Ο ανυπότακτος λουζιτανός





Βλαστός αστικής οικογένειας, κληρονόμος της ανίατης ενοχής που βασανίζει σε σπάνιες περιπτώσεις τα πλουσιόπαιδα, πολυταξιδεμένος από την πρώτη τρυφερή ηλικία του, ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες έθεσε ως θεματικό άξονα του έργου του την Πορτογαλία και το πεπρωμένο της χώρας του ­ όπως και οι περισσότεροι πορτογάλοι συγγραφείς. Ο πατέρας του, ονομαστός νευρολόγος της Λισαβόνας και παίκτης του χόκεϊ, του διάβαζε καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του σελίδες από την «Αισθηματική αγωγή», στο απλόχωρο σπιτικό τους στην ευρύτερη περιοχή της συνοικίας της Μπενφίκα. Η μητέρα του, όπως εξομολογείτο ο ίδιος αργότερα, ήταν η μοναδική γυναίκα που γνώριζε να έχει διαβάσει Προυστ. Εξι αγόρια είχε η οικογένεια Λόμπο Αντούνες. Ο Αντόνιο έγινε ψυχίατρος, πέρασε δύο χρόνια στην Αγκόλα σαν στρατιωτικός γιατρός στη διάρκεια του αποικιακού πολέμου, και επέστρεψε στην Πορτογαλία όπου εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, «κατά τύχη» όπως είπε εκ των υστέρων, σε ηλικία 36 ετών. Τα τελευταία χρόνια ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, παρ’ ότι εξακολουθεί να περνάει μία μέρα την εβδομάδα στο νοσοκομείο όπου εργάζεται και διατηρεί κάποια σεμινάρια κλινικής ψυχολογίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, έχει αφοσιωθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στη συγγραφή των βιβλίων του. Παραμένει ένα άτομο ανυπότακτο, ερμητικά κλεισμένο στο απόρθητο φρούριο της λογοτεχνίας, όπου η απομόνωση συνυπάρχει με την ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση του ανθρώπου. Ζει ασκητικά με την εμμονή να πλησιάσει όσο γίνεται περισσότερο τους ανθρώπους.



Στα πενήντα έξι χρόνια του, ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες θεωρείται ένας από τους τρεις επιφανέστερους σύγχρονους πορτογάλους συγγραφείς: οι άλλοι δύο είναι ο Ζοζέ Σαραμάγκου και ο Ζοζέ Καρντόζο Πίρες. Είναι αλήθεια ότι η πορτογαλική λογοτεχνία, terra incognita μέχρι πρότινος στην Ελλάδα, ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας με κινηματογραφική ταχύτητα τα τελευταία χρόνια. Αφού γνωρίσαμε τον Σαραμάγκου και τον Καρντόζο Πίρες, τώρα ερχόμαστε σε κοινωνία με τον τρίτο συγγραφέα, στον οποίο η χώρα του έχει εναποθέσει τις ελπίδες της για ένα Νομπέλ. Τα ελληνικά εκδοτικά αντανακλαστικά έχουν ενεργοποιηθεί από καιρό: είναι έτοιμο να εκδοθεί ένα ακόμη βιβλίο του Ζοζέ Καρντόζο Πίρες (τον οποίο για πρώτη φορά παρουσίασε στα ελληνικά ο «Στοχαστής»), συγγραφέα που αυτή τη στιγμή φαίνεται να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες για το Νομπέλ, κυρίως μετά τη βράβευσή του φέτος με το βραβείο Πεσόα, τη μεγαλύτερη διάκριση για το σύνολο των τεχνών στην Πορτογαλία. Συγχρόνως, η κυρία Αθηνά Ψυλλιά, ψυχολόγος η ίδια, μαθήτρια του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες και μεταφράστρια από τα πορτογαλικά του έργου του (όπως και έργων των υπολοίπων), προχωρεί στη μετάφραση ενός ακόμη μυθιστορήματος του Αντούνες, της «Φυσικής τάξης των πραγμάτων», για να ακολουθήσει το έργο που τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη, το μυθιστόρημα που απηχεί κυρίως την εμπειρία του Αντούνες στην Αγκόλα, με τον εξωφρενικό τίτλο «Στου διαβόλου τον κώλο».


Μάλλον είχε δίκιο ο πατέρας τού Αντόνιο Λόμπο Αντούνες όταν του έλεγε ότι για να γίνει συγγραφέας ο καλύτερος δρόμος είναι να σπουδάσει σε μια σχολή με πιο τεχνική εκπαίδευση παρά στη Φιλοσοφική. Η ιατρική, κατά τον πατέρα Αντούνες, θα του εξασφάλιζε τη γνώση για τον άνθρωπο καθώς και καλύτερη ποιότητα ζωής. Εν τέλει, ο Αντόνιο στράφηκε στην ψυχιατρική και κατέκτησε εξέχουσα θέση στους ιατρικούς κύκλους της χώρας του. Παρ’ όλα αυτά, την άσκηση της ψυχιατρικής εκτόπισε βαθμηδόν η θεραπεία της λογοτεχνίας, «χωρίς ποτέ να απαλλαγεί ούτε ο ψυχίατρος ούτε ο συγγραφέας από την αβεβαιότητά του όσον αφορά τον ορισμό της τρέλας», όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί.


Την ανίχνευση της ανθρώπινης ψυχής συνέχισε ο Αντούνες με περισσότερο πάθος μέσα από τα μυθιστορήματά του. Στην «άσκηση» αυτή δεν θέλησε κανέναν περισπασμό, προ παντός όχι τον περισπασμό της τρυφηλής ζωής. Πατέρας δύο κοριτσιών, διαζευγμένος, ζει μοναχικά σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα της Λισαβόνας, με δύο καρέκλες, ένα τραπέζι και μια τηλεόραση καταγής, όπου γράφει ακατάπαυστα από το πρωί ως το βράδυ. Εχει ήδη 11 μυθιστορήματα στο ενεργητικό του, έχει τιμηθεί το 1985 με το «Μέγα Βραβείο Μυθιστορήματος και Νουβέλας» της Πορτογαλικής Ενωσης Συγγραφέων και προ ολίγων μηνών εξέδωσε ένα ακόμη μυθιστόρημα, τη συνέχεια τρόπον τινά του «Εγχειριδίου των ιεροεξεταστών», με τίτλο «Το μεγαλείο της Πορτογαλίας». Ανακοίνωσε μάλιστα ότι προτίθεται να προχωρήσει σε μια τετραλογία, όπου το κάθε βιβλίο θα είναι κομμάτι ενός ευρύτερου σχεδίου «πάνω σ’ ένα θέμα που τώρα πια δεν είναι της μόδας: πάνω στην εξουσία και στην άσκηση της εξουσίας στην Πορτογαλία».


Το πρώτο βιβλίο αυτής της σχεδιαζόμενης τετραλογίας, αυτοτελές ωστόσο, είναι το «Εγχειρίδιο των ιεροεξεταστών», όπου η υπόθεση εκτυλίσσεται την εποχή του δικτάτορα Σαλαζάρ και ακολουθεί τις ημέρες και τα έργα ενός εκ των υπουργών του. Το leitmotiv του μυθιστορήματος, η φράση – κλειδί που έδωσε στον Αντούνες το αρχικό έναυσμα για να προχωρήσει στη σύνθεση του έργου, ήταν μια φράση που μεταχειριζόταν ένας ηλικιωμένος εργένης του κύκλου της οικογενείας τους: «Τους κάνω ό,τι θέλουν αλλά δεν βγάζω ποτέ το καπέλο απ’ το κεφάλι για να θυμούνται ποιος είναι το αφεντικό».


Αυτό επαναλαμβάνει και ο διεφθαρμένος υπουργός του βιβλίου καθώς καταδυναστεύει τις ζωές όλων όσοι ζουν και εξαρτώνται από την ανύπαρκτη μεγαλοθυμία του, σε ένα απομονωμένο υποστατικό με στάβλους, πρόβατα, σκύλους, υπηρέτες, επιστάτη, γκουβερνάντα, μαγείρισσα και άλλους «παλιάτσους» και «παλιοκομμουνιστές» στα μάτια του υπουργού. Γέρος πια και ανήμπορος, ο άλλοτε κραταιός υπουργός βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση (απόηχος από την αληθινή ζωή του Σαλαζάρ, που πέρασε τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του χωρίς επαφή με την πραγματικότητα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο· ο πατέρας τού Αντούνες ήταν ένας από τους θεράποντες ιατρούς του).


Γύρω από τον κλινήρη δυνάστη τους, που δεν μπορεί πλέον να τους ακούσει, καταθέτουν τις μαρτυρίες τους ένας προς έναν δεκαεννέα άτομα: το καθένα κρατά ένα κομμάτι της ιστορίας. Δεν υπάρχει στο βιβλίο του Αντούνες παντογνώστης αφηγητής, παρά ένας αόρατος ιεροεξεταστής που ωθεί τα άτομα αυτά σε εξομολογήσεις. Μέσα από τις μαρτυρίες των διαφορετικών προσώπων αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο που έπαιξε ο καθένας, λεπτομέρειες που προσπαθεί να αποκρύψει, στοιχεία της προσωπικής του ζωής, ψηφίδες από την ιστορία της Πορτογαλίας. Με τις συχνές εναλλαγές του αφηγητή και τις ξαφνικές μετατοπίσεις στον χρόνο, ανασυνθέτουμε την ιστορία όπως την έζησε ο καθένας, σαν να έχουμε εισέλθει για μια στιγμή στο μυαλό του.


Οπως έχει παρατηρηθεί και στα άλλα μυθιστορήματα του Αντούνες, οι χαρακτήρες που βρίσκονται στις χαμηλότερες βαθμίδες της κοινωνικής και μορφωτικής κλίμακας είναι προικισμένοι με ανιδιοτέλεια και εγκαρτέρηση, αφελείς τόσο ώστε να πιστεύουν ότι τα αφεντικά τους στην πραγματικότητα νοιάζονται γι’ αυτούς. Ολοι όσοι βρίσκονταν σε επαφή με τον έκδοτο υπουργό, ακόμη και ο ίδιος ο γιος του, μοιάζουν να έχουν μιανθεί από τον εγωκεντρισμό του και την παντελή έλλειψη αισθημάτων που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του. Η οργή του Αντούνες δεν στρέφεται, ωστόσο, ενάντια στους χαρακτήρες του, αλλά ενάντια στην ηθικά και πνευματικά χρεοκοπημένη κοινωνία που άφησε πίσω του ο Σαλαζάρ, και κυρίως ενάντια στην εγωπαθή ανώτερη τάξη που γραπώθηκε από τον πλούτο και τη δύναμή της σε έναν απελπισμένο εναγκαλισμό. Ανθρωπος δυσπρόσιτος, γοητευτικός ομιλητής για όσους είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν διαλέξεις του, ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες ανήκει εκών άκων στην ελίτ της χώρας του. Στους επίλεκτους φίλους του συγκαταλέγονται ο ομότεχνός του Ζοζέ Καρντόζο Πίρες, καθώς και ο ψυχίατρος Ντανιέλ Σαμπάιο, αδελφός του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας.