Ελένη Στελλάτου
Το κόκκινο και το άσπρο

Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 152, τιμή 14 ευρώ

Διηγήματα-μινιατούρες για την παιδική ηλικία και τον θάνατο, για τη νιότη και τα γηρατειά, για την ευρωστία και την αρρώστια, για την περίθαλψη και τον έρωτα, αλλά και για ποικίλες άδηλες εκδοχές της καθημερινότητας περιλαμβάνει το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της Ελένης Στελλάτου (γεν. 1978). Τα κείμενα της συλλογής μοιάζουν με μεγαλύτερες ή μικρότερες (κατά κανόνα μικρότερες) επιφάνειες που εναλλάσσονται σε χρωματιστό γυαλί, παρακολουθώντας τις μεταβολές (ακόμα κι αν είναι ελάχιστες) τις οποίες προκαλούν στα σχήματα και στις μορφές του οι διαρκείς μεταπτώσεις του εξωτερικού φωτισμού. Η συνθήκη αυτή έχει ένα διπλό αποτέλεσμα: τα μεγαλύτερα διηγήματα είναι πολυκεντρικά και πολυεστιακά ενώ τα μικρότερα τείνουν προς τον ερμητισμό και την προτεραιότητα της μουσικής φράσης ή της ακαριαίας εικόνας χωρίς παρ’ όλα αυτά να καταλήγουν ούτε στην αλληγορία ούτε σε κάποιο είδος ιμαζιστικής έκφρασης.

Πλήθος τα στοιχεία στο Κόκκινο και το άσπρο, τα οποία διεισδύουν το ένα εντός του άλλου. Νεαροί και γηραιοί κύριοι που ανταγωνίζονται για τη διάνυση μιας απόστασης, κόρες που φιγουράρουν ασάλευτες στο κάδρο μιας βεράντας, αλογάκια που χάνονται ανάμεσα σε σβόλους και πέτρες, σκυλάκια κρυμμένα σε χαρτόκουτα, σακούλες με ψώνια παρατημένες στην τύχη τους, καρέκλες με ξεχαρβαλωμένα πόδια, φωτογραφικές μηχανές που έχουν εξαφανιστεί, λεμόνια που έρχονται να στεφανώσουν μια παλιά αγάπη, καθώς και ερωτευμένοι που ζουν με τη φαντασίωση ότι ο δεσμός τους θα επιβιώσει για πάντα. Κι ας προσθέσουμε στο σημείο αυτό πολλές ιστορίες με νερό (ή από το νερό), όπως τις βλέπουμε να ξετυλίγονται με φόντο μια παραλιακή πόλη: καρκινοπαθείς που σπεύδουν για λουτροθεραπεία αντί να φροντίσουν για τη συρρίκνωση του όγκου τους, καροτσάκια που πέφτουν στη θάλασσα, χέρια που ζωγραφίζονται για να ριχτούν στο κύμα και παιδάκια που τσαλαβουτάνε στο μπάνιο τους.
Το νερό και η παραθαλάσσια πολιτεία δεν διεκδικούν πάντοτε εμφανή παρουσία, είναι όμως σαν να κρύβονται πίσω από όλα τα διηγήματα του τόμου προκειμένου να τροφοδοτήσουν έναν αφηγηματικό λόγο που ρέπει μονίμως προς την αποσπασματικότητα και τον ρευστό (υποβλητικά διάτρητο) κόσμο ο οποίος αναδύεται διά μέσου μιας σαφώς μη γραμμικής (και συχνά πέρα για πέρα διάσπαρτης) πλοκής. Τα πεζά της Στελλάτου είναι σαν να βγαίνουν κάποτε μέσα από ένα παρατεταμένο και βαθύ όνειρο, γεννώντας ένα σύμπαν δραστικής φυγής από την πραγματικότητα.

Η τελευταία παραμένει μολοντούτο οργανικά εγγεγραμμένη στο εσωτερικό τους, απολύτως εξαρτημένη από τα υλικά της, που συσσωρεύουν έναν μεγάλο αριθμό καθημερινών παραστάσεων και οικείων βλεμμάτων ή ακουσμάτων, για να τις συνενώσουν σε ένα περίτεχνο πλέγμα αφήγησης όπου η σύγχυση χώρων, χρόνων, προσώπων και ηλικιών αποδεικνύεται εξαιρετικά προσοδοφόρα μέθοδος. Και το λέω αυτό διότι η διηγηματογραφία της Στελλάτου έχει την πρωτοτυπία, τουλάχιστον σε αυτό το πρώτο δείγμα της, να μεταμορφώνει τον χρόνο σε μια συναρπαστική διελκυστίνδα: από τις κινήσεις ενός βρέφους που δοκιμάζει στα τυφλά τις κινήσεις του έως την ανημπόρια μιας ηλικιωμένης, και από την εφηβική αμηχανία και αβεβαιότητα μέχρι το εξαϋλωμένο καταφύγιο μιας τρυφερής αγκαλιάς.

Και τι να είναι άραγε μια τέτοια αγκαλιά; Ενα στέγαστρο για τις παιδικές ανάγκες ή ένα παρήγορο ορμητήριο για τον ενήλικο βίο; Και αν κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει μια απάντηση σ’ αυτό, τότε ακόμα καλύτερα. Το απορητικό παιχνίδι του χρόνου έχει προφανώς κάνει με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο τη δουλειά του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ