Keith Lowe
Ο φόβος και η ελευθερία. Πώς μας άλλαξε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Μετάφραση Δημήτρης Σταυρόπουλος
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2018
σελ. 638, τιμή 22,20 ευρώ
Κανένας πόλεμος δεν υπήρξε τόσο καταστρεπτικός όσο ο Β’ Παγκόσμιος και για κανέναν άλλον δεν γράφτηκαν και εξακολουθούν να γράφονται τόσα πολλά. Συνήθως οι ιστορικοί καταγράφουν τα όσα συνέβησαν τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και σε εκείνο των μαχών και των καταστροφών. Ωστόσο ο Κιθ Λόου σε τούτο το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του δεν περιορίζεται στα παραπάνω αλλά εστιάζει το ενδιαφέρον του στο πώς εξαιτίας αυτού του πολέμου διαμορφώθηκε ο σύγχρονος κόσμος. Πώς διαμορφώθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες, πώς ανεξαρτήτως των πολιτικών συστημάτων αναπτύχθηκε το κράτος πρόνοιας, πώς οι επιστημονικές γνώσεις που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη των όπλων μεταφέρθηκαν στην καθημερινή ζωή και πώς διαμορφώθηκαν οι συνειδήσεις, τι νέοι θεσμοί προέκυψαν, όπως λ.χ. τα Ηνωμένα Εθνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ακόμα και τι συνέπειες είχαν οι καταστροφές στην ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος, αφού οι γυναίκες είχαν για πρώτη φορά τόσο ενεργό ρόλο σε έναν πόλεμο.

Οι αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη

Το βιβλίο του Λόου κινείται σε δύο πεδία, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος: της ελευθερίας που έφεραν η νίκη και η απαλλαγή της ανθρωπότητας από τον ναζισμό και τον φασισμό και του φόβου μήπως ένας παρόμοιος πόλεμος επαναληφθεί –και τότε θα είναι ακόμα πιο καταστρεπτικός. Η συνειδητοποίηση πως ο άνθρωπος είναι ικανός να αυτοκαταστραφεί άλλαξε εκ βάθρων τις κοινωνίες.
Η μεταπολεμική εποχή σημαδεύθηκε από τεράστιες αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη, στις κοινωνίες, στην οικονομία, στον τρόπο διαβίωσης. Το τέλος της αποικιοκρατίας, η πρόοδος στην Ιατρική, τα νέα είδη κατοικίας που ήταν πολύ καλύτερα και λειτουργικότερα από τα παλιά, σηματοδοτούσαν τις προόδους που έκανε ο άνθρωπος συνειδητοποιώντας τα μεγάλα σφάλματα του παρελθόντος. Αλλά υπήρξαν και πολλές αρνητικές συνέπειες. Το τέλος της αποικιοκρατίας συνοδεύθηκε από εμφύλιες συρράξεις, το όραμα μιας ειρηνικής παγκόσμιας κοινωνίας ακυρώθηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο και τις συγκρούσεις εξαιτίας των νέων γεωπολιτικών συμφερόντων.
Ο συγγραφέας προβαίνει σε πλήθος έξοχες παρατηρήσεις, όπως για παράδειγμα ότι ο πληθωρισμός είναι φαινόμενο κατ’ εξοχήν του Μεταπολέμου και ότι στις συνέπειες του πολέμου θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλες. Για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα: στο κεφάλαιο «Δημογραφικές αναστατώσεις» ο Λόου αναφέρει τις τρομερές απώλειες των Σοβιετικών, που κυμαίνονται μεταξύ 20 εκατομμυρίων και 27 εκατομμυρίων νεκρών αλλά προσθέτει επίσης: «Οσο τρομακτικοί κι αν φαίνονται αυτοί οι αριθμοί, εξακολουθούν να μην αντικατοπτρίζουν το μέγεθος των απωλειών που βίωσε η Σοβιετική Ενωση. Πολλοί από τους νεκρούς δεν είχαν συναντήσει ακόμη ο έναν τον άλλον, δεν είχαν ακόμη ερωτευθεί, δεν είχαν ακόμη αποκτήσει δικά τους παιδιά. Αν συνυπολογίσει κανείς τα μωρά που δεν γεννήθηκαν, τότε οι πραγματικές απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες». Γι’ αυτό και «ένας δημογράφος έχει υπολογίσει πως αν ο πόλεμος δεν είχε συμβεί ποτέ, το 1970 θα ζούσαν στην ΕΣΣΔ τουλάχιστον πενήντα εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι». Από την άλλη, ωστόσο, η «έκρηξη γεννήσεων» που παρατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Δύσης αύξησε τον αριθμό των φορολογουμένων «που στήριξαν τους αναπτυσσόμενους δημόσιους τομείς», αλλά σήμερα η περίσσεια συνταξιούχων «απειλεί να καταβαραθρώσει τα συστήματα παροχών υγείας και σύνταξης».
Βέβαια, η λέξη που ερχόταν στο στόμα όλων με το τέλος του πολέμου ήταν μία: ελευθερία. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ κατά τη διάρκεια του πολέμου «είχε μιλήσει για τέσσερις ελευθερίες: την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της λατρείας, την ελευθερία από την ένδεια και την ελευθερία από τον φόβο». Και άλλες μορφές ελευθερίας προστέθηκαν αργότερα. Οι πάντες μιλούσαν για ελευθερία, όχι μόνο στις περιοχές του ένοπλου αγώνα, αλλά παντού, και στις χώρες που δεν υπήρξαν θέατρο μαχών.

Ιστορίες επιζώντων

Κάθε κεφάλαιο περιέχει και την προσωπική ιστορία ενός από τους επιζώντες, δηλαδή το πώς ο πόλεμος τού άλλαξε τη ζωή μεταπολεμικά, και αυτό προσδίδει ζωντάνια και ένταση στην καλειδοσκοπική αφήγηση του Λόου, ο οποίος κινείται με άνεση από τόπο σε τόπο και από χώρα σε χώρα. Ο λόγος που εντάσσει τόσες ατομικές ιστορίες είναι απλός και μας τον λέει από την αρχή ακόμα: «Οι ατομικές ιστορίες είναι ακριβώς αυτο-ιστορίες. Είναι στον τρόπο που αλληλεπιδρούν με το συλλογικό αφήγημα εκεί που τελειώνει η «ιστορία» κι αρχίζει η Ιστορία».
Οι περισσότερες από τις ατομικές ιστορίες είναι από ανθρώπους που έχουν αριστερές απόψεις. Θα έλεγε κανείς πως είναι σύνηθες μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, όμως ένας ιστορικός πρώτης γραμμής, όπως ο Λόου, τις περιλαμβάνει για άλλους λόγους. Για τον ίδιο «το 1945 υπήρξε πιθανώς το ζενίθ της Αριστεράς» αφού «οι προοδευτικές, ακόμα και οι απροκάλυπτα κομμουνιστικές ιδέες κυριάρχησαν στην πολιτική ατζέντα με τρόπο που δεν επαναλήφθηκε ποτέ πια». Αλλά έχουμε και ιστορίες ανθρώπων που οι πολιτικές τους πεποιθήσεις υπέστησαν δραματικές αλλαγές εξαιτίας των όσων αντιμετώπισαν τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά.
Επομένως, το να μιλά κανείς για σημερινή ηγεμονία της Αριστεράς ή, από την άλλη, της Δεξιάς είναι αναχρονισμός –και αυτό επιβεβαιώνει η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, γραμμένου από έναν συγγραφέα ο οποίος δεν έχει αυταπάτες, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει και τη βαθιά δημοκρατική του συνείδηση, αφού η βασική του πρόθεση ήταν να μας πει γιατί ο κόσμος μας είναι αυτός που είναι, γιατί ζούμε σε αυτές τις πόλεις και όχι σε κάποιες άλλες, γιατί η τεχνολογία εξελίσσεται όπως εξελίσσεται και –το σημαντικότερο –γιατί πλέον κανείς δεν πιστεύει στην Ουτοπία.
Μας προειδοποιεί επίσης ότι καμία από τις ιστορίες που παραθέτει δεν είναι απολύτως ακριβής. Οταν οι άνθρωποι αλλάζουν απόψεις, διηγούνται το παρελθόν τους μέσα από το πρίσμα των νέων απόψεών τους. Η Ιστορία λοιπόν δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως προοδευτική δύναμη, αφού είναι γεμάτη ήρωες και τέρατα. Τι αξίζει επομένως; Η αληθινή ελευθερία. Δηλαδή το «να μπορούμε να σταθούμε αν χρειαστεί έξω από το πλήθος», που σημαίνει: «Ενα ελεύθερο άτομο είναι γεμάτο ευθύνες και άβολες αλήθειες». Τότε μόνο μπορεί να αντιμετωπίσει τους φόβους του, ο μεγαλύτερος από τους οποίους, όπως είπε εδώ και χρόνια ο Εριχ Φρομ, είναι «ο φόβος μπροστά στην ελευθερία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ