Andres Barba
Χέρια μικρά

Μετάφραση Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 120, τιμή 11 ευρώ

Οταν τον εντόπισε «Το Βήμα», ο Αντρές Μπάρμπα είχε μόλις επιστρέψει στη Μαδρίτη από την Αργεντινή, τη χώρα καταγωγής της συζύγου του. Ο 43χρονος ισπανός συγγραφέας μοιράζει πλέον τη ζωή του και τον χρόνο του μεταξύ Ευρώπης και Λατινικής Αμερικής. «Τούτη την περίοδο προσπαθώ να ξεκινήσω ένα καινούργιο μυθιστόρημα και να τελειώσω τις διορθώσεις μου σε μια ανθολογία ποιημάτων του Αλεν Γκίνσμπεργκ που έχω μεταφράσει από τα αγγλικά».

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο στα ελληνικά με τον τίτλο «Χέρια μικρά». Είναι το σύντομο μυθιστόρημα «Las manos pequenas» που πρωτοκυκλοφόρησε το 2008. Η πολυφωνική αφήγηση οργανώνεται γύρω από την επτάχρονη Μαρίνα, η οποία πηγαίνει σε ορφανοτροφείο μετά τον θάνατο των γονιών της σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Η εμφάνισή της εκεί θα αναστατώσει τα υπόλοιπα κορίτσια. Η διαφορετικότητά της θα την καταστήσει αντικείμενο τόσο της ζηλοφθονίας όσο και του θαυμασμού. Και το παιχνίδι που η ίδια θα επινοήσει στην πορεία θα οδηγήσει τα πράγματα στην ακραία κατάληξή τους.

«Οταν ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με αυτή την ιστορία, δεν γνώριζα κάτι σημαντικό. Παλαιότερα είχα διαβάσει ένα θαυμάσιο διήγημα της Κλαρίσε Λισπέκτορ με τον τίτλο «Η πιο μικρή γυναίκα στον κόσμο», όπου κάποιος ήρωας θυμάται κάτι που του είχε αφηγηθεί η μαγείρισσα του σπιτιού, για την περίοδο που είχε περάσει σε ένα ορφανοτροφείο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας γιατί είναι εκπληκτικό: «Κούκλες να παίξουν δεν είχαν, και επειδή η μητρότητα ήδη παλλόταν τρομερά στις ορφανές καρδιές τους, εκείνα τα παμπόνηρα κοριτσάκια απέκρυψαν απ’ την καλόγρια τον θάνατο μιας άλλης κοπελίτσας. Εκρυβαν το πτώμα σε μια ντουλάπα ώσπου να φύγει η καλόγρια, κι έπειτα έπαιζαν με τη νεκρή, την έπλεναν και την τσιμπούσαν, την τιμωρούσαν μόνο και μόνο για να μπορούν μετά να τη φιλήσουν, να την παρηγορήσουν. Αυτό θυμήθηκε η μητέρα στο μπάνιο, κατεβάζοντας τα τρεμάμενα χέρια της που ήταν γεμάτα φουρκέτες. Και σκέφτηκε τη βάναυση αναγκαιότητα της αγάπης. Συλλογίστηκε την κακόβουλη επιθυμία να είμαστε ευτυχείς. Αναλογίστηκε την κτηνωδία του παιχνιδιού μας. Και το πόσες φορές πρόκειται να σκοτώσουμε εξαιτίας της αγάπης». Κατόπιν ανακάλυψα ότι αυτό αφορούσε ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Και απλούστατα δεν μπορούσα να το πιστέψω
» υπογράμμισε ο Αντρές Μπάρμπα.

Υφος και γλώσσα

Καθοριστική σημασία στο εγχείρημά του έχει το ύφος. Η ένταση εδώ χτίζεται περισσότερο μέσα από τη γλώσσα παρά από την πλοκή, η οποία είναι υποτυπώδης ούτως ή άλλως. «Υπήρχε κάτι που ήταν ξεκάθαρο σε μένα εξαρχής. Επρεπε να τοποθετήσω τον εαυτό μου σε ένα σημείο πρωτόγνωρο, από το οποίο δεν είχα επιχειρήσει ποτέ στο παρελθόν να γράψω. Αυτό με οδήγησε στο να υιοθετήσω έναν πιο λυρικό τρόπο έκφρασης. Σκοπός μου ήταν να δημιουργήσω στον αναγνώστη την ίδια υποβολή που μπορεί να έχει πάνω του ένα ποίημα, την υποβολή που σχετίζεται με την ακρίβεια μιας λέξης, με τη σαφήνειά της, με την αίσθηση ότι μια συγκεκριμένη λέξη έχει βρει τη σωστή θέση της μέσα στο κείμενο και καμία άλλη δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Αυτό μού πήρε πάρα πολύ χρόνο, έπρεπε να ξαναγράψω αρκετές φορές ολόκληρα κομμάτια του βιβλίου».
Πόσο τον προβλημάτισε η (δύσκολη) επιλογή του να αφηγηθεί τούτη την (τρομακτική) ιστορία μέσα από τα μάτια των μικρών κοριτσιών; «Νομίζω ότι το χειρότερο ρίσκο που αναλαμβάνει ένας συγγραφέας όταν υιοθετεί την οπτική γωνία ενός παιδιού είναι να παρασυρθεί και να κάνει υπερβολικά «παιδαριώδη», ακόμα και «μωρουδίστικο» τον τόνο του αφηγητή του. Αυτό το σιχαίνομαι στη λογοτεχνία, είναι σαν να υπάρχει πάντοτε κάποιος ενήλικος στο παρασκήνιο που κοροϊδεύει το παιδί. Το γεγονός ότι τα παιδιά δεν μπορούν να εκφραστούν με απόλυτη ευκρίνεια δεν σημαίνει ότι δεν αναπτύσσουν περίπλοκες ή και εκλεπτυσμένες σκέψεις. Προσωπικά πιστεύω ότι ο νους ενός παιδιού είναι κάτι απίστευτα σύνθετο και πλούσιο. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν προσπαθούσα «να δώσω φωνή» σε εκείνα τα μικρά κορίτσια, θεώρησα πιο «ρεαλιστικό» να συντονίσω το ύφος μου με έναν πιο παράξενο τόνο, όπου η ρητορική των ενηλίκων διεισδύει στο μυαλό των παιδιών».

Η άλλη όψη της αγάπης

Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος χειρίζεται τη βία, που μπορεί να έχει ακόμα και κάποια γλύκα στο βιβλίο. Η βία, η οποία μπορεί να είναι και η άλλη όψη της τρυφερότητας ή της αγάπης, ξεσπά αφού πρώτα έχει δημιουργήσει την αχλή μιας δυσοίωνης σαγήνης. «Από μια καθαρά λογοτεχνική άποψη, η βία καθαυτή δεν είναι ενδιαφέρουσα, το ενδιαφέρον προκύπτει από τα όσα συντελούνται στην περιφέρειά της. Κάθε φορά που η βία ξεσπά απελευθερώνονται πολλές πληροφορίες για το ποιοι πραγματικά είμαστε και τι πραγματικά φοβόμαστε. Λοιπόν, ένα από τα πράγματα που δημιουργούνται είναι, όπως το λέτε, η σαγήνη. Και κατά τη γνώμη μου, αυτά τα δύο, η σαγήνη και η βία, είναι δύο πράγματα που συνδέονται άμεσα το ένα με το άλλο, σχεδόν συνυφαίνονται».
Κάπου εκεί μπήκε στη συζήτησή μας ένας μεγάλος συγγραφέας που ο Αντρές Μπάρμπα θαυμάζει απεριόριστα. «Υπήρχε στο γραφείο του Μπίλι Γουάιλντερ ένα σημείωμα που έγινε διάσημο. «Τι θα έκανε ο Ερνστ Λιούμπιτς;» έγραφε. Το ίδιο ακριβώς αναρωτιέμαι κάθε φορά που δεν ξέρω πώς να επιλύσω ένα πρόβλημα. Δηλαδή: «Τι θα έκανε ο Χένρι Τζέιμς;». Ηταν ένας αριστοτέχνης στην απόδοση των σκηνών. Τον λατρεύω τον Τζέιμς. Είχε πάντοτε μια απλή και πανέξυπνη λύση για όλα».

Ο αναγνώστης

Στη συνέχεια τον ρωτήσαμε πώς θα περιέγραφε «το καλό βιβλίο» και πώς θα περιέγραφε τον εαυτό του ως αναγνώστη. Μας είπε ότι θα μπορούσε να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο για να μας απαντήσει. «Δεν ξέρω πώς να το πω συνοπτικά, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου έναν χαοτικό και συγχρόνως πρακτικό αναγνώστη, η ανάγνωση για μένα είναι απόλαυση, και γι’ αυτό έχω παρατήσει πολλά βιβλία στη μέση. Για μένα τα καλά βιβλία σχετίζονται πάντα με τη σοφία. Μου αρέσει σε μια ιστορία να βρίσκω απλώς μια πρόταση η οποία συμπυκνώνει την εμπειρία ολόκληρων χρόνων».
Στην Ελλάδα δεν έχει έρθει ποτέ. «Ντρέπομαι λίγο που το λέω, αλλά δεν έχει τύχει. Μπορεί όμως να διορθωθεί σύντομα αυτό, το ελπίζω. Πρέπει ωστόσο να σας πω ότι για το συγκεκριμένο βιβλίο οι «Βάκχες» του Ευριπίδη αποτέλεσαν για μένα τη μεγαλύτερη έμπνευση. Η παράσταση που παρακολούθησα στο ρωμαϊκό θέατρο της Μέριδα, στο πλαίσιο του Ισπανικού Φεστιβάλ Κλασικού Δράματος, ήταν συγκλονιστική. Τότε ήταν που συναισθάνθηκα, για πρώτη φορά, ότι χρειαζόμουν κάτι παρόμοιο, έναν αρχαιοελληνικό χορό και για τα δικά μου κορίτσια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ