Ολα έχουν κάνει πολλές εκδόσεις και διδάσκονται στα σχολεία. Το καθένα είναι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα. Ο Μούλις δεν ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των συγγραφέων που μοιάζουν σαν να γράφουν το ίδιο μυθιστόρημα ξανά και ξανά, όπως συμβαίνει π.χ. με τον Κάφκα, ενώ θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ότι προσεγγίζει το λογοτεχνικό ύφος του Ναμπόκοφ.


Οταν το 1982 εξέδωσε το μυθιστόρημα «Η απόπειρα», η κριτική ήταν ομόφωνα θριαμβευτική. Σε ένα χρόνο πούλησε περισσότερα από 200.000 αντίτυπα, ρεκόρ για την Ολλανδία. Το βιβλίο έχει ήδη μεταφραστεί σε 22 γλώσσες ενώ η κινηματογραφική μεταφορά του κατέκτησε το Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας το 1986. Ο Μούλις τιμήθηκε με πολλά λογοτεχνικά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου και του State Prize το 1977. Την ίδια χρονιά χρίστηκε Ιππότης του Τάγματος της Οράγγης.


Το φως της ζωής το πρωταντίκρισε στο Χάαρλεμ, μια μικρή πόλη της Ολλανδίας, στις 24 Ιουλίου 1927, εκεί όπου γεννήθηκε και ο Αντον Στέινβεϊκ, ο 12χρονος ήρωας του βιβλίου. Εκεί συνειδητοποιεί τι ήταν ο πόλεμος: «Η φωτιά και το σίδερο ­ αυτά ήταν ο πόλεμος» αποφαίνεται διά μέσου του Αντον.


Οταν ήταν παιδί, ο Χάρι Μούλις έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες. Το αποτρόπαιο πρόσωπο του πολέμου (Β’ Παγκόσμιος), η πείνα και η στέρηση τον αναγκάζουν να σταματήσει τη μελέτη πάνω σε αυτές. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, μετά το 1945, άρχισε να γράφει. Η παρθενική επαφή του με τη λογοτεχνία έγινε στην ξενόγλωσση βιβλιοθήκη του πατρικού του σπιτιού. Στη δεκαετία του ’30, κατά τη διάρκεια των πρώτων μαθητικών του χρόνων, η έννοια της οικογένειας αρχίζει να εκπίπτει από το βάθρο των υπέρτατων αξιών: οι γονείς του παίρνουν διαζύγιο το 1936. Η μητέρα του μετακομίζει στο Αμστερνταμ και εκείνος παραμένει με τον πατέρα του στο Χάαρλεμ, όπου τον φροντίζει μια γερμανίδα υπηρέτρια.



Η πρώτη ιστορία του δημοσιεύεται το 1947. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1951, θα κερδίσει ένα από τα πιο αξιοσέβαστα λογοτεχνικά βραβεία για νέους με το «Archibald Strohalm» («Αρχιμπαλντ Στρόχαλμ», το πρώτο του βιβλίο, ένα μπαρόκ μυθιστόρημα με ήρωα έναν άνδρα που ήθελε να εξαγοράσει τον κόσμο).


Μετά το ντεμπούτο του ο Μούλιχ θα εμφανισθεί με το «De diamant» («Το διαμάντι», 1954), ένα μυθιστόρημα με θέμα την ιστορία ενός μυθικού διαμαντιού που φέρνει κακή τύχη μέσα στον χρόνο, από τον 5ο π.Χ. αιώνα στην Ινδία, στην Κίνα, στην αρχαία Ρώμη ως τη σύγχρονη εποχή. Στο μικρό μυθιστόρημα «Het zwarte licht» («Το μαύρο φως», 1956) πρωταγωνιστής είναι ένας μελαγχολικός κωδωνοκρούστης σε μια μικρή αγροτική πόλη που θυμίζει το Χάαρλεμ. Το 1959 εκδίδεται το «Het stenen bruidsbed» («Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι») στο οποίο ήρωας είναι ένας αμερικανός πιλότος βομβαρδιστικού που συμμετείχε το 1945 στην καταστροφή της Δρέσδης.


Μετά τη δεκαετία του ’60 εμφανίζεται στο έργο του, όπως και σε αυτό πολλών άλλων συγγραφέων, μια στροφή προς την πολιτική. Το μυθιστόρημά του «De verteller» («Ο αφηγητής», 1970) είναι ένα δύσκολο από άποψη φόρμας έργο με μια αίσθηση γκροτέσκο και στιγμές ευφάνταστου χιούμορ, που λαμβάνει χώρα σε ένα γκροτέσκο πόλεμο σε μια γκροτέσκα χώρα. Ακολουθούν το «De verteller verteld» («Ο αφηγητής αφηγείται», 1971) και το «Twee vrouwen» («Δύο γυναίκες», 1975), με θέμα μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο γυναίκες, χωρίς ωστόσο να είναι ομοφυλοφιλικό. Το 1979 γυρίζεται μια κινηματογραφική ταινία με την Μπίμπι Αντερσον και τον Αντονι Πέρκινς βασισμένη σε αυτό. Εκτοτε θα ακολουθήσουν και άλλα έργα του, όπως το μυθιστόρημα «De ontdekking van de hemel» («Η αποκάλυψη του ουρανού», 1992), με φιλοσοφικές, ψυχολογικές και θεολογικές αναζητήσεις, που έχει ήδη μεταφραστεί στα αγγλικά, καθώς και το «Vijf Fabels» («Πέντε μύθοι», 1995), αποτελούμενο από πέντε νουβέλες, εκ των οποίων η μία έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Τα στοιχεία» (μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1997).


Στο συγγραφικό έργο του Μούλις συγκαταλέγονται ποιητικές συλλογές καθώς και συλλογές διηγημάτων οι οποίες θεωρούνται κλασικές. Εγραψε επίσης θεατρικά έργα και λιμπρέτα για όπερα. Ενα από τα λιμπρέτα αυτά, το «Axel», διασκευή του συμβολικού δράματος του Ντε λ’ Ιλ Αντάμ «Axel», είναι γραμμένο στα γαλλικά, γερμανικά, λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά, ακόμη και στα αρχαία αιγυπτιακά, χωρίς να υπάρχει ούτε μία λέξη στα ολλανδικά. Θα γράψει ακόμη δοκίμια και φιλοσοφικές πραγματείες.


Στις δύο πόλεις που σημάδεψαν την πραγματική του ζωή, στο Χάαρλεμ και στο Αμστερνταμ ­ σήμερα ο ίδιος ζει εκεί ­, διαδραματίζεται και η ιστορία που αφηγείται στην «Απόπειρα». Στο Χάαρλεμ, σε ένα σπίτι που έφερε το «καθώς πρέπει μικροαστικό όνομα» «Εξω Γαλήνη», ο Αντον Στέινβεϊκ θα γνωρίσει στα 12 του μόλις χρόνια το βίαιο πρόσωπο του πολέμου στην πιο επώδυνη εκδοχή. Μια χειμωνιάτικη νύχτα του 1945, και ενώ ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη γιορτάζει την απελευθέρωσή της ­ η Ολλανδία καλυπτόταν ακόμη από το μαύρο πέπλο του πολέμου ­, θα χάσει την οικογένειά του και το σπίτι του θα εξαφανισθεί κάτω από τις φλόγες. Είναι η εκδίκηση των Γερμανών για τη δολοφονία ενός συνεργάτη τους από τους αντιστασιακούς. «Ακόμη και πριν συμβεί η καταστροφή, ο Αντον δεν είχε ερμηνεύσει το όνομα «Εξω Γαλήνη» σαν τη γαλήνη της εξοχής αλλά σαν κάτι που βρίσκεται έξω από τη γαλήνη, όπως το «εξωπραγματικό» δεν αναφέρεται στο πραγματικό του έξω (και ακόμη λιγότερο στη ζωή στην εξοχή γενικότερα) αλλά σε κάτι που δεν είναι καθόλου πραγματικό».


Το συμβάν θα στοιχειώσει και θα ακολουθήσει τη ζωή του, η οποία θα συνεχισθεί στο Αμστερνταμ στο σπίτι των θείων του, παρ’ όλο που ο ίδιος θέλει να το αφήσει πίσω, θαμμένο κάτω από τις τέφρες του καμένου σπιτιού, εκείνη την παγωμένη, κατάλευκη από το χιόνι νύχτα. Τα γεγονότα, οι συνθήκες του θανάτου της οικογενείας του, θα παραμείνουν για καιρό ανεξιχνίαστα. Σαν φάντασμα θα έρχονται και θα επανέρχονται στο παρόν για να φωτίσουν σιγά σιγά με το φως τους την αλήθεια. «Η οικογένειά του είχε αποτραβηχτεί σε μια σφαίρα που σπάνια τη σκεφτόταν αλλά σε απροσδόκητες στιγμές εμφανιζόταν ξαφνικά ένα ψήγμα της όταν στο σχολείο κοιτούσε από το παράθυρο ή στο πίσω μπαλκόνι του τραμ ­ ένα σκοτεινό μέρος γεμάτο παγωνιά, πείνα και πυροβολισμούς, αίμα, φλόγες, ουρλιαχτά, μπουντρούμια, κάπου βαθιά μέσα του, αμπαρωμένα σχεδόν ερμητικά».


Στις θλιβερές εκείνες μνήμες τρυφερή αχτίδα η ανάμνηση της αίσθησης από το άγγιγμα μιας νέας κοπέλας μέσα στο κελί την τραγική εκείνη νύχτα της καταστροφής ­ πολλά χρόνια αργότερα θα μάθει τη σχέση της με τα μοιραία γεγονότα. Το πρόσωπό της δεν θα μπορέσει να το δει μέσα στο βαθύ σκοτάδι του κελιού, το βλέμμα της, όμως, που τόσο διαπεραστικά το ένιωσε να αγγίζει μέσα από τα λόγια της την ψυχή του, θα τον ακολουθεί πάντα στη ζωή του, ασυνείδητα, ώσπου θα το συναντήσει αργότερα ξανά στα μάτια της κατοπινής του γυναίκας Σάσκια. Και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια θα ανακαλύψει, μέσα από μια παλιά φωτογραφία της άγνωστης νεκρής γυναίκας, την απάντηση: «Η Σάσκια ενσάρκωνε μια εικόνα που πρέπει να κουβαλούσε μέσα του από τα δώδεκά του χρόνια χωρίς να το γνωρίζει και που μπόρεσε να δει μόνο σ’ αυτήν, όχι σαν αναγνώριση της εικόνας αλλά σαν κεραυνοβόλο έρωτα, σαν άμεση βεβαιότητα ότι έπρεπε να μείνει κοντά του και να φέρει στον κόσμο το παιδί του!».


Τα επεισόδια της ζωής του ήρωα παρουσιάζονται αποσπασματικά: το πέρασμα από την εφηβεία στη νεότητα και ύστερα στην ωριμότητα, φθάνοντας ως το 1981, ο γάμος, η καριέρα, η πατρότητα. Και κάθε τόσο πρόσωπα του παρελθόντος που εμφανίζονται αναπάντεχα, σαν να κινούνται ­ μαριονέτες ­ από κάποιο αόρατο χέρι, για να λύσουν το μυστήριο, να φωτίσουν το σκοτάδι, να αποκαταστήσουν την αρμονία του προσωπικού του σύμπαντος. Τα συνεχή φλας μπακ στα γεγονότα του παρελθόντος προσδίδουν κινηματογραφική διάσταση στην αφήγηση. Η γραφή λιτή, δυνατή, στέρεη, με τόνους ποιητικούς, αποδίδεται άρτια στην ελληνική γλώσσα. Τα διαφανή κενά πληρούνται από την αποκάλυψη των γεγονότων. Το μυστήριο σταδιακά διαλύεται, σκορπίζεται στο άπειρο του χρόνου, τίποτα δεν μένει στην ομίχλη. Τα κομμάτια του παζλ εφαρμόζουν απόλυτα το ένα με το άλλο. Στο τέλος η εικόνα φέγγει ολόκληρη, καθαρή, με χρώματα γαλήνια: η κάθαρση.