Αναζωπυρωμένο εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα το ενδιαφέρον των ερευνητών σχετικά με τα ταξίδια και τις επικοινωνίες στο Βυζάντιο, αν ληφθούν υπόψη τα σχετικά πολυάριθμα αντίστοιχα δημοσιεύματα. Το γεγονός έρχεται να επιβεβαιωθεί από την πρόσφατη κυκλοφορία ακόμη δύο δημοσιευμάτων, τα οποία εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στον ίδιο χώρο. Στο πρώτο, «Ταξίδια στις θάλασσες του Βυζαντίου» της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, που κυκλοφορεί και στα αγγλικά με τον τίτλο «Journeys on the Seas of Byzantium» και όπου συνεργάστηκαν οι Σ. Αηδώνη, Τζ. Αλμπάνη, Ν. Μπαλάσκα, Δ. Ευγενίδου, Β. Σακελλιάδης, Ν. Σελέντη, Φ. Σταυρουλάκη και Ι. Βιταλιώτης, εξετάζονται αποκλειστικά τα θαλάσσια ταξίδια κάτω από ποικίλες οπτικές γωνίες (λιμάνια, ναυπηγική, χαρτογραφία, εμπόριο, αλιεία, πειρατεία, θρησκευτικότητα). Πρόκειται για μια ιδιαίτερα φροντισμένη και ελκυστική έκδοση, με θαυμάσια εικονογράφηση, που παρέχει γενικές πληροφορίες και απευθύνεται σε έναν ευρύτερο κύκλο αναγνωστών και όχι μόνο σε βυζαντινολόγους.


Το δεύτερο είναι η δίτομη διατριβή του Ι. Δημητρούκα «Ταξίδια και επικοινωνία στο Βυζαντινό Κράτος από τον 6ο μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα». Το έργο αυτό δημοσιεύθηκε στα γερμανικά με ευρύτατη ελληνική περίληψη, ως ιστορική διατριβή εγκεκριμένη από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου και αποτελεί την πρώτη απόπειρα συνθετικής παρουσίασης του θέματος. Το γεγονός μαρτυρεί από μόνο του τις δυσχέρειες που είχε να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας, ο οποίος παρά ταύτα πραγματεύθηκε το αντικείμενό του με πληρότητα και υπευθυνότητα. Αυτοτελείς ταξιδιωτικές περιγραφές και χιλιάδες διάσπαρτες ψηφίδες πρωτογενούς υλικού αποθησαυρίστηκαν, μελετήθηκαν, συνδυάστηκαν με πολύ μόχθο και αποτέλεσαν τη βάση για να συντεθεί η πολύχρωμη αυτή τοιχογραφία των πάσης φύσεως μετακινήσεων κατά τη βυζαντινή περίοδο. Στις 711 συνολικά σελίδες της δίτομης αυτής μελέτης, ο συγγραφέας, αποδεικνύοντας την πλατιά διακλαδωμένη γνώση του διά μέσου έξι αιώνων βυζαντινής ιστορίας, παρέχει μια πληθώρα πληροφοριών για τους δρόμους, τα μέσα συγκοινωνίας, τα διαβατήρια, τα έξοδα μετακινήσεων, τις συνθήκες και τους κινδύνους των ταξιδιών κλπ.


Χρησιμοποιώντας τη στέρεη γνώση των τόμων του «Tabula Imperii Byzantini» του Πανεπιστημίου της Βιέννης σε συνδυασμό με άλλες, προσωπικές μελέτες, ο συγγραφέας κινείται με ασφάλεια στον ιστορικό βυζαντινό μικροχώρο και μακροχώρο για να δώσει με τρόπο απλό και παραστατικό το φαινόμενο της μετακίνησης σε όλες του τις εκφάνσεις. Η κοπιαστική αναζήτηση των επί μέρους μέσα από τις ίδιες τις πηγές δεν προσδίδει απλώς μια αυθεντικότητα στη σύνθεση του όλου, αλλά καταφέρνει να ανασυνθέσει παραστατικά τον βυζαντινό χωροχρόνο αφενός και αφετέρου τον τρόπο που αυτός βιωνόταν από τον βυζαντινό άνθρωπο.


Στο πρώτο και εισαγωγικό μέρος του βιβλίου εκτίθενται θέματα σχετικά με τις προϋποθέσεις ενός ταξιδιού (χρήματα, ταξιδιωτικά έγγραφα, τρόφιμα κλπ.). Εκτενής λόγος γίνεται εδώ και για τα πάσης φύσεως ξενοδοχεία και πανδοχεία, τα οποία πρόσφεραν όχι μόνο ύπνο και φαγητό, αλλά και μουσική και χορό, ακόμη και αγοραίες γυναίκες. Στις πόλεις υπήρχαν τα «φουσκάρια», τα «καπηλεία» και τα «εργαστήρια», οι ταβέρνες της εποχής, όπου προσφερόταν φαγητό και ποτό.


Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στα ταξίδια που γίνονταν από ιδιώτες, με πρώτα τα εμπορικά ταξίδια. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ακμή και την παρακμή του εμπορικού στόλου των βυζαντινών με την άνοδο των Βενετών και των άλλων ναυτικών πόλεων της ιταλικής χερσονήσου. Χερσαίοι και θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι ιχνογραφούνται πάνω στον χάρτη της εποχής με κατεύθυνση προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Γιατροί, αρχιτέκτονες, μαστόροι, φιλόσοφοι, λόγιοι αλλά και περιφερόμενοι μοναχοί («κυκλευτές»), αστρολόγοι, αλχημιστές, μουσικοί, άτομα με ασυνήθιστη σωματική διάπλαση και εμφάνιση, φυγάδες και κατεστραμμένοι από τα χρέη αγρότες παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, μετακινούμενοι από τόπο σε τόπο για τους δικούς του ο καθένας λόγους.



Στο τρίτο μέρος γίνεται εκτενής αναφορά στα επίσημα ταξίδια. Οι διπλωματικές αποστολές οργανώνονταν με κάθε λεπτομέρεια από τον magister officiorum (από τον 8ο αι. από τον Λογοθέτη του Δρόμου) υπό την εποπτεία του αυτοκράτορα. Οι πρεσβευτές ταξίδευαν με επιβλητικές συνοδείες και μετέφεραν πλούσια δώρα με σκοπό να κερδίσουν την εύνοια του ξένου ηγεμόνα. Ορισμένες πρεσβείες, όπως αυτές που ανταλλάχθηκαν πιθανότατα με την Κίνα τον 7ο αι., καθώς και εκείνες που ταξίδεψαν μέχρι την Ισπανία τον 9ο και 10ο και τη Ρωσία τον 10 αι., ήταν εκτεθειμένες σε κινδύνους, καθώς ήταν υποχρεωμένες να υπερβούν σχεδόν ανυπέρβλητα γεωγραφικά εμπόδια. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε τις επίσημες αποστολές προς τη Δύση μέσω της Πάτρας, της Ζάρας και των παραλιακών πόλεων της Δαλματίας προς τη Βενετία και τα φραγκικά σύνορα αλλά και προς την Ανατολή, την Περσία και την Κεντρική Ασία από τον χερσαίο δρόμο του μεταξιού ως τη Σογδιανή και το Αλτάι. Στο ίδιο κεφάλαιο πραγματεύονται οι μετακινήσεις των βασιλέων και των επισκόπων αλλά και διαφόρων κρατικών υπαλλήλων, όπως ταχυδρόμων, κατασκόπων κλπ.


Στο επόμενο μέρος του βιβλίου εξετάζονται διεξοδικότερα τα χερσαία ταξίδια, οι δρόμοι αλλά και τα μεταφορικά μέσα. Το βυζαντινό κράτος διέθετε ένα πολύ καλό, για τα μέτρα της εποχής, οδικό δίκτυο, που εξασφάλιζε την ανεμπόδιστη κυκλοφορία ανθρώπων και εμπορευμάτων. Η εκτενής ενότητα για τα δρομολόγια ανοίγει με τη Νότιο Ιταλία και τις βασικές οδούς που ήταν σε χρήση ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή: Αππία (από τη Ρώμη στον Τάραντα), Ποπιλία (από την Καπύη κατά μήκος της ακτής ως το Ρήγιο) και Τραϊάνα (στην ακτή της Απουλίας). Στη χερσόνησο του Αίμου εξετάζεται, μεταξύ άλλων, η κατάσταση των ταχυδρομικών σταθμών και η εξέλιξή τους, καθώς και η σπουδαιότητα της Εγνατίας σε συνάρτηση με συγκεκριμένα στρατιωτικά, διπλωματικά και άλλα ταξίδια. Το βορειότερο ως τη Σερδική τμήμα της μεγάλης Διαγώνιας ή Στρατιωτικής οδού (Σιγγιδώνα – Κωνσταντινούπολη), η οποία εξασφάλιζε την επικοινωνία με την Κεντρική Ευρώπη, τέθηκε εκτός λειτουργίας ήδη από τον 6ο αι., ενώ η επαναλειτουργία της τοποθετείται χρονικά μετά το 864. Στον ελλαδικό χώρο εξετάζεται η οδική σύνδεση Θεσσαλονίκης – Αθήνας μέσω Τεμπών αλλά και οι άλλες οδικές αρτηρίες στη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Στη Μικρά Ασία η περίφημη «Οδός των Προσκυνητών» είχε αφετηρία την Κωνσταντινούπολη και κατέληγε στην Παλαιστίνη. Σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για τις μετακινήσεις αποτελούσε το φαινόμενο της ληστείας, στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά, καθώς και οι κατά καιρούς εξεγέρσεις διαφόρων μειονοτήτων.


Στο πέμπτο μέρος παρουσιάζονται τα διάφορα είδη πλοίων που ήταν σε χρήση τα βυζαντινά χρόνια και παρακολουθείται η εξέλιξή τους. Στη συνέχεια ιεραρχούνται τα ναυτικά επαγγέλματα με τις αντίστοιχες μισθολογικές διαβαθμίσεις αλλά και όσα δεν σχετίζονταν άμεσα με τα πλοία (λιμενεργάτες και εργάτες των ναυπηγείων, όπως π.χ. οι «σακκοφόροι» και οι «λιμενίτες»). Το τμήμα το σχετικό με τους θαλάσσιους δρόμους ανοίγει με τον Εύξεινο Πόντο. Η διασφάλιση των θαλάσσιων δρόμων μέσω του Εύξεινου Πόντου ήταν ζωτικής σημασίας για τους Βυζαντινούς, αφού από εκεί διακινούνταν προϊόντα όπως σιτάρι, μπαχαρικά, το μετάξι της Ανατολής κλπ.


Στο Αιγαίο διασταυρώνονταν πολλοί θαλάσσιοι δρόμοι. Τα πλοία που έρχονταν από την Ιταλία με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη έπλεαν βόρεια της Κρήτης ως την Εφεσο, για να παραπλεύσουν στη συνέχεια τη μικρασιατική ακτογραμμή. Ο θαλάσσιος διάδρομος από την Πάτρα προς την Κόρινθο και η ­ σε κάποιες περιπτώσεις επιβεβαιωμένη ­ χρήση του αρχαίου Διόλκου αποτελούσε μια ασφαλέστερη εναλλακτική λύση για τα πλοία που ήθελαν να αποφύγουν τον επικίνδυνο περίπλου της Πελοποννήσου. Ο θαλάσσιος δρόμος που ένωνε την Κωνσταντινούπολη με την Αλεξάνδρεια ήταν ενιαίος ως τη Ρόδο, όπου διχάζονταν σε ένα πελάγιο παρακλάδι προς την Αίγυπτο και ένα παράκτιο που έβαινε παράλληλα προς τις ακτές της Κιλικίας, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Ενδιαφέροντα στοιχεία παραθέτει ο συγγραφέας σχετικά με τη διάρκεια των ταξιδιών στη διαδρομή αυτή: η Αττάλεια απείχε από την Κωνσταντινούπολη 15 μέρες θαλασσοπορίας, η Κύπρος 10 με ευνοϊκό άνεμο και χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς και η Αλεξάνδρεια 18.


Οι ευρωπαίοι προσκυνητές, ύστερα από την κατάκτηση της χερσονήσου του Αίμου από τους Σλάβους, έφθαναν στα επίνεια των Ιεροσολύμων ακολουθώντας τη διαδρομή Ρώμη – Στενά Μεσσήνης – Κύπρος. Οσοι προέρχονταν από την Ιβηρική, τη Γαλλία και την Αγγλία έπαιρναν το πλοίο σε ένα από τα γαλλικά μεσογειακά λιμάνια και διέσχιζαν το πέλαγος, για να παραπλεύσουν στη συνέχεια τη Βόρειο Αφρική ως την Ιόππη. Διεξοδική αναφορά γίνεται στις θαλάσσιες διαδρομές που συνέδεαν την Καρχηδόνα με την Ανατολή, καθώς επίσης και στο Τυρρηνικό Πέλαγος, την Αδριατική, το Ιόνιο, την Ερυθρά Θάλασσα κλπ. Ειδική μνεία γίνεται ακόμη για τις δεισιδαιμονίες και τις διάφορες ιεροπραξίες, όπως θυσίες στις μυστηριώδεις δυνάμεις της φύσεως, που συνδέονταν με τα θαλασσινά ταξίδια. Κυρίως όμως οι Βυζαντινοί κατέφευγαν στη βοήθεια των Αγίων Νικολάου, Φωκά, Νίκωνα και Ισιδώρου. Τέλος αναλύονται περιπτώσεις ταξιδιών για τα οποία υπάρχουν συγκεκριμένες περιγραφές (οδοιπορικά, εκθέσεις προσκυνητών, εμπόρων, εξορίστων, αιχμαλώτων πολέμου κλπ.).


Οχι ευχάριστη εντύπωση προξενούν τα πολλά τυπογραφικά λάθη στο βιβλίο, που εκκινούν ήδη από τον τίτλο του εξωφύλλου, καθώς επίσης και ο χάρτης στο τέλος του πρώτου τόμου, ο οποίος θέτει σε πραγματική δοκιμασία την οπτική ικανότητα και του πλέον οξυδερκούς αναγνώστη. Οπωσδήποτε όμως, και με δεδομένο το γεγονός πως το βιβλίο αυτό είναι η πρώτη σύνθεση στον τομέα των μετακινήσεων στη γεωγραφική βάση της βυζαντινής οικουμενικής «κοινοπολιτείας», και παρά την πολυσέλιδη ελληνική περίληψη, θα ήταν ευχής έργο να δημοσιευθεί κάποτε και στα ελληνικά, ίσως σε μια πιο συνοπτική μορφή.


Ο κ. Κώστας Πούλος είναι φιλόλογος – βυζαντινολόγος.