Η κυρία Π. Οστερ


Τα ονόματα προδίδουν την ταυτοπροσωπία. Διαβάζοντας ανάποδα το όνομα της ηρωίδας αποκαλύπτεται εκείνο της συγγραφέως. Η Siri μετονομασμένη σε Iris, επιστρέφει στα χρόνια των σπουδών για να συναντήσει έναν συμφοιτητή, που μοιάζει, ως προς την εμφάνιση, στον κατοπινό της σύζυγο. Μαζί του πηγαίνει στο «Μουν Πάλας, ένα κινέζικο εστιατόριο στη γωνία 112ης και Μπρόντγουεϊ». Σε αυτό το εστιατόριο έχει θεαθεί αρκετές φορές η Σίρι Χούστβεντ με τον σύζυγό της Πολ Οστερ. Η αναφορά λειτουργεί ως εσωτερικό αστείο στο ζεύγος αφού και ο Οστερ έχει χρησιμοποιήσει την ονομασία «Moon Palace» ως τίτλο στο πέμπτο μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε το 1989 («Το παλάτι του φεγγαριού», μετάφραση Ρούλη Αγαπητού, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος). Η Χούστβεντ δίνει την εντύπωση πως έχει όλη την καλή διάθεση να μιλήσει για τον εαυτό της. Κάτι βέβαια που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού είναι σχεδόν αδύνατο να βρει ο ενδιαφερόμενος ένα πλήρες βιογραφικό της. Δεν γνωρίζουμε καν πότε γεννήθηκε. Μπορούμε να το εικάσουμε από τις φωτογραφίες και συγκρίνοντας με την ηλικία του Οστερ, που υπήρξε συμφοιτητής της. Δεν ξέρουμε ποια είναι η καταγωγή της. Επειδή συνέδραμε όμως το 1987 στη μετάφραση από τα νορβηγικά της βιογραφίας του Ντοστογέφσκι από τον Geir Kjetsaa, εικάζεται ότι είναι Σκανδιναβή. Οι προσωπικές λεπτομέρειες που αφήνει να διαρρεύσουν στα κείμενά της λειτουργούν εν τέλει παραπλανητικά. Γιατί η κυρία Οστερ παραμένει γνωστή – άγνωστη της αμερικανικής λογοτεχνίας.



«Η τυφλόμυγα» είναι το πρώτο ­ από τα δύο ­ μυθιστορήματα της Σίρι Χούστβεντ. Κυκλοφόρησε το 1992 αφιερωμένο στον Πολ Οστερ. Εκείνος με τη σειρά του αφιέρωνε τότε το βιβλίο του «Λεβιάθαν» (μετάφραση Αρης Σφακιανάκης, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος) στον Ντον ΝτεΛίλο. Ο ΝτεΛίλο, κλείνοντας τον κύκλο, σχολίασε στο οπισθόφυλλο της «Τυφλόμυγας» ότι είναι «ένα έργο ιλιγγιώδους έντασης». Οι αμοιβαίες αναφορές δεν σταματούν εκεί. Στο τρίτο μέρος της «Τυφλόμυγας» δίδεται στην ηρωίδα «μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Unearth» ενός αμερικανού συγγραφέα που δεν είχα ξανακούσει», δηλαδή μία συλλογή του Οστερ, ο οποίος από την άλλη είπε σε συνέντευξή του ότι το πρώτο έργο από την Τριλογία της Νέας Υόρκης «Γυάλινη πόλη», που κυκλοφόρησε το 1985 (μετάφραση Σάρα Μπενβενίστε, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος), «είναι μία ερωτική επιστολή προς την Σίρι σε μορφή μυθιστορήματος».


Η Αϊρις Βίγκαν είναι τελειόφοιτη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και ζει σε «ένα δυάρι στη Δυτική 109η οδό». Τα χρήματά της τελειώνουν πολύ γρήγορα και έχει ένα μόνιμο άγχος για το πώς θα πληρώσει το ενοίκιό της. Οι γονείς της ­ που ζουν σε άλλη πόλη ­ είναι πρόθυμοι για οικονομική συνδρομή αλλά η Αϊρις προτιμά να βρίσκει ευκαιριακές δουλειές για να επιβιώνει. Ζητεί τη βοήθεια της οικογένειας μόνο όταν είναι έτοιμη να λιποθυμήσει από την πείνα… Στο πρώτο μέρος του βιβλίου βρίσκει μια μυστηριώδη απασχόληση. Ενας συγγραφέας τής ζητεί να περιγράφει λεπτομερώς κάποια μικροαντικείμενα που ανήκαν σε μια νεκρή. Η Αϊρις πηγαίνει στο σπίτι του και παίρνει σε κάθε επίσκεψη ένα κουτί. Πληρώνεται 20 δολάρια για κάθε περιγραφή που ηχογραφείται με ψιθυριστή φωνή σε ένα κασετόφωνο. Περιγράφει ένα φθαρμένο γάντι, ένα χρησιμοποιημένο κομμάτι βαμβάκι ­ λερωμένο με μέικαπ ­ και ένα καθρεφτάκι. Οταν ο συγγραφέας τής ζητεί να του δώσει κάτι δικό της ­ κάτι ασήμαντο ­, η Αϊρις φεύγει από το διαμέρισμά του και δεν επιστρέφει ποτέ.


Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Αϊρις γίνεται μοντέλο για τον νεαρό φωτογράφο Τζορτζ, που γνωρίζει μέσω του συντρόφου της Στίβεν. Από την αρχή υποψιάζεται ότι τα δύο αγόρια υπήρξαν εραστές αλλά συνεχίζει τη σχέση της. Στο τρίτο μέρος η Αϊρις νοσηλεύεται σε μια κλινική, για να ξεπεράσει τις ημικρανίες της. Ως αυτό το σημείο το βιβλίο μοιάζει με τρία διηγήματα που έχουν κοινή ηρωίδα. Στο τελευταίο μέρος η Χούστβεντ επιχειρεί ­ όχι με απόλυτη επιτυχία ­ να συνδέσει τις ιστορίες που έχουν παρατεθεί. Αν χρησιμοποιούσαμε κινηματογραφικούς όρους, θα λέγαμε ότι τα τρία πρώτα κεφάλαια εξυπηρετούν τα κοντινά πλάνα και το τέταρτο τα γενικά. Η Αϊρις αποκαλύπτει το μυστικό της, δηλαδή τον έρωτά της για τον καθηγητή Ρόουζ.


Στην τελευταία ενότητα ο Μάικλ Ρόουζ επιλέγει 12 φοιτητές για ένα σεμινάριο με θέμα «Χέγκελ, Μαρξ και το μυθιστόρημα του Δεκάτου Ενάτου Αιώνα». Η Αϊρις συγκαταλέγεται στο τμήμα των εκλεκτών. Αρχικά βρίσκεται σε μια σύγχυση: «[…] δεν θα ήταν πάνω από πενήντα, αλλά είχε την επιτήδευση ενός γερασμένου πανεπιστημιακού σταρ, προφανώς προσβεβλημένος από τη συνήθη ασθένεια των ανθρώπων της θέσης του: περιφρόνηση για τους φοιτητές. Την ίδια στιγμή όμως το έβρισκα δύσκολο να τον απορρίψω, και δεν πιστεύω ότι ήταν μόνο εξαιτίας των φημών για την αξιοσημείωτη νοημοσύνη του. Η συνάντηση μαζί του μου άφησε μια περίεργα αισθησιακή εντύπωση. Πρέπει να ήταν η φωνή του. Είχε άγαρμπο κορμί, αλλά όταν μιλούσε, ο τόνος της φωνής του ήταν εξαιρετικά ευμετάβλητος και ευαίσθητος, και μου έμεινε ένα ηχητικό ίχνος στο αυτί μου».


Με την ολοκλήρωση του σεμιναρίου η Αϊρις δέχεται να γίνει βοηθός του καθηγητή. Ετσι της δίνεται η ευκαιρία να τον συναντά μία φορά την εβδομάδα στο γραφείο του. «Η ζωή μου συνέχισε να σηματοδοτείται από τις Πέμπτες με τον καθηγητή Ρόουζ, στη διάρκεια των οποίων συνέβαιναν τα πάντα και τίποτα». Εκείνος της προτείνει να μεταφράσουν από κοινού το βιβλίο του Γιόχαν Κρύγκερ «Der Brutale Junge». Σε αυτό το σημείο αρχίζει η αφήγηση μέσα στην αφήγηση. Η Αϊρις Βίγκαν ταυτίζεται με τον μικρό Κλάους, τον ήρωα του μεταφραζόμενου έργου. Με αφορμή τις σαδιστικές τάσεις των παιδιών τίθενται φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με τις κακές σκέψεις και την πραγματοποίησή τους. Οταν ο καθηγητής φεύγει από την πόλη για έναν χρόνο η 22χρονη φοιτήτρια αρχίζει να περιφέρεται το βράδυ στους δρόμους της Νέας Υόρκης, φορώντας ανδρικό κοστούμι και χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κλάους.


Σε μιαν από αυτές τις περιπλανήσεις η Αϊρις συναντά τον καθηγητή σε ένα κακόφημο μπαρ και συμφωνούν να επισκεφθούν εκείνη την ώρα το γραφείο στη Σχολή. «Υπήρξαμε θορυβώδεις εραστές εκείνη τη νύχτα στη Φιλοσοφική. Είμαι σίγουρη ότι κάναμε φοβερή φασαρία, πέφτοντας στο πάτωμα σε ένα θορυβώδες αγκάλιασμα κάτω από το ανελέητο φως της λάμπας φθορισμού, και ξέρω ότι ούρλιαζα σε παράκρουση και ότι αυτός μου μιλούσε, αλλά δεν θυμάμαι τι μου έλεγε, πιθανότατα αυτά που λένε όλοι, το όνομα του άλλου ή απλώς «ναι» ­ λόγια που έχουν νόημα μόνο την ώρα που λέγονται». Λίγους μήνες αργότερα το ζευγάρι παίζει το παιχνίδι που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο που τελειώνει χωρίς κάθαρση, χωρίς λύση στο μυστήριο ­ αν υπάρχει ­, δίνοντας την εντύπωση πως έγινε συρραφή ασύμπτωτων στιγμιότυπων. Αν μη τι άλλο φαίνεται υπερβολική η εκτίμηση πως η τυφλόμυγα είναι «σαν να περιγράφει η Αλίκη του Λιούις Κάρολ ένα ταξίδι στην κόλαση».


Από τις εκδόσεις Scripta πρόκειται να κυκλοφορήσει και το δεύτερο βιβλίο τής Σίρι Χούστβεντ «Το μυστικό της Λίλι Νταλ» (μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη). Η συγγραφέας έχει εκδώσει επίσης την ποιητική συλλογή «Reading to you».