Με τίτλο «Δημώδη Μεσαιωνικά» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στιγμή ένα ακόμη βιβλίο του γνωστού μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας Στυλιανού Αλεξίου. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για μια συναγωγή 15 εργασιών ποικίλης έκτασης, δημοσιευμένων σε περιοδικά, τιμητικούς τόμους και πρακτικά διεθνών συνεδρίων, που έχουν ως θέμα τους τη δημώδη βυζαντινή ποίηση (ειδικότερα τα σημαντικότερα έργα της γραμματολογικής αυτής ενότητας, τον Διγενή Ακρίτη και τα Προδρομικά ποιήματα), την ορολογία των περιόδων της πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας και κάποια γενικότερα ζητήματα της βυζαντινής ιστορίας που ανέκυψαν τελευταία με τις ιδιότυπες και εν πολλοίς αβασάνιστες απόψεις του Cyril Magno (διατυπωμένες στο βιβλίο του «Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1988). Ο τόμος κλείνει με ένα ανέκδοτο ως τώρα κείμενό του για τη συμβολή του Emile Legrand στην έκδοση των έργων της δημώδους βυζαντινής και της κρητικής ποίησης. Στην Εισαγωγή (σελ. 9 – 23) ο Αλεξίου συνοψίζει τις κυριότερες απόψεις του για τα ζητήματα αυτά και προβαίνει σε ένα σύντομο απολογισμό κάποιων πρόσφατων ερευνών με αφορμή τα συμπεράσματα, τις παρατηρήσεις και τις απόψεις άλλων, ελλήνων και ξένων, μελετητών, ιδίως για τον Διγενή του Escorial (Ε). Πράγματι, τα τελευταία χρόνια η σχετική βιβλιογραφία εμπλουτίζεται όλο και περισσότερο (αρκεί να συμβουλευθεί κανείς την εκτενή λημματογραφία που περιέχεται στον τόμο «Digenes Akrites: New Approaches to Byzantine Heroic Poetry». Edited by Roderick Beaton and David Ricks, London, Variorum, 1993, σελ. 171 – 185) και η ευφορία αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δυναμική που άσκησαν οι ακριτικές εργασίες (άρθρα και βιβλία) του Αλεξίου, μερικές από τις οποίες αναδημοσιεύονται στον τόμο αυτόν.


Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η συμβολή του Αλεξίου στην επανεκτίμηση του Διγενή Ε υπήρξε από κάθε άποψη καταλυτική: όχι μόνο έδειξε τις σοβαρές αδυναμίες της παλαιότερης φιλολογικής έρευνας (με εξαίρεση τις λαμπρές περιπτώσεις του Κ. Krumbacher, του Στ. Κυριακίδη και του F. Dolger) αλλά και διερεύνησε το ιστορικό και γεωγραφικό υπόβαθρο του έργου και τοποθέτησε το αρχικό κείμενο στον 12ο αιώνα (στο βιβλίο του «Ακριτικά, το πρόβλημα της εγκυρότητας του κειμένου Ε – Χρονολόγηση – Αποκατάσταση Χωρίων – Ερμηνευτικά», Ηράκλειο 1979) και το 1985, ως επιστέγασμα των πολύχρονων ερευνών του, δημοσίευσε την κριτική έκδοση του κειμένου Ε (και του άσματος του Αρμούρη) με εμπεριστατωμένη Εισαγωγή και πλούσιο φιλολογικό υπομνηματισμό και το 1990 τη μικρή της έκδοση με κατά τι βελτιωμένο κείμενο (και με τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου). Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το γεγονός ότι το κείμενο του Διγενή Ε της έκδοσης αυτής μεταφράστηκε στα αγγλικά, ισπανικά και ιταλικά, χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη του πίνακα συμφραζομένων του Διγενή Ε και προκάλεσε τη δημοσίευση σειράς άρθρων και μονογραφιών αυτοτελών (R. Beaton, Β. Fenik, D. Ricks κ.ά.) ή συνήθως ενταγμένων σε επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά διεθνών συνεδρίων (λ.χ. Byzantion, Byzantine and Modern Greek Studies, ακριτικό συνέδριο του King’s College, Neograeca Medii Aevi Ι, ΙΙ, ΙΙΙ κ.ά.) για το έργο και τη λογοτεχνική και ιδεολογική αξία του. Ετσι, χάρη στη φιλολογική δεινότητα του Στυλιανού Αλεξίου, ένα ακόμη έργο της παλαιότερης λογοτεχνίας μας κερδήθηκε και τοποθετήθηκε στη θέση που πραγματικά του ανήκει.



Στις περισσότερες μελέτες του τόμου (λ.χ. σελ. 29 κ.ε., 51 κ.ε., 125 κ.ε.) ο Αλεξίου προβάλλει την εγκυρότητα, την προτεραιότητα και την υπεροχή του Ε έναντι της διασκευής G (Grottaferrata) του Διγενή στην αποκατάσταση του κειμένου, διερευνά τη σχέση των δύο κύριων χειρόγραφων πηγών με το χαμένο δημώδες αρχέτυπο και επιχειρεί πειστικά την επαναφορά του στο λογοτεχνικό και χρονολογικό πλαίσιο του βυζαντινού κόσμου. Σε άλλες μελέτες (κατά κανόνα μεταγενέστερες του 1985 και 1990) ο Αλεξίου συζητεί συστηματικά τις μετρικές, εκδοτικές και ερμηνευτικές αδυναμίες και παρεξηγήσεις διαφόρων μελετητών σε ανάλογα θέματα του Διγενή Ε (153 κ.ε., 185 κ.ε.) και τα ενδιαφέροντα πορίσματα και τις διαπιστώσεις άλλων (Η. Eideneier, Γ. Θανόπουλος, Ρ. Mackridge, Ι. Προμπονάς) στην προώθηση σημαντικών προβλημάτων της δημώδους βυζαντινής γραμματείας. Κάποιες επαναλήψεις απόψεων και επιχειρημάτων, που απαντούν στο βιβλίο, είναι εκ των πραγμάτων αναπόφευκτες, εφόσον ανατυπώνεται απαράλλαχτο το κείμενο των πρώτων δημοσιεύσεων. Χρήσιμος, συνεπώς, θα ήταν ένας πίνακας με τα χωρία (index locorum) που συζητούνται στις σελίδες του.


Αν και όλες οι διασκευές του Διγενή έχουν ξεχωριστή αξία και θέση στην πορεία και στις «μεταμορφώσεις» της ακριτικής – ηρωικής ποίησης μέσα στον χρόνο, είναι αλήθεια ότι ο Διγενής Ε, με τη μεικτή γλωσσική μορφή του, την εγγύτητά του προς τον προφορικό λόγο (χάρη στη λογοτυπική δομή του, χωρίς όμως να είναι και προφορική ποίηση) και τα ακριβή ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία που περιέχει, βρίσκεται εγγύτερα από τις υπόλοιπες διασκευές στο χαμένο αρχέτυπο του έργου. Αλλά και ο Διγενής G, αν και αντιπροσωπεύει μια νεότερη, λογιότερη και γεμάτη φθορές και γλωσσικές αδεξιότητες μορφή του έργου, φαίνεται να σώζει αρκετά στοιχεία (λ.χ. Ι 223, IV 407, VI 346 κ.α.) που δεν αποκλείεται να ανάγονται και αυτά στον αρχικό Διγενή και από την άποψη αυτή θα ήταν άδικο να παραβλέψουμε (ή έστω να υποτιμήσουμε) τη μαρτυρία του στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε βαθύτερα τον Διγενή.


Τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ο Αλεξίου τις τοποθετεί μέσα στον 16ο αιώνα με πρώτες φάσεις – εκδηλώσεις την κυπριακή και την κρητική ποίηση. Οι νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την Αλωση, η συνειδητή στροφή στη χρήση των τοπικών ιδιωμάτων στη λογοτεχνία, η ανανέωση των θεμάτων και η συστηματική μέθεξη στα νάματα της (ιταλικής) Αναγέννησης, η ενθουσιώδης καλλιέργεια νέων λογοτεχνικών ειδών (θέατρο) και η προσαρμογή παλαιότερων (λ.χ. της ερωτικής μυθιστορίας) στις νέες ιδεολογικές και αισθητικές συντεταγμένες της εποχής είναι μόνο μερικές από τις σπουδαιότερες αλλαγές που παρατηρούνται στη λογοτεχνία του 16ου αιώνα και που τη διακρίνουν από εκείνη των προηγούμενων αιώνων. Η περίοδος από τον 12ο ως τις αρχές του 16ου αιώνα έχει χαρακτήρα σαφώς μεσαιωνικό και έργα όπως ο Διγενής, τα Προδρομικά, ο Γλυκάς, ο Σπανέας, οι αλληγορικές ιστορίες των ζώων, οι ιπποτικές μυθιστορίες κ.ά. ανήκουν στη βυζαντινή λογοτεχνία (σε δημώδη γλώσσα).


Στη συνεχιζόμενη συζήτηση μεταξύ των φιλολόγων για τη λόγια και τη λαϊκή εκδοχή του Διγενή η συναγωγή των μελετών αυτών θα είναι ασφαλώς χρήσιμη· γιατί τις καθιστά προσιτές και εύχρηστες στους ειδικούς (αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τα πρώτα βήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και να μυηθούν στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μελετητές της υστεροβυζαντινής δημώδους γραμματείας στην κατανόηση των λογοτεχνικών έργων και των φαινομένων), ενώ παράλληλα μέσα από τις σελίδες της παρακολουθούμε διακριτικά τον χαλκέντερο αυτό μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας «επί τω έργω» να ξετυλίγει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία τα μικρά μυστικά της τέχνης του. Το κέρδος δεν είναι μικρό.


Ο κ. Στέφανος Κακλαμάνης είναι επίκουρος καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.