Αλέξης Πανσέληνος
Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 328, τιμή 15,50 ευρώ

Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι παθιασμένος με την κλασική μουσική. Στην αρχή φιλοδοξούσε να γίνει μουσικός. Στο τέλος έγινε ένας μελωδικός συγγραφέας. Δεν αναφερόμαστε μόνο στους έντεχνους ήχους των άλλων, που πάντα υπάρχουν και πάντα ακούγονται στα βιβλία του, αλλά και στον δικό του λογοτεχνικό τρόπο, στον χειρισμό της ελληνικής γλώσσας, το ύφος του. Το νέο του μυθιστόρημα –ένα πανόραμα ή ένα ψηφιδωτό της δεκαετίας του 1950, όπως το δει κανείς –φέρει τον τίτλο «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» και φαίνεται να σηματοδοτεί το απόγειο της ύστερης μαστορικής του. Είναι ένα έργο απέριττο και απολαυστικό, το έργο ενός ώριμου συγγραφέα που έχει πια υψηλή συναίσθηση για το τι μπορεί να κάνει και τι κάνει εν τέλει με τις λέξεις.

«Ο τίτλος του βιβλίου προέκυψε από τα έντονα ακούσματα που είχα, εκείνη την εποχή, απ’ το ραδιόφωνο. Τα τραγούδια αυτά έχουν ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: σε αντίθεση με την εποχή τους που υπήρξε μαύρη, αυτά είναι φωτεινά και ζωηρά, καμιά φορά τα λόγια τους είναι σαχλά, ενίοτε και βλακώδη. Ομως όλοι αυτοί οι νοτιοαμερικάνικοι ρυθμοί, οι σάμπες και οι ρούμπες, τα τανγκό ή ακόμα και τα βαλσάκια, οι στίχοι για έρωτες και για εξωτικά νησιά, αποτυπώνουν ουσιαστικά την αγωνιώδη προσπάθεια των ανθρώπων να ξεφύγουν τότε απ’ το σκοτάδι που τους κύκλωνε. Μια τάση φυγής στη χαρά, στην ελπίδα, στο γλέντι, σε ό,τι δηλαδή έλειψε τρομερά στον κόσμο ύστερα από μια πολυετή περιπέτεια, σκεφτείτε την ταλαιπωρία, από τη δικτατορία του Μεταξά ως το επίσημο τέλος της εμφύλιας σύρραξης» υπογράμμισε μιλώντας προς «Το Βήμα» ο Αλέξης Πανσέληνος.

Η εποχή της ανάρρωσης

Ο ίδιος αναπλάθει επιδέξια «μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε». Πιο συγκεκριμένα, καταπιάνεται με μια σύντομη αλλά μεταβατική περίοδο (1950-1953) τοποθετώντας στο επίκεντρο της δράσης την Αθήνα, καθώς ολόκληρη η Ελλάδα πασχίζει να συνέλθει έπειτα από μια συντριπτική δεκαετία που περιελάμβανε και Κατοχή και εμφύλιο πόλεμο.
Οι πολιτικές συνωμοσίες συνυπάρχουν, εν προκειμένω, με τις καταδικασμένες σχέσεις και οι εκτελέσεις με τα καλλιστεία. Τούτο βέβαια δεν αφορά μόνο τον μυθιστορηματικό καμβά αλλά –εξυπακούεται –και την ιστορική πραγματικότητα. Η καλή λογοτεχνία όμως –κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε –έχει πιο σύνθετα κίνητρα.
«Η επιστροφή μου στη δεκαετία του 1950 ήταν μια ανάγκη και έχει δύο βασικές εξηγήσεις. Η μία είναι η μεγάλη νοσταλγία που με έχει πιάσει για την παιδική μου ηλικία. Την εποχή που διαδραματίζεται το βιβλίο εγώ ήμουνα, ας πούμε, δέκα χρονών. Οι μνήμες που διατηρώ από τότε είναι οπτικές. Ηταν η εποχή που πρωτάνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο, εγώ τη θυμάμαι σαν μια εποχή των θαυμάτων, όλα γύρω μου φαίνονταν εκπληκτικά και γοητευτικά, και θα ήταν αδιανόητο, τότε, να είναι αλλιώς. Η αντίληψη ενός μικρού παιδιού όμως δεν μπορεί να εξαντλήσει την ιστορική πραγματικότητα. Με την κατοπινή γνώση λοιπόν ξέρω πλέον καλά ότι τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Είχαμε φυλακές και εξορίες, και πέραν αυτών είχαμε –αυτά τα θυμάμαι πολύ καλά –σε κάθε γωνιά κι από έναν ζητιάνο, ανάπηρο πολέμου συνήθως, είχαμε ανθρώπους τυφλούς, ανθρώπους με δεκανίκια, είχαμε έναν λαό φτωχό και στερημένο, με κουπόνια το ψωμί και το λάδι, ρούχα μπαλωμένα, παπούτσια με πέταλα στις σόλες για να μη φθείρονται η μύτη και το τακούνι, είχαμε δηλαδή την αληθινή εικόνα του τόπου, την εικόνα μιας εξαθλιωμένης χώρας. Από την άλλη μεριά, τώρα σκέφτομαι ότι η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας έχει τις ρίζες της εκεί, δηλαδή στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, στο τι θα μπορούσε να έχει γίνει αλλά δεν έγινε. Αυτό που δεν έγινε ήταν η σωστή διαχείριση της επικράτησης από τη νικήτρια πλευρά, η οποία συνέχισε με ρεβανσισμό και με φοβικά σύνδρομα απέναντι στους ηττημένους κομμουνιστές. Εν πάση περιπτώσει, όλο αυτό έδεσε μέσα μου προς την απεικόνιση εκείνης της εποχής, την οποία προσπαθώ να ξαναζωντανέψω. Και το στοίχημα που έβαλα με τον εαυτό μου ήταν να μην καταφύγω σε αρχεία αλλά να ανταγωνιστώ την αμεσότητα των ντοκουμέντων, ήθελα όλο αυτό να το φτιάξω εγώ με τη φαντασία μου, να είναι τελείως φανταστικό αλλά και τελείως αληθινό όσον αφορά την ουσία της εποχής και την ατμόσφαιρά της». Και ομολογουμένως το κατάφερε.

Αλληλένδετες ιστορίες

Οι ιστορίες που αφηγείται ο Αλέξης Πανσέληνος είναι κάμποσες και αλληλένδετες. Τα πρόσωπα είναι πολλά. Κεντρικός ήρωας δεν υπάρχει. Υπάρχουν σημαντικοί χαρακτήρες που επανέρχονται και ορισμένοι δευτερεύοντες που βοηθούν καθοριστικά τον συγγραφέα να υφάνει έναν ενιαίο ιστό που, ασφαλώς, δεν είναι γραμμικός, δεν έχει αρχή, μέση και τέλος.
«Αλλαξα και πάλι την τεχνική μου, εμένα μου αρέσει να αλλάζω τους τρόπους μου. Αλλαξα και ύφος και γλώσσα, και στυλ μπορώ να πω. Και επιλέγω να δω αποσπασματικά αυτό το πλήθος που κινείται εκεί μέσα, λέγοντας όσο μπορούσα τις ξεχωριστές ιστορίες του. Δεν γράφω όμως για τα πάντα –δεν αναφέρονται, λ.χ., οι μεγάλες διαδηλώσεις για το Κυπριακό. Γράφω πρωτίστως για αυτά που θυμάμαι. Θυμάμαι, ας πούμε, πολύ καλά την ατμόσφαιρα όταν εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης, τον πάγο που έπεσε στους δικούς μου, θυμάμαι επίσης καλά τον Γιάννη Ρίτσο που μας επισκέφθηκε μετά την εξορία. Διατηρώ όμως επίτηδες ένα ύφος παιγνιώδες με σκοπό να αλαφρύνω κάπως τη βαριά σκιά της εποχής».

Βιώματα στη μυθοπλασία

Μοιραία ο Αλέξης Πανσέληνος αυτοβιογραφείται κιόλας, εν μέρει τουλάχιστον, περνώντας τα βιώματά του στη μυθοπλασία με τρόπο αρμονικό.

«Ασφαλώς έχω πάρει πολλά στοιχεία από τη ζωή μου. Οι σκηνές με τα παιδιά είναι βιωματικές. Πλην της πονηρής ιστορίας με την υπηρέτρια, που ήταν μάλλον μια φαντασίωση που δεν βρήκε διέξοδο… Επανέρχομαι όμως στο σπίτι μου, στην οδό Γεωργίου Γενναδίου, στη γειτονιά που γεννήθηκα και μεγάλωσα, τον παράδεισό μου, το δικό μου Κομπρέ, για να θυμηθώ και τον Προυστ
. Ο θείος Μιχάλης, λ.χ., βασίζεται σε ένα πραγματικό πρόσωπο. Εκείνος δεν πήγε στο Πόλεμο της Κορέας. Εγώ και τον στέλνω εκεί και τον σκοτώνω στο μυθιστόρημα… Υπάρχουν όμως και εντελώς επινοημένα πρόσωπα, λ.χ., ο πλούσιος συντηρητικός οικογενειάρχης Πέλος Μπιρδιμήρης, ο χαλβαδοβιομήχανος, που δεν θέλει τα πολλά πάρε-δώσε με την αριστερή οικογένεια του Πέτρου Ρώτα, δικηγόρου, διανοουμένου και κατόπιν πολιτικού». Ο τελευταίος είναι ο πατέρας του μικρού Στάθη στο βιβλίο, του ίδιου του συγγραφέα δηλαδή, είναι ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984).

Δύο προκλήσεις

«Αυτό είναι το υλικό που βρήκα έτοιμο και μπορούσα να χρησιμοποιήσω με άνεση» σημείωσε ο Αλέξης Πανσέληνος συγκινημένος. «Βέβαια, αναφέρομαι ευθέως και σε κάποιους συντηρητικούς συγγραφείς, όπως ο Τερζάκης ή ο Μυριβήλης, τους οποίους περιποιούμαι καταλλήλως στο βιβλίο» προσέθεσε ο ίδιος περιπαικτικά.

«Ηταν ένα βιβλίο που το έγραψα με πάρα πολύ φόβο και αγωνία για το τι θα έβγαζε στο τέλος. Και πάλεψα με δύο προκλήσεις: έπρεπε και να ανακαλέσω πιστά την εποχή, ακόμα και στις λεπτομέρειές της, και να τη φανταστώ εκ νέου. Διότι θέλησα να δημιουργήσω ένα πλήθος επινοημένων χαρακτήρων που με τη σειρά τους όμως θα χαρακτήριζαν κι ένα πλήθος ετερόκλητων ανθρώπων οι οποίοι υπήρξαν με σάρκα και οστά. Εχουμε δηλαδή τους δεξιούς, τους αριστερούς, τους ενδιάμεσους, αυτούς δηλαδή που δεν πήγαν πουθενά, αυτούς που πήγαν παντού, έχουμε τους κυβερνώντες που άλλαζαν με απίστευτη ταχύτητα, έχουμε τους έγκλειστους, έχουμε τον υπόκοσμο, έχουμε και τα λαϊκά μαγαζιά, όπως η «Τριάνα» του Χειλά, όπου ο κόσμος πήγαινε και διασκέδαζε, όταν ακόμα δεν τα είχε ανακαλύψει ο Χατζιδάκις».
Παρακολουθούμε επίσης, μεταξύ άλλων πολλών, τη δράση του αμφιλεγόμενου Νεκτάριου που είχε υπάρξει μέλος της ΟΠΛΑ. «Αυτός είναι ο άνθρωπος που αλλάζει παρατάξεις και προσπαθεί να επιπλεύσει πάντοτε. Ο Νεκτάριος είναι μυθοπλασία καθαρή. Πλην όμως ξέρουμε τέτοιες αληθινές περιπτώσεις, ανθρώπους που το κάνανε αυτό». Υπάρχει όμως και ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής στο βιβλίο, «ένας μυστηριώδης τύπος, ελαφρώς δαιμονικός, με αλλόκοτη υπόσταση, ένα πλάσμα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, που αλλάζει κι αυτό τις όψεις του, πότε γίνεται το ένα και πότε τ’ άλλο, και είναι σαν να κινεί αυτό τα νήματα ενός θιάσου από μαριονέτες». Μέσω αυτού του παράξενου χαρακτήρα –που μοιάζει με κάποιον πολύσημο κατάσκοπο, μ’ έναν διπλό πράκτορα φέρ’ ειπείν –εμφανίζεται και ο Μπαρμπα-Γιάννης (ο Σκαρίμπας) στη Χαλκίδα.

Εκδικητικό όνειρο

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, οι κακοί εξοντώνονται με συνοπτικές διαδικασίες. «Το φινάλε του βιβλίου αγγίζει πια τα όρια ενός εκδικητικού ονείρου που είναι ολίγον αιματηρό κι αυτό. Συντελείται στη μυθοπλασία ό,τι δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Οσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και οι μαυραγορίτες λαμβάνουν αυτό που ενδεχομένως θα έπρεπε να είχαν λάβει. Σε κάθε περίπτωση πάντως, έτσι ολοκληρώνεται η δική μου σύλληψη για την εποχή εκείνη. Κι όταν λέω ότι, εν πολλοίς, εκεί οφείλεται η κακοδαιμονία των επόμενων δεκαετιών, μέχρι και τις μέρες μας, εννοώ αυτή την τιμωρία και τη δικαιοσύνη που δεν αποδόθηκαν».
Τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» άρχισαν να γράφονται στα τέλη του 2016 και ολοκληρώθηκαν σχετικά πρόσφατα. «Επί κυβερνώσας Αριστεράς δηλαδή» επισημάναμε τότε στον Αλέξη Πανσέληνο.

«Η κυβερνώσα Αριστερά, στην οποία αναφέρεστε, μπορεί να φαντάζεται ότι είναι Αριστερά αλλά νομίζω ότι πρόκειται απλώς
για ανθρώπους που, έχοντας μια σύγχυση και διάφορες ιδεολογικές ποικιλίες στο μυαλό τους, χρειάστηκε ξαφνικά να κυβερνήσουν, σε μια περίοδο μάλιστα που πλέον έχει ξεφύγει απ’ τα χέρια των πολιτικών η άσκηση της εξουσίας, κι αυτό ισχύει διεθνώς. Σήμερα, πρέπει να το αναγνωρίσουμε αυτό, κυβερνούν τα περίφημα funds και οι τράπεζες, αυτές υπαγορεύουν, οι κυβερνήσεις είναι απλώς τα εκτελεστικά όργανα. Αυτή η κυβερνώσα Αριστερά, αφού θεώρησε ότι μπορεί να κάνει κι αλλιώς, έκανε αυτό που της είπανε, και το έκανε επειδή κατάλαβε ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να επιβιώσει. Ενδεχομένως το έκανε με χειρότερο τρόπο απ’ ό,τι θα το έκανε μια άλλη, μη αριστερή κυβέρνηση, χωρίς δηλαδή να έχει την τεχνογνωσία και έχοντας άγνοια για το πώς πραγματικά παίζεται το παιχνίδι. Ειδικά ο Πρωθυπουργός της χώρας είναι ένα πρόσωπο πάρα πολύ αμφιλεγόμενο όσον αφορά και την κατάρτιση και τη σοβαρότητά του και το πολιτικό του ταλέντο. Τα δείγματα που έχει δώσει μέχρι στιγμής δεν έχουν πουθενά θετικό πρόσημο. Εχει απογοητεύσει, νομίζω, ακόμα και τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ