Μαρσέλ Νατζαρή
Χειρόγραφα 1944-1947. Από τη Θεσσαλονίκη στο Ζοντερκομάντο του Αουσβιτς

Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018
σελ. 224, τιμή 14,84 ευρώ

«Είναι ένα μεγάλο κτίριο με ένα φαρδύ φουγάρο με 15 (δεκαπέντε) φούρνους. Από κάτω από έναν κήπο είναι δύο μεγάλοι υπόγειοι θάλαμοι απέραντοι. Ο ένας χρησιμεύει για να ξεγδυνόμαστε και ο δε έτερος θάλαμος του θανάτου όπου ο κόσμος μπαίνει γυμνός και μετά που συμπληρώνονται περίπου 3.000 άτομα κλείνεται και τους γκαζέρνουν, όπου μετά 6-7 λεπτά μαρτυρίου παραδίδουν το πνεύμα». Μέσα σε ελάχιστες γραμμές, ο Μαρσέλ Νατζαρή, έλληνας Εβραίος της Θεσσαλονίκης, Sonderkommando στο Αουσβιτς, αποδίδει τη φρίκη των θαλάμων αερίων σε ένα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο που στα τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου 1944 έθαψε σε ένα θερμός στον περίβολο του Κρεματορίου ΙΙΙ πιστεύοντας ότι η εκτέλεσή του επίκειται και θέλοντας να αφήσει πίσω ένα ίχνος της ύπαρξής του. Ενας από τους εννέα συνολικά «κυλίνδρους του Αουσβιτς» με καταγραφές που έκρυψαν κρατούμενοι ως μηνύματα στην αιωνιότητα, βρέθηκε το 1980 και μαζί με ένα δεύτερο, εκτεταμένο αυτή τη φορά, χειρόγραφο στο οποίο ο Νατζαρή εξέθεσε πληρέστερα την εμπειρία του το 1947, κυκλοφόρησαν σε μια μικρή ιδιωτική έκδοση το 1991. Σήμερα, επανεκδίδονται σε επιμέλεια της ιστορικού Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, με την προσθήκη κατατοπιστικών κειμένων ιστορικού σχολιασμού ως μια κρίσιμης σημασίας μαρτυρία από το σημείο μηδέν της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί οι Ζοντερκομάντο ήταν εκείνοι που εξαναγκάζονταν από τους Γερμανούς στην απομάκρυνση και στην καύση των πτωμάτων από τους θαλάμους αερίων.

Οι διαδρομές του Νατζαρή

Ο Μαρσέλ Νατζαρή γεννιέται στη Θεσσαλονίκη το 1917. Σπουδάζει σε ιδιωτικό γαλλικό γυμνάσιο, έχει κλίση στη ζωγραφική, ωστόσο μετά το σχολείο εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του η οποία ασχολούνταν με το εμπόριο ζωοτροφών. Καλείται στα όπλα στις 28 Οκτωβρίου 1940, πολεμά στο αλβανικό μέτωπο, υποχρεώνεται σε καταναγκαστική εργασία από του Γερμανούς το 1942 και το Πάσχα του 1943, όταν οι γονείς και η αδελφή του εκτοπίζονται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο ίδιος διαφεύγει στην Αθήνα και από εκεί στην ελεύθερη Ελλάδα. Εντάσσεται στον ΕΛΑΣ τον Οκτώβριο του 1943, σε μια στιγμή που οι εμφύλιες διαμάχες έχουν ξεκινήσει: «Η μόνη σκέψις των ανταρτών ήταν το πώς θα χτυπήσουν τους Εδεσίτας, όπως και καθώς διεπίστωσα με συναναστροφή Εδεσιτών ήταν το πώς θα βλάψουν τους Ελασίτας και ούτω καθεξής, δυστυχώς. Οι Γερμανοί ήσαν εις δεύτερην μοίραν. Δεν ήσαν αυτοί οι ουσιαστικοί εχθροί». Απογοητευμένος από το αντάρτικο πηγαίνει στην Αθήνα για θεραπεία τραύματος στο πόδι, αποφασισμένος να μην επιστρέψει στο βουνό. Στις 30 Δεκεμβρίου 1943 θα συλληφθεί, στις 2 Απριλίου 1944 θα σταλεί στο Αουσβιτς.
Εκεί θα επιλεγεί εξαρχής από τους Γερμανούς ως Ζοντερκομάντο, ένας από τις «μερικές εκατοντάδες κρατουμένων, σχεδόν όλων Εβραίων, που ζούσαν στον απόλυτο πυθμένα της κόλασης, για να το θέσουμε έτσι, προτού θανατωθούν και αντικατασταθούν από άλλους» σύμφωνα με την περιγραφή του αμερικανού ιστορικού Σαούλ Φριντλέντερ στο βιβλίο «Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι, 1939-1945: Τα χρόνια της εξόντωσης» (εκδ. Πόλις). Γνώστες του μυστικού του Ολοκαυτώματος, οι Ζοντερκομάντο ήταν εξαρχής μελλοθάνατοι με ορίζοντα ζωής περίπου τέσσερις μήνες: «Δώδεκα τέτοιες ομάδες λειτούργησαν διαδοχικά στο Αουσβιτς –ο Νατζαρή ανήκε στην τελευταία» σημειώνει στο συνοδευτικό κείμενο «Το χειρόγραφο του Μαρσέλ Νατζαρή και οι «κύλινδροι του Αουσβιτς»» η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Η αποκάλυψη της φρίκης στους Ζοντερκομάντο γίνεται από τα παλαιότερα μέλη και είναι σταδιακή: πρώτα βλέπουν τις αφίξεις στον χώρο των κρεματορίων, έπειτα τα ρούχα των δολοφονηθέντων, τέλος προσάγονται στην εκκένωση των θαλάμων αερίων. Κάποιοι αυτοκτονούν, κάποιοι σκοτώνονται επί τόπου από τα SS. Οι υπόλοιποι, αν και όπως γράφει ο Νατζαρή, φτάνουν ψυχικά κοντά στο σημείο της αυτοκτονίας («ήμασταν αποφασισμένοι όλοι να πεθάνουμε για να τελειώσουμε»), μένουν τελικά ζωντανοί –«μας κράτησε η σκέψη που θα μπορούσαμε να εκδικηθούμε, να οργανώσουμε απόδραση, να εκδικηθούμε με άλλα λόγια».
Πράγματι, ο Μαρσέλ Νατζαρή θα λάβει μέρος στην οργάνωση της εξέγερσης των Ζοντερκομάντο, η οποία θα γίνει στις 7 Οκτωβρίου 1944. Η δική του ομάδα δεν θα κινητοποιηθεί, μια και τελικά η επίθεση («το ντου» όπως το αποκάλεσε χαρακτηριστικά ένας από τους Ελληνες που συμμετείχαν) θα είναι απροσχεδίαστη –οι συνθήκες του στρατοπέδου δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν κάτι καλύτερο. Οι εξεγερμένοι θα κατορθώσουν να καταστρέψουν ένα κρεματόριο, γρήγορα όμως τα SS θα επιβληθούν και 452 Ζοντερκομάντο θα χάσουν τη ζωή τους. Ο Νατζαρή και άλλοι 26 έλληνες Εβραίοι θα επιβιώσουν έως ότου το στρατόπεδο εκκενωθεί στις αρχές του 1945 εξαιτίας της προέλασης του Κόκκινου Στρατού. Επιζών μιας επίγειας κόλασης, θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, θα δημιουργήσει οικογένεια, θα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ το 1951, θα πεθάνει 20 χρόνια αργότερα, σε ηλικία μόλις 54 ετών.

Η ηθική του στρατοπέδου

Το κείμενο του Νατζαρή είναι άμεσο, ωμό, άγριο. Η ζωή ανάμεσα στους νεκρούς αποτυπώνει την πλήρη απανθρωποποίηση του στρατοπέδου εξόντωσης: στους Ζοντερκομάντο επιβάλλεται μια «εργασία» η οποία συνιστά ηθικό και συνειδησιακό πρόβλημα. Καθώς απαιτούνται σωματικές δυνάμεις για την επιτέλεση της «εργασίας», οι Αρχές του στρατοπέδου τούς εξασφαλίζουν επαρκή διατροφή. Κάποιοι αυτοκτονούν, κάποιοι παραφρονούν, οι υπόλοιποι αρπάζονται από παρορμήσεις όπως του Νατζαρή (η απόδραση, η εκδίκηση) για να αντέξουν το βάρος της επιβίωσης. Για τον επιζήσαντα του στρατοπέδου και κορυφαίο δοκιμιογράφο του Ολοκαυτώματος Πρίμο Λέβι, οι Ζοντερκομάντο διαβιούν σε μια «γκρίζα ζώνη» της ηθικής και της ανθρώπινης υπόστασης. Το εκφράζει ίσως αυτό με πιο ευθύ τρόπο από τον Νατζαρή ο Σλόμο Βενέτσια, ο οποίος βρέθηκε στο Αουσβιτς την ίδια περίοδο με εκείνον, επίσης ενταγμένος στους Ζοντερκομάντο: «Συνηθίζαμε τα πάντα. Οπως συνήθισα και την εφιαλτική μυρωδιά. Επειτα από λίγο δεν ένιωθα τίποτα. Ημουν σε μια ρότα και πήγαινα. […] Τις δέκα, είκοσι πρώτες μέρες ήμουν συγκλονισμένος από το μέγεθος της θηριωδίας, μετά σταμάτησα να σκέφτομαι» γράφει στη μαρτυρία του με τίτλο «Sonderkommando. Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων» (εκδ. Πατάκη). Με τις μνήμες των δικών του ανθρώπων, με το μίσος κατά των γερμανών εγκληματιών, με τη σκέψη της εξέγερσης, ο Νατζαρή αφίσταται από αυτή τη στάση. «Είναι ένας όμηρος που αρνείται να περιέλθει στην κατάσταση του αυτόματου, πιστεύει στην επικράτηση της δικαιοσύνης και της τιμωρίας των δραστών, έχει πλήρη συνείδηση των ηθικών διλημμάτων» παρατηρεί η Αμπατζοπούλου.
Δεν είναι εύκολο να διαβάσει κανείς τη μαρτυρία του Μαρσέλ Νατζαρή, όπως και εκείνη του Σλόμο Βενέτσια και κάθε ανάλογη. Οι εικόνες και οι ήχοι που περιγράφονται, ο αποτρόπαιος θάνατος ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών που καθίσταται αδιάφορο φόντο διαμορφώνουν μια σκληρή εμπειρία ανάγνωσης. Οι αριθμοί, οι ορισμοί, οι περιγραφές των ιστορικών έργων που διεκτραγωδούν τη σύλληψη, τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του Ολοκαυτώματος, χωρίς να αποκρύπτουν τις λεπτομέρειες, συνιστούν ένα ελεγχόμενο πεδίο. Είναι όμως η αδιαμεσολάβητη γλώσσα των πηγών αυτή που κάνει ουσιαστικά τον αναγνώστη να αναμετράται με το Ολοκαύτωμα στην πιο ωμή του έκφραση, εκείνη που ο Πρίμο Λέβι συμπύκνωσε στον τίτλο «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ