Χαβιέρ Θέρκας
Ο απατεώνας
Μετάφραση Γεωργία Ζακοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη, 2018
σελ. 568, τιμή 19,90 ευρώ
Τον Μάιο του 2005 αποκαλύφθηκε στην Ισπανία ένα μεγάλο σκάνδαλο πλαστοπροσωπίας που έκανε τον γύρο του κόσμου. Ο ιστορικός Μπενίτο Μπερμέχο ξεμπρόστιασε «τον μέγα απατεώνα, τον τρισκατάρατο», τον 97χρονο σήμερα Ενρίκ Μάρκο που, σαν άλλος Δον Κιχώτης, «έκανε μυθιστόρημα τη ζωή του». Κλασική περίπτωση νάρκισσου ο ίδιος, και πάνω απ’ όλα «κατεργάρης, μανιώδης φαφλατάς και μοναδικός ραδιούργος», κατάφερε να εξαπατήσει επί τριάντα σχεδόν χρόνια τους πάντες! Ως βετεράνος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, αναρχικός αντιφασίστας και αντιστασιακός αντιφρανκιστής και ενδιαμέσως, το κορυφαίο, ως επιζήσας ενός ναζιστικού στρατοπέδου εξόντωσης στο Φλόσενμπεργκ της Γερμανίας. «Οταν ξέσπασε το σκάνδαλο, εγώ σοκαρίστηκα. Διερωτήθηκα τότε τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, γιατί κάποιος να εμπλέξει στα ψέματά του το ειδεχθέστερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας; Δεύτερον, γιατί το συγκεκριμένο άτομο το πίστεψαν όλοι, έτσι άκριτα; Ο Μάρκο είχε μιλήσει παντού, σε ιστορικούς και δημοσιογράφους, σχεδόν σε όλα τα κοινοβούλια της χώρας, ακόμα και μπροστά σε συγγενείς πραγματικών θυμάτων του ναζισμού, προκαλώντας μάλιστα δάκρυα συγκίνησης, αλλά κανένας δεν αμφισβήτησε ποτέ τη δική του εκδοχή για το παρελθόν. Και, τρίτον, ίσως το πιο σημαντικό: εγώ γιατί είχα σοκαριστεί τόσο πολύ; Η εμμονή μου με τον Μάρκο ήταν πρωτοφανής, δεν μου είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο» είπε στο «Βήμα» ο 56χρονος Χαβιέρ Θέρκας και το αποτέλεσμα ήταν να εκδώσει το 2014 το βιβλίο του «Ο απατεώνας» (El impostor) που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά. Εντοπίσαμε τον διάσημο ισπανό συγγραφέα σε μια περιοχή έξω από τη Βαρκελώνη και συνομιλήσαμε μαζί του λίγο προτού έλθει για δεύτερη φορά στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Iβηροαμερικανικού Φεστιβάλ ΛΕΑ. «Οταν άρχισα να διερευνώ τη ζωή του Μάρκο, διαπίστωνα σταδιακά ότι ο ίδιος ήταν ένα κινούμενο ψεύδος, τα είχε επινοήσει όλα, τα πάντα κυριολεκτικά. Αποφάσισα ότι δεν θα είχε νόημα να γράψω μια μυθοπλασία πάνω σε μια άλλη μυθοπλασία. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο ενδιαφέρον να οργανώσω στο χαρτί ένα είδος μάχης ανάμεσα στα μυθεύματα και στα πραγματικά γεγονότα, ανάμεσα στα ψέματα που είχε πει ο Μάρκο και στις αλήθειες που υπήρχαν από πίσω. Το αποτέλεσμα; Ενα μυθιστόρημα χωρίς μυθοπλασία, πλην όμως γεμάτο μυθοπλασία!». Διότι ναι μεν μεταφέρει τα ψέματα του Μάρκο ο συγγραφέας αλλά συγχρόνως επιχειρεί να τον αποδομήσει, και τα καταφέρνει.
Πώς εξηγείτε σήμερα εκείνη την εμμονή σας, κύριε Θέρκας;
«Θα μπορούσα να επικαλεστώ πολλούς λόγους. Ο κυριότερος όμως, τον οποίο ανακάλυψα αφού πλέον είχα ολοκληρώσει το βιβλίο, είναι ότι με αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ασφαλώς παραμένει ένα τέρας, όλοι εμείς οι υπόλοιποι κάτι μοιραζόμαστε, κάτι που σχετίζεται με την ανθρώπινη φύση μας. Και εξηγώ αμέσως τι εννοώ: όταν αποκαλύφθηκαν τα συστηματικά ψεύδη του Μάρκο, η πρώτη αντίδραση ήταν να τον εξορίσουν από τους κόλπους της ανθρωπότητας, να πουν ότι ήταν τόσο τρομακτικός και φρικτός που κατέληγε εν τέλει απάνθρωπος, κυριολεκτικά. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια τερατώδη υπερβολή αυτού που είμαστε όλοι, αυτού που ενυπάρχει μέσα σε όλους μας ανεξαιρέτως, η τάση να εξαπατούμε ή να παραπλανούμε. Κι αυτό είναι το πλέον ενοχλητικό. Ισως έτσι εξηγείται, πρωτίστως, η εμμονή μου. Από το γεγονός ότι όλοι μας, ως ανθρώπινα όντα, μοιάζουμε κάπως ή λιγάκι με τον Μάρκο. Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, και με πολλούς εμβληματικούς χαρακτήρες της λογοτεχνίας. Σκεφθείτε τον Αμλετ του Σαίξπηρ, σε συνάρτηση με την ανθρώπινη φιλοδοξία. Γι’ αυτό ακριβώς εξακολουθεί να μας αφορά ο Αμλετ».
Στην εναρκτήρια πρόταση του βιβλίου λέτε ότι δεν θέλατε να το γράψετε. Πότε αφήσατε πίσω τους ηθικούς ενδοιασμούς σας;
«Ολα έγιναν ευκολότερα όταν συνειδητοποίησα πλήρως τη διαφορά ανάμεσα στην κατανόηση και τη δικαιολόγηση. Οι συγγραφείς οφείλουν να κατανοούν τα πάντα, ιδίως το κακό. Το να κατανοήσεις το κακό δεν είναι το ίδιο με το να το δικαιολογήσεις, το αντίθετο μάλιστα, είναι μια διαδικασία ανεύρεσης των μέσων που θα αποτρέψουν την επανάληψη ενός ανάλογου κακού στο μέλλον. Υπό αυτή την έννοια ακριβώς, εγώ πιστεύω στη χρησιμότητα της λογοτεχνίας. Ομως η λογοτεχνία μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη μόνο εφόσον δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Αν η λογοτεχνία έχει συγκεκριμένο σκοπό τότε μετατρέπεται σε προπαγάνδα ή κατήχηση. Επομένως, ο ρόλος της λογοτεχνίας, του συγγραφέα, είναι να προσπαθήσει να καταλάβει, αυτό μπορεί να το κάνει, πράγμα δύσκολο, γιατί πρέπει κανείς να έχει θάρρος. Χωρίς ρίσκο, χωρίς διακινδύνευση, δεν υπάρχει λογοτεχνία».
Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, λ.χ., χαρακτήρισε μεγαλοφυΐα τον Μάρκο… Κι εσείς όμως μετατοπιστήκατε καθώς γράφατε για αυτόν.
«Ναι, υπάρχει εξέλιξη στο βιβλίο. Εννοώ ότι η σχέση μου με τον Μάρκο άλλαξε μέσα από τη συγγραφή του. Στην αρχή υπήρχε η απόλυτη απόρριψη. Στο τέλος, σε κάποια φάση, ένιωθα ακόμα και στοργή για αυτόν και ενίοτε ένα είδος θαυμασμού, ούτε εγώ δεν μπορούσα να το εξηγήσω και με αναστάτωνε αυτό. Πάντως συμφωνώ με τον Βάργκας Λιόσα, ο Μάρκο είναι ο Μέσι ή ο Μαραντόνα της εξαπάτησης. Αλλά, αλλά –το λέω δύο φορές και το τονίζω –υπάρχουν και αιτίες που αυτός ο άνθρωπος έγινε πιστευτός απ’ όλους. Εχω καταλήξει ότι η βασική αιτία –που δεν αφορά μονάχα τους Ισπανούς αλλά είναι οικουμενική, ισχύει για όλους τους ανθρώπους και όλες τις χώρες –είναι ότι προτιμούμε το ψεύδος από την αλήθεια. Γιατί συνήθως η αλήθεια είναι περίπλοκη, δύσκολη, ενίοτε αφόρητη, ενώ το ψεύδος ωραίο και απλό. Και επιμένω: όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις χειρότερες όψεις του παρελθόντος μας, είτε ατομικά είτε συλλογικά, έχουμε την τάση είτε να τις αποκρύπτουμε είτε να τις καλλωπίζουμε. Ο Μάρκο το εκμεταλλεύθηκε αυτό –πλάθοντας ένα επικό και μελοδραματικό παρελθόν –και έτσι εξηγείται, επιπροσθέτως, η τεράστια δημοφιλία του. Εχω καμιά φορά την αίσθηση ότι σήμερα τα ψέματα είναι πιο ισχυρά από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Επιπροσθέτως, επειδή σήμερα ζούμε τη δικτατορία του παρόντος –λες και η Ιστορία αφορά μονάχα κάτι παλαβούς, σαν εμένα ή σαν εσάς -, αξίζει να σκύψουμε προσεκτικά πάνω από την περίπτωση του Μάρκο».
Υπάρχει κάποια αλήθεια εν τέλει σε αυτά που έχει υποστηρίξει ο Μάρκο;
«Ειλικρινά, δεν το πιστεύω και όποιος φτάσει στο τέλος του βιβλίου θα βρει την αδιαμφισβήτητη απόδειξη. Υπάρχει μια θεωρία, λ.χ., ότι η ταύτιση του Μάρκο με τους εκτοπισμένους στο στρατόπεδο του Φλόσενμπεργκ υπήρξε τόσο πλήρης που από ένα σημείο και μετά έγινε κι αυτός θύμα. Τους απαντώ ότι ο Μάρκο ξέρει πολύ καλά πως δεν υπήρξε θύμα, ότι υποκρίθηκε αξιοθαύμαστα το θύμα, ότι απλώς λειτουργούσε όπως ο ηθοποιός στη σκηνή που μπαίνει, καταπώς λέμε, στο πετσί του ρόλου. Είχε απόλυτη συναίσθηση ότι ψευδόταν, ότι εξαπατούσε. Κι αυτό είναι το πλέον εξοργιστικό απ’ όλα. Επίσης, ο Μάρκο δεν είναι τρελός, δεν έχει κάποιο πρόβλημα πνευματικής ανισορροπίας. Εχει σώας τας φρένας. Αυτό είναι το πρόβλημα. Οτι ακόμα και μετά την ανατροπή εξακολουθούσε να υπερασπίζεται την αξιοθαύμαστη πλαστή ζωή του, τη συμφεροντολογική φαντασία του, τον τρόπο που είχε να οικειοποιείται το παρελθόν άλλων ανθρώπων ή να εντάσσεται σε αυτό. Η στρατηγική του Μάρκο πάντως λέει πολλά και για την εποχή στην οποία ζούμε. Τα καλύτερα ψεύδη δεν είναι τα ανόθευτα ψεύδη. Τα πλέον αποτελεσματικά ψεύδη είναι αυτά που έχουν μια δόση ή έναν κόκκο αληθείας. Οι καλοί ψεύτες δεν πουλάνε μόνο ψέματα αλλά και αλήθειες, και τα μεγάλα ψέματα κατασκευάζονται με μικρές αλήθειες. Το κράμα αληθειών και ψεμάτων συνιστά την πιο εκλεπτυσμένη μορφή του ψέματος. Αυτό έκανε ο Μάρκο και αυτό βλέπουμε να συμβαίνει παντού στις μέρες μας. Οφείλουμε όμως να το ξεκαθαρίσουμε: όταν αναμειγνύονται η αλήθεια και τα ψέματα στη λογοτεχνία, στη μυθοπλασία δηλαδή, το αποτέλεσμα είναι η αλήθεια. Στην πραγματική ζωή όμως, όταν αναμειγνύονται τα ψέματα με την αλήθεια, το αποτέλεσμα είναι το ψεύδος, πιθανώς το πιο ακαταμάχητο».
Ο Μάρκο άρχισε να επινοεί το παρελθόν του όταν η Ισπανία έκανε το ίδιο, κατά τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Αυτό το σημείο, όπου το ατομικό εφάπτεται τόσο συμβολικά με το συλλογικό, σας ενδιαφέρει κυρίως;
«Το φοβερό είναι πως, όντως, μπορούμε να αφηγηθούμε την ισπανική ιστορία του 20ού αιώνα μέσα από τη ζωή του Μάρκο. Μιλάμε για εντελώς παράλληλες πορείες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν άρχισε η διαδικασία της μετάβασης στη δημοκρατία, σχεδόν ολόκληρη η χώρα επινόησε τον εαυτό της. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ωστόσο ότι αυτό το μοτίβο είναι ίδιο παντού όταν μιλάμε για τέτοιες κρίσιμες ιστορικές καμπές, το ίδιο συνέβη στη Γαλλία και στην Ιταλία, το ίδιο εικάζω ότι συνέβη, αναλογικά, και στην Ελλάδα. Θέλω να πω, ήταν δύσκολο να υιοθετηθεί η αλήθεια –ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αντίσταση στον Φράνκο, εξαιτίας και του φόβου, φαντάζει λογικό από μια πλευρά –ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ισπανών αποδέχθηκε το καθεστώς του. Ο συγγραφέας Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν είπε κάποτε ότι οι αντιφρανκιστές ήταν τόσο λίγοι που θα μπορούσαν να γεμίσουν μονάχα ένα λεωφορείο!».
Κάνετε, τέλος, μια πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ μνήμης και Ιστορίας…
«Ναι, η μνήμη και η Ιστορία είναι πεδία κατά κανόνα αντίθετα: η μνήμη είναι ατομική, μερική και υποκειμενική, ενώ η Ιστορία είναι συλλογική και φιλοδοξεί να είναι συνολική και αντικειμενική. Η μνήμη και η Ιστορία είναι, ασφαλώς, και πεδία συμπληρωματικά: η Ιστορία προσδίδει νόημα στη μνήμη, η μνήμη είναι ένα εργαλείο, ένα συστατικό, ένα μέρος της Ιστορίας. Πλην όμως δεν πρέπει να συγχέονται. Παρατηρούμε ότι στην εποχή μας η μνήμη τείνει να υποκαταστήσει την Ιστορία, γεγονός ανησυχητικό. Παλαιότερα η μνήμη δεν ήταν τόσο σημαντική. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά άλλαξαν τα πράγματα, η σημασία της μνήμης αναβαθμίστηκε ποικιλοτρόπως και έχουμε πλέον φτάσει σε ένα σημείο ιεροποίησης της μνήμης. Αυτό εξηγεί και την επιτυχία του Μάρκο. Γιατί ένας καταλυτικός λόγος για τον οποίο όλοι τον πίστεψαν είναι επειδή θεωρήθηκε μάρτυρας, έννοια που επίσης έχει ιεροποιηθεί στην εποχή μας. Γιατί όμως; Επειδή –ιδού ένα άλλο σημείο των καιρών –υπάρχει πολλή σύγχυση, εξομοιώνονται, ασυναίσθητα ενίοτε, τα θύματα με τους ήρωες. Τα θύματα είναι θύματα, και γι’ αυτό θα είμαστε πάντα μαζί τους, αλλά τα θύματα δεν είναι αναγκαστικά ήρωες. Τον Μάρκο τον πίστεψαν όλοι ως ήρωα που υπήρξε θύμα, αλλά και γιατί έλεγε αυτό που όλοι ήθελαν να ακούσουν. Ωστόσο ο ήρωας είναι κάτι άλλο, ήρωας είναι κάποιος που λέει «Οχι» όταν όλοι οι άλλοι λένε «Ναι»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ