Julian Barnes
Η μοναδική ιστορία

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 309, τιμή 14,40 ευρώ

«Στο τέλος του πρώτου έτους στο πανεπιστήμιο, γύρισα σπίτι για να περάσω τρεις ολοφάνερα και αθεράπευτα πληκτικούς μήνες». Αν η φράση ήταν σε πρώτο πρόσωπο, θα μπορούσε να την είχε γράψει ο Φλομπέρ. Τη λέει ο Πολ, πρωταγωνιστής του πιο πρόσφατου μυθιστορήματος, Η μοναδική ιστορία, του Τζούλιαν Μπαρνς, που έχει θητεύσει στο έργο του κορυφαίου γάλλου πεζογράφου, από εκείνο το αλησμόνητο Ο παπαγάλος του Φλομπέρ ως σήμερα.


Ο Πολ δεν είναι φυσικά αντίγραφο του Φρεντερίκ της Αισθηματικής αγωγής και η «μοναδική ιστορία», που είναι ο έρωτας, δεν αναφέρεται σε έναν έρωτα ατελέσφορο αλλά σε έναν δεσμό ο οποίος οδηγεί στη θλίψη και στο πένθος.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, όπου η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, ο πρωταγωνιστής-αφηγητής, που είναι τώρα 70 ετών, εξιστορεί την επιστροφή του μετά το τέλος του πρώτου έτους του πανεπιστημίου στην οικογένειά του, η οποία ζει σε ένα προάστιο του Λονδίνου.

«Ο χρόνος; Πενήντα χρόνια και βάλε. Ο τόπος; Περίπου δεκαπέντε μίλια νότια του Λονδίνου».
Και η εποχή; Αρχές της δεκαετίας του 1960. Σε αυτό το μικροαστικό προάστιο, που ο Μπαρνς το περιγράφει αριστοτεχνικά, ο 19χρονος Πολ θα πλήττει στην αρχή, ώσπου η μητέρα του θα του συστήσει να γραφτεί στο τοπικό τένις κλαμπ, ελπίζοντας πως θα γνωρίσει κάποια «καλή κοπέλα». Ο νεαρός αποδέχεται την πρόταση της μητέρας του όχι γιατί τον ενθουσιάζει η ιδέα αλλά «από σατιρική διάθεση».

Στο τένις κλαμπ όμως θα γνωρίσει τη Σούζαν Μακλάουντ, που είναι 48 ετών και παντρεμένη. Θα παίζουν τένις μαζί και σύντομα θα συνδεθούν ερωτικά σκανδαλίζοντας την τοπική κοινωνία, με αποτέλεσμα να αποβληθούν από το τένις κλαμπ. Επειτα από ένα διάστημα, με τα χρήματα που διαθέτει η Σούζαν θα μετακομίσουν στην πόλη.

Αλκοολισμός και παράνοια

Η σχέση τους εν τούτοις αρχίζει να παίρνει τον κατήφορο. Η Σούζαν σιγά-σιγά βυθίζεται στον αλκοολισμό και στην παράνοια. Ο Πολ θα τη φροντίσει, αλλά η ζωή του μοιάζει πλέον σαν να μην του ανήκει. Δημιουργεί μια ερωτική σχέση με κάποια Αννα, η οποία όμως διαλύεται σύντομα. Ή εκτονώνεται (πιο σωστά, προσπαθεί να εκτονωθεί) πηγαίνοντας με πόρνες. Ματαίως. Ο έρωτάς του με τη Σούζαν ήταν η «μοναδική ιστορία». Κάποτε «σ’ ένα μυθιστόρημα που διάβαζε, έπεσε πάνω στη φράση: «Ερωτεύτηκε σαν άνθρωπος που αυτοκτονεί»». Γι’ αυτό και «δεν μπορούσε να ζήσει με τη Σούζαν, ούτε όμως και μπορούσε να στήσει μια ξεχωριστή ζωή μακριά της».

Ο Πολ θα φύγει. Η ζωή του δεν είχε βέβαια καταστραφεί αλλά «η καρδιά του, ναι, η καρδιά του είχε τραυματιστεί».

Αυτό το τραύμα παραμένει ανεπούλωτο, 50 χρόνια αφότου είχε πρωτοσυναντήσει τη Σούζαν. Εκείνος ήταν πλέον εβδομηντάρης και η Σούζαν είχε πεθάνει εδώ και χρόνια σε ένα άσυλο.

Ελεγειακός τόνος

Στα νιάτα του μπορεί κανείς να σχεδιάσει το μέλλον, ακόμα και να το επιλέξει, αφού η ζωή βρίσκεται μπροστά του. Για τούτο, «όταν είσαι νέος, δεν οφείλεις τίποτε στο μέλλον, όταν όμως γερνάς, έχεις χρέος απέναντι στο παρελθόν. Ενα χρέος απέναντι στο μόνο πράγμα που δεν μπορείς να αλλάξεις» γράφει ο Μπαρνς. Και αυτός ο ελεγειακός τόνος κυριαρχεί στο μυθιστόρημα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Για να καταλήξει στο τέλος σε ανείπωτη θλίψη, όταν πάει να την επισκεφθεί στο άσυλο και εκείνη δεν τον αναγνωρίζει.

Ο συγγραφέας αναρωτιέται, όπως συμβαίνει συνήθως στην περίοδο των –πικρών ιδίως –απολογισμών, τι είναι ο έρωτας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κανένας ορισμός δεν μοιάζει επαρκής. «Ισως ο έρωτας να μην μπορούσε να αιχμαλωτιστεί σε έναν ορισμό, αλλά μονάχα σε μια ιστορία» καταλήγει ο πρωταγωνιστής στο τέλος. Στη δική του ιστορία, που ανήκει μόνο στον ίδιο.

Ενα φιλόδοξο μυθιστόρημα

Αυτό είναι το πλέον φιλόδοξο ως τώρα μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς που ανήκει στους στυλίστες και ο στοχαστικός του λόγος είναι απολύτως συμβατός με τις απαιτήσεις της αφήγησης. Το μικροαστικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1960 το αποδίδει με αδιαμφισβήτητη πειστικότητα και με ύφος απολύτως προσωπικό που μεταφέρεται έξοχα στη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.

Επιπλέον, χειρίζεται ένα θέμα –αυτό της σχέσης ενός νεαρού με μια γυναίκα που έχει την ηλικία της μητέρας του –το οποίο δεν είναι ασυνήθιστο, στη γαλλική πεζογραφία ιδιαίτερα που είναι και η λογοτεχνική, ας πούμε, πατρίδα αυτού του συγγραφέα. Ο Μπαρνς εν τούτοις είναι 100% Βρετανός. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι το ότι τη σχέση αυτή την αναπτύσσει σε μεγάλο βάθος χρόνου και της αποδίδει ένα μοναδικό περιεχόμενο ζωής, και μάλιστα για έναν ήρωα τα προγενέστερα ατομικά και κοινωνικά βιώματα του οποίου δεν θα τη δικαιολογούσαν.
Αντιμετωπίζοντας τη σχέση αναδρομικά, τη μεταφέρει στο πεδίο της μνήμης που ο ίδιος πιστεύει πως δεν είναι όσο αγαθή πιστεύουν ορισμένοι και πως συχνά μας ξεγελά. Η βρετανική σιωπή περνάει διακριτικά στις σελίδες του Μπαρνς σαν να εκφράζει τα κενά της μνήμης ή ακόμα και τις αυταπάτες και τα αναπάντητα ερωτήματα που μας θέτουν σε μεγάλη ηλικία οι όποιες αναδρομές.

Ο συγγραφέας επικεντρώνει την αφήγησή του στο πρόσωπο του Πολ, αλλά το σημαντικότερο πρόσωπο θα μπορούσε, πιστεύω, να ήταν η Σούζαν –και τότε θα διαβάζαμε ενδεχομένως ένα διαφορετικό βιβλίο. Από τον Φλομπέρ ως τον Τολστόι και αργότερα τον Ντ.Χ. Λόρενς έχουμε κάποιες από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές στο μυθιστόρημα. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Το βέβαιο είναι πως οι αναγνώστες του Μπαρνς (και είναι πολλοί στη χώρα μας) ακόμα κι αν δεν ενθουσιαστούν δεν θα απογοητευθούν από τη Μοναδική ιστορία, ενώ όσοι έχουν γενικότερη εποπτεία του έργου του θα βρουν εδώ απηχήσεις και από άλλα βιβλία του, ιδίως από το Ενα κάποιο τέλος αλλά και από το Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ