Το Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο είναι μια ιστορία πάθους. Ο ζωγράφος Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ένας μοναχικός και συνεσταλμένος νέος, ερωτεύεται κεραυνοβόλα μια άγνωστη που παρατηρεί για πολλή ώρα έναν πίνακά του και μοιάζει να έχει κατανοήσει αυτό που ο καλλιτέχνης εκφράζει. Οταν, μετά από μεγάλη αναζήτηση, σχεδόν τυχαία, καταφέρνει να την ξαναβρεί, δημιουργείται μια παθιασμένη ερωτική σχέση, με εξάρσεις και σκηνές ζηλοτυπίας του Καστέλ, ιδιαίτερα όταν μαθαίνει ότι είναι παντρεμένη και ίσως να διατηρεί κι έναν ερωτικό δεσμό με κάποιον άλλο άντρα. Τα αδιέξοδα αυτής της σχέσης και η ανάγκη του ήρωα-καλλιτέχνη να δώσει στο αντικείμενο του έρωτά του τη μορφή που αυτός επιθυμεί, την απόλυτη κατοχή τελικά της αγαπημένης, τον οδηγούν στο έγκλημα. Η αναζήτηση αυτής της «αδελφής ψυχής» που θα τον βγάλει από το «τούνελ» της μοναξιάς του είναι ένα από τα θέματα αυτού του μυθιστορήματος, γιατί, όπως ο ίδιος εξομολογείται στο τέλος του βιβλίου, σκότωσε τον μόνο άνθρωπο που τον καταλάβαινε.
Διάβασα αυτό το μυθιστόρημα πολλά χρόνια πριν, όταν πρωτομάθαινα ισπανικά στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, και θυμάμαι πολύ έντονα πόσο μου θύμιζε μια ποιήτρια που είχα μεταφράσει το 1973, τη Σύλβια Πλαθ, και την ποίησή της: εξομολογητική, τολμηρή, βγαλμένη κυριολεκτικά από τα σπλάχνα, συγκλονιστική. Αυτά τα ίδια επίθετα θα πρέπει να μεταχειριστώ εδώ για να περιγράψω την αναμφίβολα πρωτότυπη εξομολόγηση του δολοφόνου-ήρωα: μέσα σε εκατόν εβδομήντα τέσσερις σελίδες ξεδιπλώνει την υπαρξιακή αγωνία του καλλιτέχνη και το πάθος του απελπισμένου εραστή. Και ο αναγνώστης συμμερίζεται το πάθος του, ταυτίζεται με την αγωνία του, παρ’ όλο που περιγράφεται μ’ έναν απέριττο, ψυχρό, σχεδόν αναλυτικό τρόπο.
Η μετάφραση αυτή ήταν μια περιπέτεια στον λαβύρινθο της παράνοιας του Καστέλ, που μ’ έναν οριακά λογικό ειρμό δίνει μια ανάγλυφη εικόνα της κοινωνίας στην εποχή του και αποτυπώνει τις διαταραγμένες κι επιφανειακές ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά ήταν και μια περιπέτεια στους δρόμους, στις πλατείες και στα καφέ του Μπουένος Αϊρες, στο τούνελ της μοναξιάς και της παράνοιας του κάθε ανθρώπου. Και όλα αυτά στα τέλη της δεκαετίας του ’40, όταν εκδίδεται αυτό το πρωτότυπο βιβλίο.
Μεταφράζοντας το Τούνελ δεν μπόρεσα να μην προσέξω την ομοιότητα της πρώτης παραγράφου αυτού του μυθιστορήματος με την πρώτη φράση στο Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

Ο Ερνέστο Σάμπατο αρχίζει έτσι:

«Αρκεί να πω ότι είμαι ο Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο
ζωγράφος που σκότωσε τη Μαρία Ιριμπάρνε· υποθέτω
πως όλοι θυμούνται τη δίκη και πως δεν χρειάζονται
περισσότερες εξηγήσεις σχετικά με το πρόσωπό μου».
Και το μυθιστόρημα του Κολομβιανού αρχίζει με αυτή τη φράση:
«Τη μέρα που επρόκειτο να τον σκοτώσουν ο Σαντιάγο
Νασάρ σηκώθηκε στις πεντέμισι το πρωί για να
υποδεχτεί το πλοίο που θα έφερνε τον επίσκοπο».
Από τις πρώτες λέξεις και οι δύο συγγραφείς δίνουν στον αναγνώστη την έκβαση της ιστορίας, το τέλος του μυθιστορήματος. Πράγμα που όμως δεν σταματά το ενδιαφέρον, αντίθετα το μεγαλώνει. Ο Σάμπατο ανήκει στην τριάδα των πιο καταξιωμένων συγγραφέων της Αργεντινής μαζί με τον Μπόρχες και τον Κορτάσαρ, αλλά και στην ομάδα των συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής που προκάλεσαν τη λογοτεχνική έκρηξη με τα μυθιστορήματά τους. Με τη διαφορά ότι είναι λιγότερο πληθωρικός από τους υπόλοιπους παραμυθάδες και εμβαθύνει στην εσωτερικότητα του ανθρώπου και στη μοναδική προσωπικότητά του.
Πρόκειται για ένα κλασικό βιβλίο που έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου γραμμένο από έναν συγγραφέα με μια πολύ ιδιαίτερη θεματολογία και γραφή.
* Το Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ