Gerard Genette
Παλίμψηστα Η λογοτεχνία δεύτερου βαθμού
Mετάφραση: Βασίλης Πατσογιάννης
Eπιμέλεια: Μαρία Στεφανοπούλου, Λίζυ Τσιριμώκου
Εισαγωγή: Λίζυ Τσιριμώκου
Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2018
σελ. 634, τιμή 30 ευρώ
Στην εκπνοή της δεκαετίας του 1990 ένα σμήνος ακατάληπτων όρων προσγειώνονταν στα βιβλία γλωσσικής διδασκαλίας του ελληνικού λυκείου. Ενδοδιηγητικός και εξωδιηγητικός αφηγητής, αφήγηση με εσωτερική ή με εξωτερική εστίαση, εγκιβωτισμός, θαμιστική αφήγηση, μετάληψη. Μαθητές και φιλόλογοι προσπαθούσαν να απομνημονεύσουν τους όρους και το περιεχόμενό τους ενώ πάσχιζαν με αγωνία να αναγνωρίσουν στα ελληνικά κείμενα του σχολικού ανθολογίου τις λειτουργίες που οι όροι αυτοί περιγράφουν. Ο εφιάλτης μαθητών και καθηγητών έγινε αργότερα ρετσέτα στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και, παρότι η εισαγωγή της γόνιμης γαλλικής αφηγηματολογίας της δεκαετίας του 1960 στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση έγινε απροετοίμαστα και αδέξια, άφησε ομολογουμένως κάτι ουσιαστικό: την εμπέδωση ότι ο συγγραφέας και ο αφηγητής μιας ιστορίας δεν ταυτίζονται. Δεν είναι και λίγο.
Από τους πρωτεργάτες της θεωρίας περί αφήγησης στη Γαλλία, ο Ζεράρ Ζενέτ (1930-2018), που πέθανε στις 11 Μαΐου στο Παρίσι σε ηλικία 87 ετών, συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους θεωρητικούς της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Ανήκε σε ένα σύνολο κριτικών γνωστών με τον περιληπτικό όρο Νέα Κριτική (Nouvelle Critique) οι οποίοι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εισήγαγαν στις λογοτεχνικές σπουδές τα αναλυτικά εργαλεία και τις κριτικές μεθόδους του δομισμού. Από αυτούς, ο Ζενέτ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το αφηγηματικό κείμενο και ανέπτυξε μια σχολαστική τυπολογία για τη μεθοδική ανάλυσή του, η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στις μελέτες της αφήγησης. Ασχολήθηκε επίσης με τα λογοτεχνικά γένη και ενδιαφέρθηκε για τις μεταμορφώσεις των κειμένων στη μακρά ιστορική διάρκεια. Ιδρυτής, το 1970, με τον Τσβετάν Τοντορόφ, του θρυλικού περιοδικού λογοτεχνικής θεωρίας Poétique και διευθυντής μιας σειράς με τον ίδιο τίτλο στις εκδόσεις Seuil, δίδαξε στη Σορβόννη στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ακολούθως ήταν διευθυντής σπουδών στην École des Hautes Études en Sciences Sociales ως το 1994. Από τα έργα του κυκλοφορούν στα ελληνικά, μόλις την τελευταία εικοσαετία, η Εισαγωγή στο αρχικείμενο (Εστία, 2001), τα Σχήματα ΙΙΙ (Πατάκης, 2007) και εφέτος τα Παλίμψηστα (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2018).

Παλίμψηστα και μεταδιακειμενικότητα

Χρησιμοποιώντας από το πεδίο της Εκδοτικής τη μεταφορά του παλιμψήστου, του χειρογράφου του οποίου το αρχικό κείμενο έχει αποξεστεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το υλικό γραφής για τη συγγραφή ενός νέου κειμένου, στα Παλίμψηστα ο Ζενέτ συγκεντρώνει και αποσαφηνίζει τις θεωρητικές του απόψεις για το πώς τα κείμενα επικοινωνούν μεταξύ τους στην ιστορία της λογοτεχνίας. Βεβαίως, αυτός ο λάτρης της ακριβόλογης διατύπωσης και εμμονικός «επινοητής όρων», όπως τον χαρακτήριζε ο Ρολάν Μπαρτ, ταξινομεί τη γνώση αυτή σε κατηγορίες που ονοματίζονται αντιστοίχως με όρους. Αντικείμενο του βιβλίου είναι η μεταδιακειμενικότητα (transtextualité), με απλά λόγια «όλα όσα συσχετίζουν, κρυφά ή φανερά, το κείμενο με άλλα κείμενα». Οπωσδήποτε ο Ζενέτ διακρίνει επιμέρους τύπους μεταδιακειμενικών σχέσεων: τη διακειμενικότητα (intertextualité), όρο γνωστό από τις μελέτες της Τζούλια Κρίστεβα, που την ορίζει ως «σχέση συμπαρουσίας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κείμενα» με τη μορφή του παραθέματος, του υπαινιγμού ή της λογοκλοπής, την παρακειμενικότητα (paratextualité), τη «λιγότερο έκδηλη και περισσότερο απόμακρη σχέση… που διατηρεί το κυρίως κείμενο με αυτό που δεν μπορούμε να το ονομάσουμε αλλιώς παρά το παρακείμενό του: τίτλος, υπότιτλος, μεσότιτλοι, πρόλογοι, επίλογοι…», τη μετακειμενικότητα (metatextualité), «τη σχέση «σχολίου» που ενώνει ένα κείμενο με κάποιο άλλο για το οποίο μιλά… Αυτή είναι κατεξοχήν η κριτική σχέση», την αρχικειμενικότητα (architextualité), μια «βωβή σχέση», που αναφέρεται στην ένταξη ενός κειμένου στο πλαίσιο ενός γένους, και την υπερκειμενικότητα (hypertextualité). Αυτή η τελευταία, δηλαδή «κάθε σχέση που ενώνει ένα κείμενο Β με ένα προγενέστερο κείμενο Α πάνω στο οποίο ενοφθαλμίζεται κατά τρόπο που δεν είναι ο τρόπος του σχολιασμού», θα τον απασχολήσει άμεσα στα Παλίμψηστα.

Πέρα από τους όρους

Σε ογδόντα σύντομα κεφάλαια ο Ζενέτ εξηγεί τι είναι μίμηση, παρωδία, παστίς, αντιμυθιστόρημα, γελοιολογία, πώς λειτουργoύν η περικοπή, η συμπύκνωση, η προέκταση, διευκρινίζει λεπτές διαφορές. Η Αινειάδα του Βιργιλίου μιμείται την ομηρική Οδύσσεια ενώ ο Οδυσσέας του Τζόις τη μετασχηματίζει. Η μίμηση του ύφους ενός γένους στην κλασική εποχή διαφέρει από τη μίμηση του προσωπικού ύφους ενός συγγραφέα. Τι σημαίνει ότι ο Πλάτων είναι «επινοητής του καθαρού παστίς» ικανός να εξατομικεύει τον λόγο των χαρακτήρων του όπως έκαναν ο Μπαλζάκ, ο Ντίκενς και ο Προυστ πολύ αργότερα; Ο Ζενέτ εφαρμόζει την τυπολογία του σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα για να καταλήξει σε εκτιμήσεις. Η Βατραχομυομαχία, μια γελοιολογία της Ιλιάδας, είναι για τον Ζενέτ η αρχή και το απόγειο του γένους του ηρωικο-κωμικού ποιήματος και ο Δον Κιχώτης δεν είναι παρωδία ιπποτικών μυθιστορημάτων, όπως λέγεται συχνά, αλλά ένα λογοτεχνικό γένος από μόνος του. Πάντοτε μέσα από το πρίσμα της υπερκειμενικότητας δίνει απαντήσεις σε διλήμματα όπως: Πώς μεταφράζει την Ιλιάδα ένας Γάλλος, σε σύγχρονα ή σε μεσαιωνικά γαλλικά; Εξηγεί πώς λειτουργεί η τεχνική της ψευδοπερίληψης, δηλαδή της περίληψης ενός φανταστικού κειμένου, στον Μπόρχες, και με τον όρο προέκταση ονοματίζει και αιτιολογεί το «παραγέμισμα» των ελληνικών τραγωδιών στις διασκευές των γάλλων δραματουργών του 17ου και του 18ου αιώνα διευρύνοντας την κατανόησή μας για το γαλλικό κλασικό θέατρο.

Εκδοτικό ορόσημο

Τα Παλίμψηστα πρωτοκυκλοφόρησαν το 1982 και είναι εύλογο το ερώτημα γιατί τέτοια καταστατικά θεωρητικά κείμενα, τα οποία έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον έξω από το οποίο δεν μπορούμε σήμερα να διανοηθούμε την κριτική σκέψη, αργούν τόσο να μεταφραστούν στα ελληνικά. Η πρόσκληση που παρουσιάζουν στην απόδοση των θεωρητικών νεολογισμών είναι ίσως η αιτία. Εδώ, σε μετάφραση του Βασίλη Πατσογιάννη και επιμέλεια της Μαρίας Στεφανοπούλου και της Λίζυς Τσιριμώκου, έχουμε την ευτυχή περίπτωση της μεταφοράς της γαλλικής ορολογίας σε λειτουργικά ελληνικά, παγιώνοντας όρους που έχουν με τα χρόνια δοκιμαστεί και εισάγοντας νέους που εκτιμούμε ότι θα καθιερωθούν. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις που συνοδεύουν την ελληνική έκδοση και το παράρτημα κειμένων διευκολύνουν την προσπέλαση του σύμπαντος του Ζενέτ ενώ η περιεκτική και διαφωτιστική εισαγωγή της Λίζυς Τσιριμώκου εντάσσει τα Παλίμψηστα στη θεωρητική σκέψη του συγγραφέα και τεκμηριώνει τη θέση του στην ιστορία της λογοτεχνικής θεωρίας του 20ού αιώνα. Ο τόμος, ο οποίος αποτελεί εκδοτικό ορόσημο, δεν απευθύνεται μόνο στους μελετητές της λογοτεχνίας. Αφορά κάθε αναγνώστη που λαχταρά να εμβαθύνει στους μηχανισμούς της λογοτεχνίας και να τους κατανοήσει. Ο όρος παρωδία, για παράδειγμα, όπως εύστοχα σημειώνει ο Ζενέτ, «αποτελεί σήμερα τον τόπο μιας αναπόφευκτης, ίσως, σύγχυσης η οποία προφανώς δεν είναι και χθεσινή». Τη διάλυση της σύγχυσης επιφυλάσσει ο τόμος για τον αναγνώστη που δεν θα χρησιμοποιήσει τη δυσπιστία απέναντι στη θεωρία ως πρόσχημα για την απόρριψη ενός έργου το οποίο, γραμμένο με λεπτή ειρωνεία, είναι μια μεθοδική μεν, απολαυστική δε περιδιάβαση στην ιστορία των ευρωπαϊκών γραμμάτων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ