Η συνείδηση του κόσμου


Μάρτιος, 1929. Ο αυστριακής καταγωγής ποιητής και λογοτέχνης Φραντς Βέρφελ πραγματοποιεί με τη σύζυγό του Αλμα Μάλερ – Βέρφελ (χήρα του συνθέτη Γκούσταβ Μάλερ) ταξίδι του μέλιτος στην Παλαιστίνη και στη Συρία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του ζεύγους στη Δαμασκό ο περαστικός Βέρφελ θα σταθεί στην παρακάτω εικόνα: σε ένα εργοστάσιο ταπητουργίας το εργατικό δυναμικό αποτελείται από σακατεμένα και πεινασμένα προσφυγόπαιδα, τέκνα αρμενικών οικογενειών. Η εξαθλίωση θα κινητοποιήσει την έμπνευση και ο Βέρφελ θα λάβει την απόφαση να γράψει την εποποιία της τραγικής γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους τα χρόνια 1915-16, στο πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Ενα πράγμα έμεινε για πάντα στην ψυχή του: η συμφορά των Αρμενίων» θα παρατηρήσει αργότερα η σύζυγός του. «Ηδη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σχεδίαζε την ιδέα ενός μυθιστορήματος». Για να επιτύχει τον στόχο του ο Βέρφελ διαβάζει πλήθος ιστορικών βιβλίων και μελετά την τουρκική γλώσσα. «Οι σαράντα μέρες του Μούζα Νταγκ» θα γραφτούν στο διάστημα ανάμεσα στον Ιούλιο του 1932 και στον Μάρτιο του 1933.


Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με χαρακτήρα μαρτυρίας· απόδειξη αποτελούν και οι έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε. Αλλωστε το χρονικό της εξόντωσης του αρμενικού λαού δεν θα μπορούσε να έχει θετική υποδοχή στη ναζιστική Γερμανία, ειδικά όταν είχε γραφτεί από έναν Εβραίο: το βιβλίο απαγορεύτηκε αμέσως από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς και ο συγγραφέας διαγράφηκε από την Πρωσική Ακαδημία Τεχνών με εντολή του υπουργού Παιδείας. Αντίστοιχα η αρμενική μετάφραση εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα στη σοβιετική Αρμενία και για δεκαετίες κυκλοφορούσε μυστικά. Η προοπτική της κινηματογραφικής παραγωγής στην Αμερική παρεμποδίστηκε μετά από αποτελεσματική τουρκική παρέμβαση.



Παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν μπόρεσε να εμποδίσει την επιτυχία του βιβλίου: οι γερμανικές εκδόσεις του είναι τουλάχιστον οκτώ ενώ πολλές είναι και οι αγγλικές επανεκδόσεις του. Ο ασυνήθιστος όγκος του μυθιστορήματος δικαιολογεί τον χρόνο που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί η ελληνική απόδοσή του από τον Αγγελο Παρθένη.


Γιος ενός εύπορου εβραίου εμπόρου, ο Φραντς Βέρφελ γεννήθηκε στην Πράγα στις 10 Σεπτεμβρίου 1890. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τους Βίλι Χάας, Μαξ Μπροντ και Φραντς Κάφκα, και οι σπουδές του συνεχίστηκαν στη Λειψία και στο Αμβούργο. Εκτοτε η ζωή του χαρακτηρίζεται από διαρκείς μετακινήσεις: με την επιστράτευση του 1915 υπηρετεί στο μέτωπο Γαλικίας – Ρωσίας και δύο χρόνια αργότερα μετατίθεται στη Βιέννη. Ο γάμος του με την Αλμα Μάλερ πραγματοποιείται το 1929 και το 1938 το ζεύγος Βέρφελ μεταναστεύει στη Γαλλία, όπου δεν θα μπορέσει να παραμείνει για πολύ: το 1940 η κατάληψη της Γαλλίας από τα χιτλερικά στρατεύματα είναι γεγονός και η οριστική εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού χώρου αναπόφευκτη. Με τη συνοδεία του συγγραφέα Χάινριχ Μαν και του ανιψιού του τελευταίου Γκόλο Μαν, το ζεύγος θα διαφύγει μέσω των Πυρηναίων στην Ισπανία και στην Πορτογαλία για να καταλήξει στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνιας, όπου και θα εγκατασταθεί για πέντε χρόνια ως τον θάνατο του συγγραφέα. Το καλοκαίρι του 1945 ο Φραντς Βέρφελ πεθαίνει στο Λος Αντζελες. Το σώμα του αρχικά θάβεται στο νεκροταφείο του Ρόζεντεϊλ αλλά αργότερα μεταφέρεται στη Βιέννη.


Η ζωή του Φραντς Βέρφελ ήταν το έργο του. Ο ίδιος έλεγε χαριτολογώντας ότι υπήρξε «ιδιοκτήτης συγγραφικού εργαστηρίου». Η μεγάλη συγγραφική ανάγκη του είναι έκδηλη από την αξιόλογη τόσο σε όγκο όσο και σε περιεχόμενο λογοτεχνική παραγωγή του: ανάμεσα στην πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Der Weltfreund (Ο φίλος του κόσμου), που κυκλοφόρησε στο Βερολίνο το 1911, και στο τελευταίο μυθιστόρημά του με τίτλο Stern der Ungeborenen (Αστρο των αγέννητων), που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τον θάνατό του (1946), περιλαμβάνονται επτά ποιητικές συλλογές, δέκα θεατρικά έργα και εννέα μυθιστορήματα, πολλά από τα οποία αποτέλεσαν και επιτυχημένες κινηματογραφικές παραγωγές. Ο Βέρφελ τιμήθηκε με το βραβείο Grillparzer το 1925 και με το βραβείο Schiller το 1927.


«Οι ήρωές του είναι είτε πιστοί, με την αφοπλιστική και συγκινητική απλοϊκότητα που δεν έχει ο διανοούμενος και που γι’ αυτό ίσως τη ζηλεύει, είτε καταδιωγμένοι από τη μοίρα, ως εκπρόσωποι μιας οποιασδήποτε μειονότητας, κοινωνικής ή εθνικής» παρατηρεί ο μεταφραστής στην εισαγωγή του βιβλίου. Η υπόθεση των «Σαράντα μερών του Μούζα Νταγκ» εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία. Οι τίτλοι των τριών τόμων είναι ενδεικτικοί του περιεχομένου: Το επερχόμενο – Οι αγώνες των ανίσχυρων – Ολεθρος Σωτηρία Ολεθρος. Αυτή είναι και η πορεία των κατοίκων του συνοικισμού του Γιογκονολούκ που αποφασίζουν να αντισταθούν στην απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και οχυρώνονται στο Μούζα Νταγκ (Ορος του Μωυσέως), όπου και θα παραμείνουν για σαράντα μέρες. Η φράση που βρίσκεται χαραγμένη πάνω σε ένα ελληνικό χρυσό νόμισμα επανεμφανίζεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου και υποδηλώνει το αμετάκλητο της μοίρας του αρμενικού λαού: «Στο ανεξήγητο μέσα μας και πάνω από μας». Μπροστά σε έναν προδιαγεγραμμένο αφανισμό η σφαγή προτιμάται από την εξορία ως η συντομότερη λύση: «Ο εκπατρισμός θα βαστήξει τόσο όσο θα χρειασθεί να πεθάνει και ο τελευταίος εκπρόσωπος του λαού, είτε από το σπαθί είτε από την πείνα πάνω στον επαρχιακό δρόμο είτε από τη δίψα στην έρημο είτε από τη χολέρα και τον τύφο».


Το βιβλίο κινείται σε δύο επίπεδα: σε αυτό της μυθοπλασίας και σε αυτό της ιστορικής μαρτυρίας. Στο πρώτο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σύγκρουση πολιτισμών: ο βασικός ήρωας του βιβλίου Γκαμπριέλ Μπαγκραντιάν έχει αρμενική καταγωγή και ευρωπαϊκή ανατροφή. Οταν επιστρέφει στην πατρική έπαυλη στο Γιογκονολούκ, έρχεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πραγματικότητα που τον αναγκάζει να πάρει θέση. Σταδιακά εγκαταλείπει τις εκλεπτυσμένες δυτικές συνήθειές του και μετατρέπεται σε έναν άγριο αρμένιο πολεμιστή. Δεν θα συμβεί το ίδιο στη γαλλίδα σύζυγό του Ζυλιέτ, που θα αναγκαστεί να ενώσει τη μοίρα της με αυτήν του λαού των Αρμενίων χωρίς να αισθανθεί ποτέ ότι ανήκει σε αυτόν. Μέσα στον καταυλισμό των στασιαστών θα αναπτυχθούν σχέσεις ανταγωνισμού, καθώς τα εξεγερμένα πνεύματα βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς ετοιμότητας: η είδηση μιας γέννησης θα τους ενώσει και η αποκάλυψη μιας μοιχείας θα τους διχάσει και θα τους αναστατώσει. «Ενας λαός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς θαυμασμό αλλά εξίσου λιγότερο χωρίς μίσος. Ηταν καιρός πια να έρθει και η σειρά του μίσους στον οικισμό». Παράλληλα παρακολουθούμε την πορεία των Αρμενίων καθώς αποκτούν επίγνωση της εθνικότητάς τους και αισθάνονται απόγνωση για τη μοίρα τους· ένας εθνικός σπαραγμός που έρχεται σε αντίθεση με τη στυγερή τουρκική πολιτική.


Σε ό,τι αφορά το επίπεδο της μαρτυρίας, το βιβλίο περιλαμβάνει πραγματικούς διαλόγους που προκύπτουν από εξακριβωμένα ιστορικά στοιχεία, όπως αυτός ανάμεσα στον τούρκο αντιστράτηγο Εμβέρ Πασά και στον γερμανό πάστορα Γιοχάνες Λέψιους που περιλαμβάνεται στο πέμπτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου. Εκδηλα είναι τα εθνικιστικά κίνητρα: «Ο τουρκικός λαός ανέρχεται σε σαράντα εκατομμύρια… Η αυτοκρατορία περιμένει. Χρειάζεται μονάχα να την αγγίξουμε. Στους Αρμένιους υπάρχει σίγουρα ένα ανησυχητικό ποσοστό ευφυΐας… Εμείς οι Τούρκοι διαθέτουμε πολύ λίγη από αυτή την ευφυΐα. Αντ’ αυτού, όμως, είμαστε η παλιά ηρωική φυλή που είναι προορισμένη για την ίδρυση και τη διακυβέρνηση της μεγάλης αυτοκρατορίας». Ο κυνισμός των συζητήσεων στα τουρκικά σαλόνια ενέχει έντονη αίσθηση ειρωνείας, με τραγική όμως διάσταση· με τέτοιο ύφος, άλλωστε, χειρίζεται ο συγγραφέας και την περιγραφή των σκηνών φρίκης και αφανισμού: «Το τουρκικό απόσπασμα έδειχνε κουρασμένο. Εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες είχε ψαχουλέψει με λύσσα τα χωριά, είχε λεηλατήσει ή είχε κάνει λίμπα το εσωτερικό των σπιτιών, είχε συλλάβει μερικούς και άλλους τους είχε χτυπήσει αφήνοντάς τους αιμόφυρτους, είχε βιάσει λιγάκι, άρα είχε διεκπεραιώσει μερικώς το εορταστικό πρόγραμμα που του είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση».