Απαγορευμένοι καρποί





«Δεν μπορώ να τιμωρήσω κάποιον επειδή δημοσιεύει σκουπίδια»
είχε γράψει κάποιος κριτικός για τον Αλαν Χόλινγκχερστ, όταν το 1988 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα «Η βιβλιοθήκη της πισίνας», ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα βιβλία της δεκαετίας του ’80, «σπάνιας εξυπνάδας και ηθικής δύναμης», το οποίο θεωρείται ήδη κλασικό.


Ηρωες του βιβλίου δύο αριστοκράτες ομοφυλόφιλοι, ο ένας νεαρός και ο άλλος ηλικιωμένος λόρδος. Ο συγγραφέας, χωρίς σοφιστικέ φιοριτούρες, αναφέρεται στις κρυφές ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές συμπεριφορές του 20ού αιώνα ­ καμία γυναίκα δεν εμφανίζεται σε όλο το βιβλίο. Και οι δυο ήρωες πάσχουν από AIDS, το όνομα της ασθένειας ωστόσο δεν αναφέρεται πουθενά. Ο τρόμος της μόνο πλανιέται στις σελίδες του. Οι γλαφυρές περιγραφές και η εμμονή στις ηδονές παραπέμπουν στον «Ντόριαν Γκρέι» του Οσκαρ Γουάιλντ. Το βιβλίο αναγνωρίζεται διεθνώς και κάνει εξαιρετικές πωλήσεις. Γοητεύει ακόμη και το μη ομοφυλόφιλο κοινό, που το διαβάζει σαν κάτι το εξωτικό.


Το 1993 ο Χόλινγκχερστ επελέγη ως ένας από τους Καλύτερους Νέους Μυθιστοριογράφους, από τους λίγους συγγραφείς στη Βρετανίας που χωρίς καμία αμφισβήτηση μπήκε στη λίστα για τους 20 καλύτερους συγγραφείς κάτω από τα σαράντα. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Τα σκοτεινά μονοπάτια του έρωτα», εκδόθηκε έναν χρόνο μετά, την ημέρα των 40ών γενεθλίων του, με κυρίαρχο στοιχείο, και σε αυτό, την ίδια ερωτική εμμονή. Πρόκειται για ένα βιβλίο «σκοτεινό», που μυεί τον αναγνώστη σε έναν κόσμο μυστήριο και επικίνδυνα ερωτικό.



Ο Εντουαρντ Μάνερς φεύγει από την πατρίδα του, την Αγγλία, και εγκαθίσταται σε μια μικρή βελγική πόλη, ξεκινώντας μια νέα ζωή και αναζητώντας τη γεύση της σκοτεινής διάστασής της. Για να ζήσει, παραδίδει μαθήματα αγγλικών. Περιδιαβάζοντας τους δρόμους και τα γκέι μπαρ συναντά άνδρες με τους οποίους συνάπτει ερωτικές σχέσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων περιορίζονται σε σεξουαλικές μόνο συνευρέσεις, άνευ συναισθηματικών αποχρώσεων. Από την πρώτη όμως στιγμή που θα συναντήσει τον 17χρονο μαθητή του, Λουκ Αλτιντόρ, θα τον ερωτευθεί παράφορα. Στη ζωή του έχει ήδη μπει ο Σερίφ και ύστερα ο Ματ, ένας σαγηνευτικός απατεώνας που πουλάει κρυφά, έναντι αδρών ποσών, ερωτικά φετίχ, όπως κλεμμένα εσώρουχα αγοριών.


Σιγά σιγά ο κρυφός πόθος του, το «αξιολύπητο ανεπιθύμητο» πάθος του για τον Λουκ, γίνεται βασανιστικό. Ορίζει τη ζωή του, κατευθύνει τη σκέψη του, καταδυναστεύει τα όνειρά του. Τον παρακολουθεί, τον αναζητεί παντού, τον κατασκοπεύει σε κάποια εκδρομή με τους φίλους του, σε μια παραθαλάσσια πόλη ­ οι εικόνες της περιγραφής, σε άκρως κινηματογραφική γραφή, θυμίζουν την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Ερωτας στη Βενετία». Ο έρωτας ενσαρκώνεται στο πρόσωπό του με τον πιο απόλυτο και καταλυτικό τρόπο. Το ερωτικό μοτίβο, στις αφηγήσεις και στις λεπτομερείς περιγραφές του Χόλινγκχερστ ­ που παραπέμπουν στις αρετές της κλασικής λογοτεχνίας ­, διακόπτεται για να παρουσιασθεί η άλλη ζωή του Μάνερς, αυτή που αποκαλύπτει την πνευματική του διάσταση: βυθισμένος στον μυστηριώδη κόσμο του συμβολιστή, αινιγματικού ζωγράφου Εντγκαρ Ορστ, προσπαθεί να κατανοήσει το πάθος του για κάποια διάσημη ηθοποιό που πνίγηκε στην Οστάνδη αλλά και τις συνθήκες θανάτου του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ως τότε αδιευκρίνιστες.


Το βιβλίο, έμπλεο αναφορών στη λογοτεχνία, στην τέχνη και στην ιστορία, αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον και άλλη πυκνότητα. Παράλληλα ο συγγραφέας – αφηγητής, με φόντο τη μικρή γοητευτική φλαμανδική πόλη και αφορμή τα δραματικά πάθη των ηρώων του, στοχάζεται όχι μόνο πάνω στην οδύνη του έρωτα αλλά και στον χρόνο και στον θάνατο.


Ετσι ο ίδιος ο συγγραφέας, ταυτόχρονα με τον ήρωά του, μοιάζει να διασώζεται: ο μεν Μάνερς δεν είναι ο πληκτικός ομοφυλόφιλος πρωταγωνιστής, που μοναδικό στόχο της ζωής του έχει την κατάκτηση του σκοτεινού αντικειμένου του πόθου του, ο δε Χόλινγκερστ δεν είναι ο ασήμαντος συγγραφέας – εραστής μιας φθηνής ερωτικής λογοτεχνίας, που με τον άκρατο ρεαλισμό των περιγραφών των ερωτικών περιπτύξεων θα κινδύνευε, σε κάποια σημεία, να αγγίξει τα όρια του πορνό.


Το παρελθόν του ήρωα αποκαλύπτεται μέσα από τις αναμνήσεις που διατρέχουν τη σκέψη του κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αγγλία, για την κηδεία του αγαπημένου του φίλου του, που πάσχει από AIDS, και ο οποίος σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η ζωή στη μικρή πόλη στα νότια του Λονδίνου, Ραφ Κόμον, τα ιδιαίτερα χρώματα της εφηβείας του, οι πρώτες ερωτικές ενδείξεις της ιδιαίτερης φύσης του, αποδίδονται με τεχνοτροπία εικαστική. Ο Μάρκ Λάιλ, ο πρώτος του μαθητικός έρωτας, και ο Αυγής, ο πρώτος εραστής του. Παράλληλα οι φιλολογικές ανησυχίες που βρίσκουν διέξοδο στα έργα του Χένρι Τζέιμς, του Τ. Σ. Ελιοτ και άλλων σπουδαίων δημιουργών. Και το βιβλίο που εμφανίζεται και επανεμφανίζεται μέσα στην πλοκή της ιστορίας, οι «Ποιητές του Καιρού μας» ­ βιβλίο που θα γίνει σημείο αναφοράς ανάμεσα σε εκείνον και στον Λουκ ­ και ο «Μηλίτης», το σονέτο του Μέριφιλντ που έχει αποστηθίσει από παιδί.


Οι ήρωες του Χόλινγκχερστ μοιάζουν να κινούνται σε έναν μικρόκοσμο απομονωμένο, όπου ο έρωτας είναι αυστηρά γένους αρσενικού. Και αυτός είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο κινούνται τα πάντα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, προκαλώντας έντονους κραδασμούς και πόνο σε όσους την ακολουθούν.


Ο κόσμος των ετεροφυλόφιλων μοιάζει αφύσικος, σχεδόν διαστροφικός. Επισκεπτόμενος το σπίτι του παιδικού του φίλου, έγγαμος εκείνος, πατέρας τριών παιδιών, παρατηρώντας τη «μαγικά άψογη επιδερμίδα του, τις γαλάζιες φλέβες που διέτρεχαν τα μπράτσα του και τη νωχελική ομορφιά του» ο Μάνερς, «όχι για πρώτη φορά», σκέπτεται «τι έξοχος ομοφυλόφιλος θα μπορούσε να είχε γίνει». Στον κόσμο όπου ανήκει ο Μάνερς τίποτε άλλο δεν χωράει.


Γεννημένος το 1954 ο Αλαν Χόλινγκχερστ, μοναχοπαίδι ενός τραπεζικού στελέχους στο Μπερκσάιρ, απέκτησε την αθώα ανατροφή της επαρχιακής πόλης στην οποία μεγάλωσε. Είχε την τύχη να φοιτήσει στο Magdalen College στην Οξφόρδη. Υπό την επιρροή του ποιητή Τζον Φούλερ πέρασε τα τελευταία χρόνια της αθώας εφηβείας του γράφοντας ποίηση «για την οποία είναι ευτυχής» και που τώρα έχει εγκαταλείψει, «έχοντας» όπως λέει «ξεχάσει πώς είναι». Συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και έκανε μάστερ στη Λογοτεχνία πάνω σε τρεις συγγραφείς, γνωστούς για τις ομοφυλοφιλικές τους προτιμήσεις: τον Firbank (1886 – 1926), τον Forster (1879 – 1970) και τον L. Ρ. Hartley (1895 – 1972). Αρχισε να γράφει στο Miller’s London Review of Books. Για ένα μικρό διάστημα δίδαξε στο University College, στο Λονδίνο. Την εποχή εκείνη ο φίλος του Jeremy Treglown έγινε εκδότης στο «Times Literary Supplement», όπου και του προσέφερε δουλειά. Εξακολούθησε να εργάζεται εκεί επί 12 έτη. Στο έργο του συγκαταλέγεται και η μετάφραση του «Βαγιαζήτ» του Ρακίνα.


Φανατικός χορτοφάγος από το 1981, ζει μόνος του, στο Λονδίνο. Στα βιβλία του δεν αυτοπροσωπογραφείται· υπάρχει μόνο η «αίσθηση της προσωπικότητάς του», η προβολή αυτού που θα επιθυμούσε, ενώ ταυτόχρονα επίμονα προσπαθεί να αποφύγει. «Είναι εφιάλτης να γράφεις σε πρώτο πρόσωπο» εξομολογείται ο Χόλινγκχερστ. «Υπάρχει ένα συνεχές πρόβλημα του να διοχετεύεις τις απαραίτητες πληροφορίες μέσα από ένα πρόσωπο. Υποθέτω ότι οι χαρακτήρες δεν μπορούν πάντα να κρύβονται πίσω από φράχτες με θάμνους. Το βιβλίο όμως δεν το πετυχαίνει αυτό πάρα πολύ καλά;» αποφαίνεται ο ίδιος σε μια κρίση αυτοθαυμασμού για τα συγγραφικά του προσόντα, με τη σιγουριά που του δίνει το γεγονός πως κάποιοι έχουν ήδη σπεύσει να τον μιμηθούν.