Μάρη Θεοδοσοπούλου
Σχόλια στον Καβάφη

Εισαγωγή – επιμέλεια Δ. Δασκαλόπουλος
Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 308, τιμή 14 ευρώ

«Πώς παραμένει άπατρις ο ιστορικός;» ρωτούσε σε ένα από τα ερεθιστικά βιβλία της (Η Δύση της Ανατολής) η πρόωρα χαμένη Ελλη Σκοπετέα. Παραφράζοντάς την, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: «Πώς παραμένει άφιλος ο κριτικός» προκειμένου να περιφρουρήσει την αμεροληψία του; Μια απάντηση μπορεί να σκιαγραφηθεί μέσα από τα κείμενα της επίσης πρόωρα χαμένης Μάρης Θεοδοσοπούλου (1950-2016), η οποία είχε αναγάγει σε τέχνη το κολοκοτρωναίικο «κάλλιο να μας ακούνε παρά να μας βλέπουνε».

Σταθερά απούσα από την τύρβη της βιβλιαγοράς, από «τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», έμενε σταθερά προσηλωμένη στις κριτικές σταυροβελονιές των παρεμβάσεών της: στην εβδομαδιαία, επί μία συναπτή εικοσιπενταετία, παρουσία της στην εφημερίδα Εποχή κρατώντας τη βιβλιοκριτική σελίδα Ex Libris (και για ικανά διαστήματα βιβλιολογώντας στο Αντί, στο Βήμα, στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας ή σποράδην σε άλλα έντυπα). Ο αιχμηρός λόγος της, οι εξονυχιστικές παρατηρήσεις της, η σφαιρική εποπτεία της για πρόσωπα και πράγματα του πνευματικού κόσμου διαμόρφωσαν ένα διακριτό προφίλ κριτικής, υπολογίσιμο από φίλιους ή πολέμιους αναγνώστες. Τα πολυάριθμα βιβλιοκριτικά της κείμενα (μόνο τα Ex Libris της Εποχής ανέρχονται σε 1.138), πλην ορισμένων «παπαδιαμαντικών» και «Εποχικών» που συγκέντρωσε η ίδια σε τόμους, βρίσκονται διάσπαρτα στα ποικίλα έντυπα με τα οποία κατά καιρούς συνεργάστηκε.

Το παρόν βιβλίο περιλαμβάνει μερικά (δεκαοκτώ) από τα καβαφολογικά της μελετήματα: στο τέλος, παρατίθεται πίνακας που περιέχει είκοσι ακόμη καβαφικά δημοσιεύματά της, προγενέστερα των όσων δημοσιεύονται εδώ –ικανή ένδειξη ότι το ενδιαφέρον της για τον Αλεξανδρινό υπήρξε παλαιό και σταθερό. Τα εδώ σχετικά κείμενα έχουν μια κομβική αφετηρία: προς το τέλος του 2012 (χρονοθέτηση του εναρκτήριου δημοσιεύματος «Αίσιο το 2013»), δύο ζητήματα απασχολούν τους καβαφολογούντες: η πρόσφατη αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος του αρχείου του ποιητή και ο σχεδιασμός της επερχόμενης διπλά επετειακής χρονιάς (150 χρόνια από τη γέννηση και 80 από τον θάνατο του Αλεξανδρινού) με αναμενόμενες εκδόσεις και εκδηλώσεις.

Το γεγονός της μεταστέγασης του καβαφικού αρχείου τη βρίσκει σκεπτική και οι επιφυλάξεις της είναι ορατές σε αρκετά από τα συγκεντρωμένα εδώ δημοσιεύματά της. Οι πρώτες κινήσεις «εξωστρέφειας» των νέων αρχειοκρατόρων (π.χ. η διαφημιστική καμπάνια στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς με «στιχικά αποξέσματα» καβαφικών ποιημάτων) τη θορυβούν, καθώς και η έντονη προβολή ενός «ιδιωτικού» Καβάφη, καλά προστατευμένου έως τότε από την αδηφαγία της δημόσιας περιέργειας.

Το ιδιωτικό όμως είναι (και) πολιτικό: το χειραφετητικό σύνθημα (the private is political) των δεκαετιών του ’60 και του ’70 για την απελευθέρωση, μεταξύ άλλων, από έναν καταπιεστικό περιρρέοντα σεξισμό έχει γίνει προ πολλού κοινός τόπος και δείχνει να αναπροσδιορίζει και τις καβαφικές σπουδές. Υπό το φως των πολλαπλών αναθεωρήσεων, ανακατατάξεων και επαναπροσεγγίσεων που συνεπιφέρει η αλλαγή προοπτικής, η Μ. Θεοδοσοπούλου, σχολιάζοντας το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου («Σαν κ’ εμένα καμωμένοι». Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας, 2014), καταλήγει: «Τελικά, το καβαφικό σώμα, όπως το παρουσιάζει η ενός και πλέον αιώνα καβαφολογία, φέρνει στο νου τη συρταρωτή Αφροδίτη του Νταλί. Ενα συρτάρι, ουσιαστικά το πρώτο του τρέχοντος αιώνα, είναι αυτό του βιβλίου».

Κλυδωνίζεται, μα δεν βυθίζεται

Στον απόηχο του επετειακού έτους σχολιάζονται με αρκετές ενστάσεις και, κατά περίπτωση, γόνιμες υποδείξεις τα αφιερώματα τριών περιοδικών (Το Δέντρο, Νέα Εστία, Σύγχρονα Θέματα), ενώ ακροθιγώς αναφέρεται και το αφιέρωμα του γαλλόφωνου περιοδικού Europe, φροντισμένο ωστόσο από ελληνικά χέρια.
Οι ντελικάτες σχέσεις του Καβάφη με άλλους ομοτέχνους, επιφανείς των γραμμάτων, έχουν μελετηθεί και σχολιαστεί αρκετά. Η Μ. Θεοδοσοπούλου, ωστόσο, επανεξετάζει αυτό το κεφάλαιο εμμένοντας σε μικρές λεπτομέρειες, σε λεπτές αποχρώσεις, ιχνηλατώντας μεθοδικά τα τεκμήρια «με επαγωγικό, σχεδόν αστυνομικής υφής τρόπο», καθώς επισημαίνει ο Δ. Δασκαλόπουλος στην Εισαγωγή του βιβλίου. Ανασυντίθενται λοιπόν μικροφιλολογικά, κατά κάποιον τρόπο, οι συνάφειες Παπαδιαμάντη – Καβάφη· επισημαίνονται οι εκατέρωθεν υφέρπουσες σκοπιμότητες της «φιλίας» Ξενόπουλου και Καβάφη, σχολιαζόμενες αναλυτικά σε τρία διαδοχικά δημοσιεύματα· ξαναφωτίζεται το χρονικό της «διαμάχης» Παλαμά – Καβάφη σε δύο συνεχόμενα δημοσιεύματα, χρεώνοντας τη φιλοπόλεμη διάθεση όχι τόσο στους ίδιους όσο στους αδιάλλακτους θιασώτες τους· τέλος, ανασυστήνεται βήμα το βήμα η αμφίθυμη στάση του Σεφέρη έναντι του Καβάφη: τούτο το κείμενο («Σεφερικός Καβάφης») είναι ένα από τα δύο ανέκδοτα που πρωτοδημοσιεύονται στον παρόντα τόμο σε αρκετά επεξεργασμένη αλλά ημιτελή μορφή, η οποία δηλώνεται με συνεχείς τελείες στο τέλος τους (το έτερο ημιτελές και ανέκδοτο, ο «Αφηγηματικός Καβάφης», διερευνά την έκταση της ερωτικής αφήγησης στη σύνολη καβαφική παραγωγή).
Αλλά τι ακριβώς εννοείται κάθε φορά με τη σήμανση «ερωτικός Καβάφης», πώς ομαδοποιούνται τα λεγόμενα ηδονικά ποιήματα; Στο ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει η γράφουσα εντοπίζοντας και σχολιάζοντας τις ανά τον κόσμο ερωτικές ανθολογίες Καβάφη, ελληνόγλωσσες και ξενόγλωσσες παλαιότερες και εντελώς πρόσφατες. Στην κατακλείδα του κειμένου της («Ο νεοερωτικός Καβάφης») σημειώνει ότι τούτη η έμφαση στον καβαφικό ερωτισμό και στον σωματικό λόγο δεν είναι μοδάτη έξαψη, συγκυριακή επιλογή, αλλά ήρθε για να μείνει: «Δεν είναι το καπρίτσιο μιας μειοψηφίας ούτε μόδα που ήρθε με το επετειακό έτος και θα παρέλθει. Το μόρφωμα του νεοερωτικού Καβάφη που οι δικοί του πλάγιοι και κρύφιοι ποιητικοί τρόποι συνέτειναν στο να πλαστεί, έχει όλο το μέλλον μπροστά του». Ο Καβάφης μπορεί να «κλυδωνίζεται μα δεν βυθίζεται».
Ο «Παρισινός Καβάφης» εμπίπτει επίσης στην αναδίφηση του (ομο)ερωτικού Καβάφη, όπως εξιστορείται εν μέρει βιογραφικά, εν μέρει μυθιστορηματικά στο βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου Τι μένει από τη νύχτα (2015) και όπως αποτιμάται με επαινετικά αλλά και (περισσότερα) αντιρρητικά σχόλια από τη Μ. Θεοδοσοπούλου.
Οι τύχες των «Τειχών», ενός άλλοτε προβεβλημένου ποιήματος, σταδιακά παραμερισμένου και περιορισμένης αναγνωσιμότητας, διερευνώνται με στόχο να δειχθούν τα κίνητρα και οι συγκυρίες αυτής της καθοδικής φοράς. Ο «Λεξικογράφος Καβάφης» είναι επίσης μια άλλη πτυχή του καλειδοσκοπικού ποιητή που εξετάζει η κριτικός. Πρόκειται για το περίφημο «Λεξικό παραθεμάτων», του οποίου η ύπαρξη είχε αναγγελθεί νωρίς (ήδη από το 1963, με την ευκαιρία των τότε πανηγυρικών εκατόχρονων από τη γέννηση του Αλεξανδρινού) και η έκδοσή του πραγματοποιείται το 2015. Τα πρότυπα και οι πηγές τούτου του λεξικού, ο τρόπος και οι χρόνοι της κατάρτισής του προσθέτουν μια διακειμενική στιβάδα στο corpus των γραπτών του Καβάφη καθώς δείχνουν τις επιλογές και αναφορές του σε παλαιότερους ή συγκαιρινούς του συγγραφείς.
Δεινή καβαφογνώστρια, με γλώσσα επίσης ασκημένη στην ειρωνεία, ακάματη ερευνήτρια, με διακριτούς στόχους και εμμονές, όπως κάθε φιλόλογος (με την κυριολεκτική σημασία του όρου, όχι της απλής επαγγελματικής κατάρτισης αλλά του ανιδιοτελούς πάθους για τον λόγο και τα έργα του), η Μάρη Θεοδοσοπούλου τοποθετήθηκε και αυτή με τη στάση της και τα γραπτά της «ελαφρώς λοξά προς το σύμπαν», κατά την εύστοχη ρήση του Ε. Μ. Φόρστερ. Μακάρι ο ίδιος ή κάποιος άλλος ρέκτης εκδότης να συγκεντρώσει και τα υπόλοιπα κείμενά της, πολύτιμο παλμογράφο για την κίνηση των γραμμάτων και των ιδεών.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ