Στην τελετή απονομής των λογοτεχνικών βραβείων του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης» στο Μουσείο Μπενάκη πριν από λίγες μέρες, ο σκηνογράφος Γιώργος Ζιάκας τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού για το βιβλίο του «Γιώργος Ζιάκας, θέατρο, κινηματογράφος, ζωγραφική» (Θεμέλιο, 2017).
Έπειτα από πενήντα χρόνια δουλειάς, σκηνικά και κοστούμια για το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, τα ΔΗΠΕΘΕ, το Θεσσαλικό Θέατρο, την Εθνική Λυρική Σκηνή, ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου κ.ά., θέλησε να αφήσει ένα έντυπο αχνάρι της δουλειάς του. Για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την έκδοση ενός λευκώματος, χρειάστηκε να πουλήσει το εξοχικό του σπίτι, το οποίο αποκαλεί χαριτωμένα «χορηγό της έκδοσης».
Δεν είναι ανέκδοτο, είναι μια πραγματικότητα. Ζούμε σε μια χώρα που τα λεγόμενα «ακριβά» βιβλία δεν μπορούν πλέον να εκδοθούν. Λευκώματα, κατάλογοι μουσείων και εκθέσεων κτλ. έχουν εξαφανιστεί από την αγορά. Αλλά δεν είναι μόνο τα πολυτελή εικονογραφημένα βιβλία που τυπώνονται με δυσκολία. Είναι και βιβλία απλά, που τυχαίνει να ξεπερνούν έναν αριθμό σελίδων και να μην υπόσχονται μεγάλες πωλήσεις. Μια πολυσέλιδη αυτοβιογραφία, για παράδειγμα. Μια μελέτη, ένα λεξικό, ένα πρώτο -ή και επόμενο- λογοτεχνικό βιβλίο.
Σε καλύτερη θέση, για την ώρα, βρίσκεται το επιστημονικό και ακαδημαϊκό βιβλίο, τουλάχιστον όσο οι εκδότες μπορούν να ελπίζουν στην ένταξή τους στην ύλη των πανεπιστημιακών σχολών και στην αγορά τους από το υπουργείο Παιδείας για τους φοιτητές. Ωστόσο, η κρατική οικονομική δυσπραγία των τελευταίων χρόνων δείχνει πώς κι αυτός ο εκδοτικός τομέας απέχει αρκετά απ’ την αλλοτινή του ασφάλεια.
Στις άλλες απαιτητικές περιπτώσεις, πρέπει να βρεθεί ένας χορηγός. Μια τράπεζα, ένα ίδρυμα, μια εύρωστη ελληνική επιχείρηση ή ο ίδιος ο συγγραφέας. Και όχι μόνο για τα ποιητικά βιβλία, για τα οποία έτσι κι αλλιώς ισχύει η φήμη ότι τα περισσότερα είναι πληρωμένα. Υπάρχουν εκδότες που ζητούν ξεκάθαρα από τον συγγραφέα να αναλάβει το κόστος της έκδοσης, άλλοι το επιβάλλουν έμμεσα ζητώντας του να αγοράσει κάμποσα αντίτυπα ή επιβάλλοντας συμβόλαια που του αποδίδουν «δικαιώματα», δηλαδή ποσοστά από τις πωλήσεις, ύστερα από κάποιον αριθμό αντιτύπων ή αφότου εξαντληθεί η πρώτη έκδοση.
Το συμπέρασμα είναι -κοιτώντας τη γενική εικόνα και όχι τις εξαιρέσεις- ότι η ελληνική εκδοτική αγορά δεν είναι βιώσιμη, με την έννοια ότι δείχνει να μην μπορεί να υποστηρίξει έναν εκδοτικό πλουραλισμό που υπερβαίνει την κατηγορία του λεγόμενου εμπορικού βιβλίου (λογοτεχνία, γενικό δοκίμιο, πρακτική ζωή). Γιατί όμως; Φταίει αποκλειστικά η κρίση; Εντέλει, την περίοδο της τρομερής εκδοτικής έκρηξης (1997-2007) λεφτά υπήρχαν ή φούσκα ήταν κι αυτή;
Επανέρχεται τώρα η Ενιαία Τιμή, μια πάγια διεκδίκηση των εκδοτών. Ένα από τα κύρια επιχειρήματα για την επαναφορά της ήταν ότι η κατρακύλα των εκπτώσεων θα οδηγούσε γρήγορα σε οικονομική εξάντληση των εκδοτών και σε ανημπόρια να εκδώσουν βιβλία απαιτητικά, σημαντικά και μη εμπορικά. Ωστόσο, η ανημπόρια αυτή, τώρα που μιλάμε, υπάρχει ήδη σε ορατό βαθμό.
Θα υπάρξει ανάσχεση αυτής της τάσης; Αυτό ευχόμαστε. Προσωπική εκτίμηση είναι ότι η σωτηρία δεν θα έρθει με τις πρακτικές του παρελθόντος. Θα έρθει από έξω. Είναι σαφές ότι ο εκδοτικός κόσμος μας πρέπει να γίνει ανταγωνιστικός, να δημιουργήσει διεξόδους προς υγιέστερες οικονομίες, με άλλα λόγια να βγει από τα στενά (και οικονομικά) ελληνικά σύνορα.