«Οτε περιηγούμην εις τα ενδότερα της Σικελίας ο συνοδός μου μοί εδείκνυεν ανά παν βήμα παρεκκλήσιον, βρύσιν, ξενώνα ή άλλο ευσεβές ή φιλανθρωπικόν ίδρυμα ανεγερθέν διά της γενναιοδωρίας περιβοήτου τινός ληστού. Ούτω και παρ’ ημίν ανεγείρει πτωχοκομεία και μουσεία εκ μετοχικών χρημάτων ο φιλογενής κ. Α.Σ.»


Εμμανουήλ Ροΐδης


Η περίφημη διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, που τόσο ταλάνισε τον δημόσιο ελληνικό βίο στα πρώτα του θεσμικά βήματα, αναζωπυρώνεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα (1870 και μετά) με ελαφρώς παραλλαγμένη μορφή: οι «άλλοι Ελληνες», της Διασποράς, δείγματα μιας παράταιρης ετερότητας, «ξαναχτυπούν» όχι πλέον ως θεσιθήρες αλλά ως κοσμοπολίτες επιχειρηματίες, βαθύπλουτοι «ομογενείς», σκληραγωγημένοι στη χρηματιστική ζούγκλα του εξωτερικού, που εισβάλλουν μαζικά και επιθετικά στη νηπιώδη ελλαδική αγορά, διαμορφώνουν σχεδόν εκ του μηδενός την «οικονομική ιδεολογία» της εποχής (βιομηχανία, τράπεζες, σιδηρόδρομοι, αεριόφως, οδοποιία) και καλλιεργούν συστηματικά την τέχνη των διαπλεκομένων συμφερόντων με την πολιτική εξουσία.


Δεν είναι τυχαίο ότι κάποια διορατικά πνεύματα των καιρών τούς ονομάτισαν «Νεοφαναριώτες». Η ομογένεια του χρήματος συνέδεσε την έντονη παρουσία της στον ελλαδικό χώρο με ένα ευρύτατο επενδυτικό πρόγραμμα, καλοδεχούμενο στις δεδομένες συγκυρίες, που συνοδεύτηκε από μια καινότροπη και διφυή δημόσια πρακτική: την άσκηση του ευεργετισμού, «χορηγισμού» όπως θα τον αποκαλούσε η τρέχουσα εκσυγχρονιστική ορολογία, μέσω του οποίου συντηρείται καλά ο μύθος μιας φιλογενούς, γενναιόδωρης, ανιδιοτελούς και φιλάνθρωπης «πλουτοκρατίας», που έδωσε π.χ. «ευρωπαϊκή» φυσιογνωμία στην Αθήνα, διαμορφώνοντάς την σύμφωνα με τα ευρύχωρα δικά της μέτρα· και, συνάμα, την εισαγωγή μιας νέας, πρότυπης, επιχειρηματικής συμπεριφοράς, που διέπεται από το πνεύμα όχι της μακρόχρονης, συστηματικής και επίμοχθης εργασίας αλλά της εύκολης, παράτολμης και πολλαπλής κερδοσκοπίας. Η εικόνα λοιπόν του ομογενούς ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στον απόλυτα αξιοθετημένο τύπο του ευεργέτη πατριώτη, και τον απόλυτα απαξιωμένο τύπο του τυχοδιώκτη κερδοσκόπου και στυγνού εκμεταλλευτή, του «χρυσοκάνθαρου», που γύρω στα 1880, μετά τα καταλυτικά «Λαυρεωτικά», αποτελεί πάγιο και προσφιλές θέμα, κοινό τόπο της θάλλουσας σατιρικής δημοσιογραφίας.



Προφανώς δεν έχει νόημα να εξετάσει κανείς το όντως βάσιμον μιας απλουστευτικής και μανιχαϊκής λογικής που αντιπαραθέτει συνθηματολογικά και αόριστα τους «μέσα» και τους «έξω» Ελληνες ή τους «καλούς» και τους «κακούς» ομογενείς, ούτε μπορεί να απαιτεί κανείς από τον 19ο αιώνα λύσεις για τα σύνθετα προβλήματα της ιδεολογίας, που μόλις πρόσφατα άρχισαν κάπως να διευκρινίζονται με όρους νηφαλιότητας και ορθολογισμού. Χρήσιμο είναι, πάντως, να θυμίσουμε εδώ τρεις αρχές της ιστοριογραφικής πράξης, τις οποίες ο Κ. Θ. Δημαράς είχε περί πολλού και εκθύμως τις επανελάμβανε γραπτώς και προφορικώς: αναζήτηση των πολλαπλών αιτίων ενός φαινομένου, διαδοχικές προσεγγίσεις του, αίτημα της συνδυαστικής φαντασίας κατά την ερμηνευτική του ανάγνωση. Κάπως έτσι λοιπόν εφοδιασμένοι και εμπλουτισμένοι με πολλαπλώς συνδυασμένες μεταγενέστερες και σημερινές πληροφορίες ή γνώσεις, με τη σχετική άνεση του «εκ των υστέρων» βλέμματος, πρέπει να εντάξουμε τον «Λαυριοφάγο» Συγγρό, την πολυσχιδή δραστηριότητά του, τη ρυθμιστική παρουσία του στην εποχή του, με τις ειδικές προϋποθέσεις και τις συγκυρίες της (το σχήμα, λόγου χάριν, του ιδιότυπου «ελληνοθωμανισμού»: προοπτική της επιβίωσης μιας μεταρρυθμισμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).


Αυτό το κατορθώνουν, π.χ., δύο λαμπρές μελέτες οικονομικής ιστορίας: Το ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873) του Γ. Δερτιλή (Μ.Ι.Ε.Τ., 1980), όπου ο καθοριστικός και πρωταγωνιστικός ρόλος του Συγγρού στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο του λαυρεωτικού δράματος, τα ερείσματά του, οι διαπραγματευτικές κινήσεις του και οι ελιγμοί του σε μια εξαιρετικά κρίσιμη πολιτική καμπή της χώρας καταγράφονται και τεκμηριώνονται μεθοδικά, οδηγώντας προσεκτικά τον αναγνώστη σε ανατοποθετήσεις, επανερμηνεύσεις και διορθώσεις προκαταλήψεων και στερεότυπων απόψεων. Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910) του Λ. Παπαγιαννάκη (Μ.Ι.Ε.Τ., 1982) παρακολουθούν επίσης συστηματικά, μολονότι πιο έμμεσα, την εμπλοκή του Συγγρού στη «σιδηροδρομική πολιτική» του Χ. Τρικούπη, όταν το τρένο γίνεται το κατ’ εξοχήν σύμβολο του εκσυγχρονισμού.


Και τα Απομνημονεύματα; Πόσο αυτογνωστικά και ιστορικά λειτουργούν στην περίπτωση του Συγγρού; Πόσο βοηθούν τα γραπτά του να κατανοήσουμε και τον ίδιο και την εποχή του; Προτού σπεύσει κανείς να τα καταδικάσει ως «αναξιόπιστη πηγή» ή ως «αφελή κατασκευή» θα πρέπει να σταθμίσει δεόντως μια αρχή, που στον χώρο τουλάχιστον της θεωρίας της λογοτεχνίας αντιμετωπίζεται θετικά: τα πάντα σημαίνουν ­ το πώς αποτιμάται εκάστοτε η εκπεμπόμενη σημασία είναι άλλο ζήτημα· επίσης, «κατασκευή» δεν σημαίνει ακριβώς ούτε απαραιτήτως επινόηση εκ του μη όντος: συστατικά της στοιχεία είναι και οι διαθλάσεις, οι αποσιωπήσεις και οι επιλογές, τα κρυμμένα κίνητρα και τα κενά, οι ομολογημένες και οι ανομολόγητες προθέσεις· όλα συνδυάζονται τεχνηέντως και συνυπάρχουν καλειδοσκοπικά.


Το 1908, όταν πρωτοκυκλοφορούν (πάλι από την Εστία) τα τρίτομα Απομνημονεύματα, με πρωτοβουλία της χήρας του Συγγρού Ιφιγένειας και με την εκδοτική φροντίδα του Βικέλα και του Δροσίνη, ο μύθος του αυτοδημιούργητου και ικανού Χιώτη που πρόκοψε στα ξένα είναι ακόμη πανίσχυρος ­ μόλις δέκα χρόνια μας χωρίζουν από τον θάνατό του ­ και η προσοχή του αναγνωστικού κοινού επικεντρώνεται ακριβώς στο «παραμύθι της ζωής», στην εξιστόρηση της προσωπικής διαδρομής, στην αναπόληση της παιδικής και νεανικής ηλικίας (Ανδρος, Σύρος, Κωνσταντινούπολη), στις πρώτες εμπορικές επιχειρήσεις και επιτυχίες, στα πρώτα ταξίδια στο εξωτερικό, στις ανεκδοτολογικές, αυτοβιογραφικές στιγμές του περιπετειώδους βίου· κοντολογίς, το ενδιαφέρον περιορίζεται κυρίως στον πρώτο τόμο, ενώ οι επόμενοι δύο, που εκθέτουν ακριβώς την οικονομική στρατηγική του («οικονομική τέχνη» την αποκαλεί αυτάρεσκα ο ίδιος), διαβάζονται λιγότερο.


Ο homo economicus των υπολογισμών, των προμηθειών, των τοκομεριδίων, των χρεολυσίων, των συνομολογήσεων δανείων, των τραπεζογραμματίων, των αγοραπωλησιών συναλλάγματος και των μετοχών ωχριούσε και υποχωρούσε έναντι των τρυφερών οικογενειακών σκηνών, των πλούσιων και παραστατικών περιγραφών που μετέφεραν νοερά τους αναγνώστες σε κοσμικά σαλόνια και θέρετρα, σε περιβόητες ευρωπαϊκές πολιτείες. Και όμως, τίποτε δεν αποδίδει καλύτερα τη βιοθεωρία και τη χιώτικη θυμοσοφία του Συγγρού, που πολλές φορές αιφνιδιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη του κειμένου του, όσο η λακωνική, φλεγματική παρατήρηση που βρίσκει να κάνει όταν ο Τρικούπης κηρύσσει την πτώχευση (1893): «Και το πτωχεύειν θέλει την τέχνην του»!


Τα Απομνημονεύματα, ως αμιγώς αυτοβιογραφικό και όχι ιστορικό είδος, διαφέρουν από τις συγγενείς αλλά «προσωπικότερες», Αναμνήσεις, που περιορίζονται στη σφαίρα του ιδιωτικού: ο απομνημονευματογράφος σαφώς κτίζει μια προσωπική εικόνα του εαυτού του, αλλά για δημόσια χρήση· εργάζεται για την υστεροφημία του, συνεπώς μαρτυρεί ­ και συνηγορεί ­ για τις σημαντικές συμμετοχές του στα δημόσια τεκταινόμενα (στρατιωτικά, διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά κτλ.) και ερωτοτροπεί με το καίριον της στιγμής. «Τα περισσότερα Απομνημονεύματα (γράφει ο Γάλλος Guizot, του οποίου τη δόξα ίσως εζήλωσε ο Συγγρός ­ ο «Γκιζώτος» εκτιμάται ιδιαίτερα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ως σημαντικός δημόσιος άνδρας) δημοσιεύονται πολύ νωρίς ή πολύ αργά. Πολύ νωρίς είναι αδιάκριτα ή ασήμαντα: θα ταίριαζε κανείς να μείνει ακόμη σιωπηλός ή είναι αναγκασμένος να αποσιωπήσει πράγματα που θα ήταν χρήσιμο και ενδιαφέρον να ακουστούν. Πολύ αργά χάνουν πολλά από την αποτελεσματικότητα και το κέρδος που κομίζουν: οι σύγχρονοι δεν είναι πλέον παρόντες για να εκτιμήσουν δεόντως τις αλήθειες που αποκαλύπτονται και να απολαύσουν προσωπικά την αφήγηση και, έτσι, δεν έχουν πλέον παρά απλή ηθική ή λογοτεχνική αξία».


Ο Συγγρός λοιπόν διευκρινίζει στα 1894, στον πρώτο τόμο του κειμένου του, και στο τέρμα μιας εξέχουσας σταδιοδρομίας: «Γράφων Απομνημονεύματα τα γράφω μάλλον δι’ εμαυτόν· […] Υπερεξηκοντούτης, ερείπιον πολλών χειμώνων, καταβεβλημένος από την μακράν πάλην της ζωής, δοκιμάσας πλείστας περιπετείας του βίου, ανελθών τας κλίμακας αυτού από των κάτω μέχρι των μη περαιτέρω άνω». Διακρίνει κανείς, παρά τα λεγόμενα, και τη ναρκισσευόμενη, σκηνοθετημένη γραφή, αλλά και ­ κυρίως ­ τη λανθάνουσα αγωνία του απομνημονευματογράφου και του αυτοβιογραφούμενου εν γένει: το δέος μπροστά στην αμετάκλητη οριστικότητα των γραφομένων, μια ύστατη απόπειρα ελέγχου της ζωής· το μνημείο του λόγου οσονούπω θα χωνευθεί στη συλλογική μνήμη του μέλλοντος, αλλά θα συνδεθεί και με την αφάνιση του συγγραφέα του, τον βιολογικό θάνατο.


Η παρούσα έκδοση των Απομνημονευμάτων του Συγγρού, άρτια φροντισμένη από τους επιμελητές της, με εκτενή και κατατοπιστική εισαγωγή, με χρήσιμους χρονολογικούς πίνακες (όπου προσφυώς τονίζεται η παράλληλη πορεία των δύο εξεχόντων «ομογενών», Συγγρού και Βικέλα), με διαφωτιστικά συνοδευτικά κείμενα (ενδιαφέρουσα, π.χ., για τον αναγνώστη η «αναθεωρητική», διορθωτική κίνηση του Συγγρού μεταξύ πρώτης [1896] και δεύτερης διαθήκης [1897], αποκαλύπτει πολλά για το παιχνίδι επιλογών και αποκρύψεων, που σχολιάσαμε επί τροχάδην, τον λογοκριτικό δηλαδή χαρακτήρα που πρυτανεύει και στο κυρίως κείμενο· σημαντική και η διαθήκη της Ιφιγένειας Συγγρού [1921], που μαρτυρεί τη βούληση μνημείωσης του συζυγικού ονόματος και αφήνει να συλλογιστούμε πόσο η «κατασκευή» των Απομνημονευμάτων, με τους δηλωμένους και κρυφούς επιμελητές της, έχει εν τέλει συλλογικό χαρακτήρα). Οι σύγχρονες και ύστερες κρίσεις για το έργο, στο τέλος του δεύτερου τόμου, και το πολύτιμο, πλούσιο και όντως ενημερωτικό ευρετήριο πλαισιώνουν άριστα ένα κείμενο που επανεισάγεται πανηγυρικά στην κυκλοφορία και αναμένει τις λελογισμένες χρήσεις του. «Αιών βυρωνομανής» απεκλήθη ο 19ος. Τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ πλασματικού και υπαρκτού, κατασκευασμένης και «αληθινής» πραγματικότητας, τόνιζε ήδη με την εγγενή ειρωνεία του ο βυρωνικός Δον Ζουάν:


This strange, but true, for truth is always strange, Stranger than fiction.


(Canto XIV, 101).


«Κατά τας αρχάς τής εν Αθήναις εγκαταστάσεώς μου ουδαμώς εσκέφθην περί της δράσεώς μου εν Ελλάδι είτε οικονομολογικώς είτε πολιτικώς, κύριον σκοπόν έχων να διαθέτω τον χρόνον της εκεί διαμονής μου εις πλήρη διασκεδαστικήν ανάπαυσιν, προς δε και εις γενικάς εθνικάς υπηρεσίας σχέσιν κυρίως εχούσας με την φιλανθρωπίαν.


Τον Χαρίλαον Τρικούπην είχον γνωρίσει εκ του κατά το 1868 εις Αθήνας ταξιδίου μου. Καίπερ άγνωστός μου τότε με είχεν υποδεχθή ευγενώς και φιλοφρόνως. Εκτοτε ησθανόμην προς αυτόν αίσθημα ποιάς τινος ευγνωμοσύνης ηνωμένης μετά πραγματικής εκτιμήσεως της ικανότητος του ανδρός.


Εξηκολούθουν συνεπώς τας κοινωνικάς μετ’ αυτού σχέσεις μου και εφρόντιζον, περιστάσεως διδομένης, να εκδηλώ τα προς αυτόν αισθήματά μου όλως ακαδημαϊκώς όμως. Κατά σύμπτωσιν η Αγλαΐα Κορωνιού έτυχε να είναι βαπτιστική του Σπυρίδωνος Τρικούπη, αν καλώς ενθυμούμαι, οπωσδήποτε στενώτατα συνεδέετο μετά της οικογενείας Τρικούπη και κυρίως μετά της θυγατρός αυτής Σοφίας, μεγάλως δε εθαύμαζε τον αδελφόν αυτής Χαρίλαον ως άνδρα εκτάκτου νοημοσύνης, παιδείας και εν γένει ικανότητος. Εις τοιούτον βαθμόν έφθανεν η αγάπη αυτής προς τον αδελφόν και την αδελφήν, ώστε μέγα μέρος των εσπερινών συνδιαλέξεών μας εδαπάνα εις εξύμνησιν αυτών, εγώ δε, καίπερ συμμεριζόμενος πληρέστατα την γνώμην της, έφθανον πολλάκις εις σημείον ανυπομονησίας και την εμεμφόμην επί υπερβολή».


Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου διδάσκει Συγκριτική Γραμματολογία και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.